Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

Τέχνες

Απρεπείς διαμάχες Κερκυραίων καλλιτεχνών

Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 εμφανίζονται προσπάθειες για τη δημιουργία καλλιτεχνικών, δραματικών συλλόγων προς ένα ελληνικό  δειγματοχώρο των καλλιτεχνικών ειδών μέσα από τα οποία εκφράζεται ένας καλλιτέχνης. Πρώτος καρπός, η Φιλοδραματική Εταιρεία «Φοίνιξ» (1869). Δεύτερος, από ομάδα δυσαρεστημένων του «Φοίνικα», η Φιλοδραματική Εταιρεία «Καποδίστριας» (1872). Ο τρίτος, θ’ ακολουθούσε τρία χρόνια πιο μετά. Και θ’ άφηνε ανεξίτηλο το χνάρι του στην τοπική, πολιτιστική διαχρονικότητα. Η ιστορία του Δραματικού Συλλόγου Κέρκυρας, άρχιζε κάπου εδώ. Επίσημα, με τη «σφραγίδα» του καταστατικού (των 102 άρθρων) με Βασιλικό Διάταγμα της 4/12. Ουσιαστικά, μια τέτοια μέρα (13 Ιουλίου) του μακρινού 1875…Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος

Γράφει:

Ανάρμοστες κατηγορίες, οι οποίες άνανδρα διανέμονται κατά του Αξιότιμου Προέδου του Συλλόγου «Καποδίστρια» των οποίων η πηγή είναι γνωστή, για το μόνο λόγο ότι ως Σύμβουλος ο εν λόγω πρόεδρος διαφώνησε με την ιδέα της πλειοψηφίας όσον αφορά την σχολή Μποκατσιάμπη και Γιαλλινά .Ο εν λόγω πρόεδρος τιμώντας την τιμήν που πρέπει να δείχνουμε στον πατέρα μας (Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο) και εις την καλλιέργεια της οποίας μετά ζήλου στον σύλλογο «Καποδίστρια» μετέδωσε ο διακεκριμένος μουσικοδιδάσκαλος Κ.Ξ.Ξύνδας η αφιλοκέρδεια του οποίου τέθηκε εις αμφισβήτηση και γράφτηκαν ύβρεις κατά προσώπου που τιμά την Πατρίδα μας.

Εν Κερκύρα  5 Αυγούστου 1881

Δημήτριος Ν.Τ.Χ.Μάντζαρος

Αντώνιος Δ. Χαλικιόπουλου Μαντζάρου.

Κ.Ξ.Ξύνδας

 Σ.Σ.Σ. Αδικούμε  βεβαίως τον Κύριον Λ. Βλάχον αν επιληφθούμε ν’ αντικρούσουμε τους κακοήθες των κατ’ αυτού δήμο δημοσιευθέντων λιβελλων, των γεμάτων παιδαριώδους φλυαρίας, και αναισχυντίες. Αν δε τίνες ανέγνωσαν αυτούς, όπως κορέσουν την εμπαθή κατά τού Κυρίου Βλάχου δίψα τον, διά την ελευθέρα, ως Δη­μοτικού Συμβούλου έκφραση τού φρονήματος του, όσον αφόρα εις την χρηματική επιχορήγηση διά τον Ιστορικόν Κυρ. Μποκατζιάμπη είμεθα βέβαιοι ότι στιγμιαία θα αισθάνθηκαν  ευχαρίστηση, διότι απέναντι των αρετών του Κυρίου Βλάχου, των δι’ εντίμου κόπου και  εργασίας αποκτηθέντων, και των αναμφισβήτητων υπηρεσιών τας οποίας και ως Διδάσκαλος και ως Πρόεδρος τού Συλλόγου ό « Καποδίστριας » νυν δε και ως Δημοτικός Σύμβουλος προσφέρει στο τόπο, πάσα κατ αυτού μομφή κατασυν­τρίβεται ως ασθενής και ανυπόστατος, ολίγη  ας έχουν υπομονή οι αντιφρονούντες τον Κύριο Βλάχο, και θέλουν πειστεί ότι πλανηθήκαν εκείθεν, όπου ο τόπος ουδέν άλλο έχει παρά πλάνη, και ενεργείας κατα­χθονίους.

Λεωνίδας Βλάχος

Κύριο Συντάχτη της « Σφιγγός »

Ωςμόνην απάντησην προς όσα ελέχθησαν  επί τής υποθέσιως τής Σχολής Μοκατσιάμπη και Γιαλλινά, παρακαλείσθε να καταχωρήσετε εν τή Εφημερίδα σας το ήδη δημοσίευαν Πρακτικό της 4 0 ης Συνεδριάσεως; του Δημοτικού Συμβουλίου, οπόθεν η κοινωνία δύναται «με­ροληπτώ»  να μόρφωσή την αληθή κρίσιν.

 

 ΒΛΑΧΟΣ. — Εγώ, Κύριοι, δεν έπεσκέφθην την Σχολήν και δεν είχον ανάγκην να την επισκεφτώ. Φανταζόμουν ότι θα ήτο η Σχολή αύτη αφ, ου εγώ από τριών ετών την συνέστησα, εγώ επί τρία έτη την καλλιέργησα. Αφ’ ότου ο νυν Εκ­παιδευτικός Σύλλογος « Καποδίστριας » με ανύψωσε είς την θέση του Προέδρου νόμισα ανάγκες μεταξύ των διαφόρων μαθημάτων, άτινα θεωρήθηκαν κατάλληλα διά τούς εργάτες να συστήσω Κάι το μάθημα της Σχεδιογραφίας και Κοσμηματογραφίας. Προς τούτο αυθόρμητος προσέρθει ό κ. Α. Κόλλας, όστις επί ολόκληρο εξαμηνία, οφείλω να το ομολογήσω προς τιμήν του, αξεπλήρωτου, αφιλοκερδώς και ενθουσιώδους,  το ανέλαβε έργον, ότε συμφέροντα ανώτερα εκκάλεσαν αυτόν εις Αθήνας. Μετά λύπης του ο κ Κόλλας εγκατέλειπε τον εκπαιδευτικό Σύλλογο και την λύπην του ταύτη εξεδήλωσε εν ιδιαίτερο του εγγράφο. Την κενωθείσα θέση παρεκλήθην ιδιαιτέρως να αναθέσω στον Κο Γιαλλινά ικανός και αγαθότατος ούτος νέος ήταν και καρπός του Εκπαιδευτηρίου μου εν ω επί εξαετία όλη φοίτησε καί εκπαιδεύθει.

Αγγελος Γιαλλινάς

Την διδασκαλίαν των Καλών Τεχνών προς τούς εργάτες ανέλαβε εν τω Συλλόγω ό κ. Γιαλλινάς μετ ίσου, ίνα μη ειπώ και ανώτερου προς τον προ διδάσκοντα ζήλου, χαίρον δε αληθώς βλέπων οπόσους και οποίους υπόσχεται στη Κοινωνία καρπούς η τοιαύτη αθόρυβος και ανεπίδεκτος του Συλλόγου υπηρεσία. Επί χρόνο πολύν προέβαινε η διδασκαλία αυτή ευλαβουμένη υπό των ευχών των Συνεταίρων, ότε πρόσκομμα απρόοπτο παρεμβληθεί, ίνα διακόψει επί μικρόν την σειράν, ή επιστρατεία. Ένεκα ταύτης ό νέος Γιαλλινας εβιάσθει νά μεταβεί εις την Εσπερία, εκείθεν δε αποστέλλει μου επιστολή εν η εκφράζει τούς λόγους της εσπευσμένης αναχωρήσεως του παρεκάλεσε με θερμώς να μη αναθέσω προς έτερον την διδασκαλία του διακοπέντος μαθήματος μέ­χρι της επανόδου του, ην έλπιζε ταχεία. Πράγματι δεν παρήλθεν πολύς χρόνος καί ό νέος Γιαλλινάς ώς φιλότιμος ένεδηθη την στολή του επιστράτου  και μετά ζήλου επανέλαβε τας εν τω Συλλόγω παραδόσεις του. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών ό Γιαλλινάς παρακαλεί με να δεχθώ ως συνεργάτη τον Καλλιτέχνη Μποκατζιάμπη.

Βικέντιος Μποκατσιάμπης

Καίτοι ουδέν γνώριζα προσωπικώς τον νέον τούτον, επί τη μόνη αίτησης του αξιόλογου Γιαλλινά ενέδωσα εις την πρόσληψη ταύτη ελπίζων, ότι ούτω πως και η Σχολή θα ελάμβανε ευρύτερες διαστάσεις και οι διά φιλίας συνδεόμενοι Καλλιτέχνες θα εύρισκαν αμφότεροι ευκαιρία κατάλληλο, ίνα δείξουν ου μόνον την ικανότητα αυτών άλλα και τα αφιλοκερδή και κοινωφελή αυ­τών αισθήματα. Πλην ολίγες μόνον ημέρες πα­ρέρχονται από της νέας ταύτης προσθήκης καί αίφνης λαμβάνω επιστολή, δι’ ής αμφότεροι οι Καλλιτέχνες άνευ ουδενός σπουδαίου λόγου επισύρονται εκ του Συλλόγου. Καίτοι ουχί μικράν αίσθηση μου εποίησε το τοιούτον, ομολογώ, ο τι εις ουδέν προέβην διάβημα, αλλ’ απλώς περιμένων να ειδώ, τί νέον τεκταίνετε.

Μετά τίνα ημέρα πληροφορούμαι, ότι εγένωτο πρότασης δι’ ής οι ρηθέντες Καλλιτέχνες ηδύναντο, εάν ευαρεστούντο ν’ αναλάσωσιν εν τω ενταύθα Δραματικά Συλλόγω την καλλιτεχνική παράδοση. ’Αλλ’ οι κκ. ούτοι συνέστησαν άφ’ εαυτών Καλλιτεχνική Σχολή παραλαβόντες μαθητάς τινάς εξ εκείνων οίτινες εδιδάσκοντο δωρεάν εν τω Συλλόγω «Καποδίστριας» και τινάς άλλους μαθητές Εκπαιδευτηρίων. Καίτοι ή πράξη αυ­τών αυτή ως προς τον τρόπον ηδύνατο κάπως να επιτιμηθεί επειδή όμως κατ’ ουσίαν απέβλεπε εκτός εν τω Συλλόγω «Καποδίστριας» και τινές άλλους μαθητές Εκπαιδευτηρίων. Καίτοι ή πράξις αυ­τών αυτή ως προς τον τρόπον ηδύνατο κάπως να επιτιμηθεί επειδή όμως κατ ουσία απέβλεπε εις ωφέλιμο έργον ουδεμία προκάλεσε προς εμού δυσαρέσκεια. Τοιαύτη είναι ή Σχολή, ης μοί ανετέθη ή επίσκεψις και ή πληροφορία έκ μέ­ρους του Δημοτικού Συμβουλίου. Πριν  όμως ή Δημοτική Αρχή προβεί εις χρηματική επιχο­ρήγησή ανάγκη να λάβει, σπουδαίο υπ’ όψιν και τα έξης. Εκτός της διδασκαλίας των Καλών Τε­χνών διά τους εργάτες, ήτις συνέστη εν τω Σύλλογο «Καποδίστριας» επίσης αθορύβως και άνεπιδέκτως υπήρχε εν Κέρκυρα και ετέρα Σχο­λή, ης προΐστατο ο Καθηγητής των 'Ωραίων Τεχνών και τιμών από δεκαετίας την πατρίδα μας κ. X. Παχύς.

«Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα». Χαράλαμπου Παχύ

Τον διακεκριμένου τούτον Καλλιτέχνη επί εξαετία όλη σπουδάσαντα εν Ρώ­μη και αξιωθέντα πλείστων όσων Ακαδημαϊ­κών βραβεύσεων, άμα επανελθόντα εις Κέρκυ­ραν αμέσως προσέλαβον εις το Εκπαιδευτήριον μου και δι’ αυτού πρέπει να ομολογήσω εν βραχεί χρό­νο ανεπτύχθησαν εν Κέρκυρα τοσαύτες  Καλλιτεχνικές διάνοιες. Ο Γιαλλινάς, και νυν ό Ραψομανίκης

Ραψομανίκης :Ο Γεώργιος Θεοτόκης

καί Τσηριγώτης Περικλής,

 ους υμείς, κκ. Σύμβουλοι, θαυμάσατε και εν τη ευθυκρισία σας θεωρήσατε να αποστείλετε αναλώσασα του Δήμου εις ευρύτερα εκπαίδευση είναι πλάσματα, μαθηταί του κ. X. Παχύ, ό Καλλιτέχνης ούτος καθ’ όλες τας γενομένας Εκθέσεις Παγκοσμίους τε και Εθνικάς, τίμησε την όλην και την ιδιαιτέρα Πατρίδα, τυχών πάντοτε χρυσών και αργυρών βραβείων. 0 κ. Παχύς έκτος της εν τω Εκπαιδευτηρίω μου διδασκαλία; διατηρεί, ως άνω έλεγαν, έτι αθορύβως σχολήν εν τω οίκω του και εν τη σχολή ταύτη εργάζεται επίσης αφιλοκερδώς, ως οι νυν αρχίσαντες Μποκατζιάμπης καί Γιαλλινάς εάν ούτοι περιορίζονται να λαμβάνουν πα­ρά των μαθητών 3 φράγκα κατά μήνα, ό κ. Παχύς εργάζεται επί τω αυτό, επί ανωτέρω, ή και επί ουδενί μισθό. Ουδεμία δε απαίτηση θα είχε παρά του Δήμου ό κοινωφελής ούτος Καλλιτέχνης, εάν αν μη αναγνώσει τα Πρακτικά μας έβλεπε, ότι δι’ ιδιαιτέρων ενεργειών ερίχθει εις το Συμβούλιο ή πρόταση,  όπως δοθεί ιδιάζουσα προστασία εις την ιδιωτική σχολή των Μποκατζιάμπη καί Γιαλλινά. Εντεύθεν νόμισαν, ότι είχε και αυτός δικαίωμα και δικαίωμα στηριζόμενο επί πολλών ομολογουμένων καρπών, να αίτηση παρά του Δήμου ιδιαιτέρα προστασία. Παρουσί­ασε λοιπόν επί τούτω αναφοράν, ην παρακαλείται ο κ. Δήμαρχος να αναγνώσει

 Ερωτώ, Κύριοι, Υμάς

εν τίνα δικαίωμα θά απορρίψομε την αίτησιν και του πατριώτη μας τούτου ; Ας το ειπούμε  καθαρά, το ζήτημα πρόκειται περί υποστηρίξεως προσώπων. Αλλ’ επιτρέπεται άραγε εις εμάς να πράξωμεν τούτο επιβλαβή συμπολίτου μας, δια­πρεπούς καλλιτέχνου, οικογενειάρχου και μεγάλως Υπηρετήσαντος την Πατρίδα ;

Προς αποφυγήν λοιπόν των τοιούτων άτοπων προτείνω, Κύριοι, η να συστήσει ο Δήμος ιδιαιτέ­ραν Καλλιτεχνικήν σχολή χάριν των Εργατών και να φροντίσει εσκεμμένα περί των προσώπων των δυναμένων να διευθύνουν ταύτη, η εάν θέλε­τε να προστατεύετε διά του Δήμου την ιδιωτική σχολή του Μποκατζιάμπη και Γιαλλινά, συμπεριλάβετε τουλάχιστον εις την προστασίαν ταύτη και τον Καθηγητή X. Παχύν.

0 κ. ΔΗΜΑΡΧΟΣ, ανακινεί ότι αίτησις σχετιζομένη προς το υπό συζήτησιν αντικείμενο υπε­βλήθη και παρά του κ. X. Παχύ.

Ενστάσεις ακολούθησαν.

Ο κ. ΒΛΑΧΟΣ διαμαρτυρόμενος εντόνως, κατά της αδίκου ταύτης ενστάσεως, ως αποβλεπούσης είς προσωπική υποστήριξη, αναχώρησε.

 

Σ. Σ. Σ. Πολλοί εκ των κ. Δημ. Συμ­βούλων δέν εντρέπονται να λέγουν ότι, εις την γνωστή υπόθεση των κκ. Μποκατζιάμπη καί Γιαλλινά εψήφισαν υπέρ αυ­τής, διότι πιέστηκαν παρά των φίλων των. Μεγαλύτερη βλακεία βεβαίως δεν περιμένον να ακούσει το κοινό όπως δήθεν δικαιολογηθούν.

 

 

 

 

 

O Kaiser Wilhelm II διατάσσει να φτιαχτεί η όπερα “KERKYRA”

Από το βιβλίο WESTERMANS MONATSHEFTE  σελ.470[i]

 

Η όπερα αυτή μπορούμε να πούμε ότι θεωρείται αδικημένη καθότι παίχτηκε ελάχιστες φορές στη Γερμανία, εξαιτίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του Κάϊζερ. Έκτοτε δεν ξαναπαίχτηκε ποτέ

Στο βιβλίο «Τα απομνημονεύματα του Κάιζερ Γουλιέλμου ΙΙ. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ» Μετάφραση Στέφανου Αγάθου σελ.51 γράφει:

Ένας άλλος φιλοξενούμενος μου, που είχε επίσης παραδοθεί εντελώς στην απόλαυση της διαμονής του  και στην ατμόσφαιρα της ελληνικής αρχαιότητας, ήταν ο Γενικός Διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου Κόμης  Hulsen-Haseler.

Count Georg von Hülsen-Haeseler (1858 – 1922), the artistic director of the Prussian Royal Theatre.

Όλες οι χορδές της λεπτής, ευαίσθητης ποιητικής και καλλιτεχνικής φύσης του δονούσαν σε πλήρης συγχορδίες, όταν μπορούσε να απολαύσει τη μεγάλη συμφωνία του τόπου σε ανενόχλητη ησυχία. Συχνά πήγαινε μαζί μου περίπατο στους κήπους και στις ταράτσες παρατηρώντας κάθε μια ωραία εικόνα και κάθε ένα  από τα διάφορα χρωματιστά λουλούδια, μέχρι που μια μέρα μου πρότεινε, πως αυτή η θαυμάσια ομορφιά θα έπρεπε να παρουσιαζόταν και στους βερολινέζους, τουλάχιστον σα ζωγραφικό σκηνικό. Από αυτήν την ιδέα εξελίχθηκε μετά το σχέδιο για το θεατρικό έργο «Κέρκυρα», στο οποίο φυσικά ενσωματώθηκε και ο χορός των κορφιάτισσων,

αφού πρώτα ο κόμης τον είχε δει συχνά και σπουδάσει. Η Πριγκίπισσα Viktoria-Louise  

Η Πριγκίπισσα Viktoria-Louise με Κερκυραϊκή ενδυμασία.

του πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες γιατί κατέχει μια μεγάλη επιδεξιότητα όσο αφορά ρυθμό και μελωδία και είχε μάθει πολύ γρήγορα τον καθαυτό δύσκολο χορό. Έτσι αναπτύχθηκε το έργο βαθμιαία, μέχρις ότου-και ιδιαίτερα με μια αναπαράσταση του ναού από τον καθ. Δοέρπφελντ και μ’ ένα υπέροχο εναλλασσόμενο σκηνικό-μπορούσε να παρουσιαστεί σε τελειότητα στο κοινό του Βερολίνου. Η αυτοκρατόρισσα κι εγώ δεν παραμελήσαμε ποτέ, όταν ήταν κάπως δυνατό, να παρακολουθήσουμε την παράσταση.

Πορτρέτο του Wilhelm Dörpfeld.

 

Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία της όπερας “Kerkyra” To λιμπρέτο ανατέθηκε στον Joseph Lauff, ποιητή και δραματουργό.

Την μουσική ανέλαβε ο Josef Schlar Βασιλικός συνθέτης και μαέστρος. Καλλιτέχνες από την Γερμανία ήλθαν στην Κέρκυρα για να μελετήσουν τον Κερκυραϊκό χορό καθώς ο Κάιζερ διέταξε αυτός  να είναι το κύριο μπαλέτο της όπερας.

Ο Rachael Langford στο βιβλίο του:Textual Intersections: Literature, History and the Arts in Nineteenth-Century Europe, γράφει: …Επίσης στο Βερολίνο στις 15 και 18 Ιανουαρίου του 1913, ένα έργο, επί πλέον, αναβιώνει τον  χαρακτήρα της Αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας, διότι έλαβε χώρα με την παρουσίαση μιας τραγωδίας που ονομάζονταν «Kerkyra».Αυτό το μουσικό δράμα, με ποιητή τον Joseph_Lauff έχει έναν απελευθερωμένο αρχαϊκό χαρακτήρα. Χωρίζονταν σε δύο πράξεις, η πρώτη αφορούσε την ιστορία της αρχαίας Κέρκυρας και η δεύτερη ήταν μια σύγχρονη ιστορία. Η απόδοση του αρχαιοελληνικού μέρους σε αυτές τις παρουσιάσεις επιδίωκε  να έχει ένα πνεύμα αυθεντικότητας, καθώς η ποίηση διαβάζονταν στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα, τα θεατρικά σκηνικά παρομοίαζαν με αυτά που υπήρχαν στο αρχαιοελληνικό θέατρο, η μουσική ήταν, όσο  μπορούσε πιο υποθετικά, κοντά στην αρχαιοελληνική και τα όργανα ήταν παρόμοια με εκείνα των αρχαίων.

Την Αρχαία Ελληνική γλώσσα στην ποίηση ανέλαβε ο αρχαιολόγος Wilhelm Dörpfeld.

 Η μεγαλοπρεπής παράσταση έγινε στα επίσημα γενέθλια του Κάιζερ. Τότε στους θεατές μοιράστηκε το πιο κάτω πρόγραμμα:

Για την παράσταση θα παρουσιάσουμε τρείς δημοσιεύσεις:

1)Η Εφημερίδα «Σκριπ» δημοσιεύει το ακόλουθο άρθρο:

Βερολίνο 16 Ιανουαρίου (Ιδ. Ανταπόκρισις «Σκριπ» Επί τη ευκαιρία των γενεθλίων του Αυτοκράτορος Γουλιέλμου, εδόθη εις την Βασιλικήν Όπεραν του Βερολίνου το νέον μελόδραμα «Κέρκυρα» του μουσουργού Ιωσήφ Σλάρ, στεφθέν υπό μεγάλης επιτυχίας.

Το έργον διαιρείται εις δύο πράξεις. Η πρώτη τούτων παίζεται κατά την αρχαιότητα κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η νίκη των Κερκυραίων εορτάζεται δια χορών και ασμάτων εν τω Ναώ. Ο συνθέτης Σλαρ συνεδύασεν αρχαίον Ελληνικόν ύμνον μετά του Πρωσσικού εθνικού ύμνου, ον έψαλλεν ο χορός της Βερολινείου Μητροπόλεως ευρισκόμενος επί της γαλαρίας του θεάτρου, καθ’ όν χρόνον επίσης ο χορός του θεάτρου έψαλλεν επί σκηνής παιάνας για την Ελληνικήν σοφίαν.

Η Δευτέρα πράξις παίζεται εις την σημερινήν Κέρκυραν. Μεγίστην ενεποίησαν εντύπωσιν κατά την πράξιν ταύτην αι σκηνοθεσίαι μήκους περίπου πεντακοσίων μέτρων αξίας τριάκοντα χιλιάδων μάρκων. Αναπαριστώσι τας ωραιότατας τοποθεσίας της Κέρκυρας και εικόνας τινάς εκ του Αχιλλείου. Ωραία είναι η σκηνή καθήν όμιλος αρχαιολογικού  καραβανιού συνομιλεί με τους Κερκυραίους και εκθειάζει εις αυτούς τα θαυμάσια τοπία της νήσου και τους κεκρυμμένους θησαυρούς εις την γην αυτής μοναδικούς θησαυρούς τέχνης. Λαϊκοί χοροί της Κέρκυρας εχορεύθησαν τελειότατα υπό τους ήχους της ορχήστρας παιανιζούσης Ελληνικάς μελωδίας.

Ο Κάιζερ ήτο κατενθουσιασμένος με την μεγάλην επιτυχίαν του έργου, οφειλομένου εις την έμπνευσιν Αυτού ίσως και στην συνεργασίαν Του. Η όλη εντύπωσις ήτο γενικώς αρίστη και κατέδειξε τον ενθουσιασμόν του Γερμανού Αυτοκράτορος με την νήσον των Φαιάκων.

Φωτογραφία σκηνικού

Φωτογραφίες του μπαλέτου

2) The New York Times:

Το άρθρο αυτό με ημερομηνία 1/2/1913 αναφέρεται στην μεγαλοπρέπεια της ημέρας καθότι από το πρωί στους δρόμους του Βερολίνου, τα κτήρια είχαν και αυτά σημαιοστολιστεί. Όλο το θέατρο έλαμπε από χρώματα και επίσημοι από όλες τις χώρες συμμετείχαν στον εορτασμό παρακολουθώντας την όπερα «Kerkyra». Στην συνέχεια αναφέρει μακρύ κατάλογο παρευρισκομένων προσκαλεσμένων του Κάιζερ.

3) Άρθρο του περιοδικού WESTERMANS MONATSHEFTE  

Το πλήρες πρόγραμμα που δόθηκε στην παράσταση και περιλαμβάνει σχολιασμό των Wilhelm Dörpfeld, Joseph_Lauff και Josef Schlar.

Καλά θα ήταν τα μουσικά σωματεία του τόπου μας να έκαναν μια έρευνα σε διάφορα μουσικά  αρχεία μήπως και εύρισκαν της σχετικές παρτιτούρες και μπορέσει να ξαναζωντανέψει η όπερα αυτή που γράφτηκε για το νησί μας.

 

 

[i], [i][i]   Πολλές ευχαριστίες στον φίλο Stefan Unkelbach  για την πολύτιμη βοήθειά του στην έκδοση του άρθρου αυτού.

 Many thanks to my good friend Stefan Unkelbach for his valuable help in the publication of this article.

 

Ο Corrado Pergolesi και το Δημοτικό Θέατρο Κερκύρας.

Με την ευκαιρία του χτισίματος και το τελείωμα του Δημοτικού Θεάτρου η εφημερίδα «Ακρόπολης» τις 19 Ιανουαρίου 1902 δημοσιεύει λεπτομερή ιστορική και τεχνική περιγραφή.

Το 1893 ο Δήμαρχος κ.Μ.Θεοτόκης αφού έλαβε και τη θετική ψήφο του Δημοτικού Συμβουλίου προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύνταξη σχεδίου ανέγερσης νέου Θεάτρου. Στο διαγωνισμό πήραν μέρος ο μηχανικός Πατρών κ.Ζέσος και ο από την Αγκώνα  Ιταλίας αρχιτέκτονας Corrado Pergolesi.

Corrado Pergolesi

 

 Το σχέδιο που εγκρίθηκε ήταν του Pergolesi και επαινέθηκε από το σχετικό τμήμα του Υπουργείου Εσωτερικών.

Οι εργασίες άρχισαν τον Ιούλιο του 1893 σε οικόπεδο λίγο πιο έξω από την άλλοτε Porta Reale. Η δαπάνη κατά τον προϋπολογισμό ανήλθε σε 564.000 δρχ σε επιφάνεια γης 1900 τ.μ. και ύψος θεάτρου 15 μέτρων. Τελικά όλη δαπάνη ανήλθε σε 987.000 δρχ. για πρόσθετα έργα (αύξηση της χωρητικότητας από 1900 τ.μ. σε 2465 τ.μ. κι αύξηση του ύψους στα 21 μέτρα).Σε όλα αυτά προστέθηκε και η αποζημίωση του εργολάβου για ζημιές που προέκυψαν στο κτήριο λόγω της διακοπής των έργων.

Καίτοι η δαπάνη φαίνεται πολύ μεγάλη, αλλά εάν ληφθούν υπόψη οι όροι που εργάστηκε ο Pergolesi και οι δυσχέρειες  που είχε να παλέψει ανεξάρτητα της θελήσεώς του, η δαπάνη μπορεί να θεωρηθεί λογική και ανάλογη με τη λαμπρότητα και την τεχνική του έργου,  όμοιο του οποίου και στην  Ευρώπη που τα υλικά είναι πιο φτηνά.

Το εξωτερικό σύνολο του κτηρίου είναι ωραιότατο .Η πρόσοψη είναι εστεμμένη με ένα καλλιτεχνικό σύμπλεγμα του Απόλλωνα και των Μουσών, Ελληνο-ρωμαϊκής επίδρασης.

Μεγαλοπρεπής και μαρμάρινη η σκάλα οδηγεί στο ευρύτερο προαύλιο του θεάτρου στο οποίο οδηγούν και η δεξιά και η αριστερή είσοδος ώστε να δέχεται και επισκέπτες με άμαξες.

 Από παντού οι κλίμακες οδηγούν στα διάφορα διαμερίσματα του Θεάτρου μέσω ευρύχωρων  διαδρόμων πλουσιότατα διακοσμημένων. Αίθουσες μεγάλες με πολυάριθμες ζωγραφισμένες παραστάσεις ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας.

Επειδή ,όπως θα άξιζε, πράγματι να εξετάσουμε ένα προς ένα τα διάφορα διαμερίσματα του θεάτρου θα παραμείνουμε στην τεχνική περιγραφή.

Η πλατεία είναι ελαφρά κυκλοειδής , σαν πέταλο, με μήκος 14 μέτρα, πλάτος 12 και περιέχει 200 θέσεις ήτοι 42 έδρες α! σειράς ,89 δευτέρας και 70 τρίτης. Η ευρυχωρία των θέσεων είναι τέτοια ώστε σε έκτατη κοσμοσυρροή οι θέσεις δύνανται να γίνουν 400. Η άνεση κυρίως στις έδρες α! σειράς εξαιρετική. Προ της πλατείας επί επιπέδου χαμηλότερου είναι 40 θέσεις για την ορχήστρα. Γύρω από την πλατεία τρεις σειρές θεωρείων, ευρύχωρων γεμάτα με χρυσαφένια ανάγλυφα διακοσμητικά, εξέχουν πολύ λίγο για να είναι η σκηνή ελεύθερη στα βλέμματα όλων. Η συμμετρία των θεωρείων με τη σκηνή είναι εξαιρετική.

Μια ιδιάζουσα  γραμμική αρμονία δεσπόζει στο θέατρο. Πάνω από τα θεωρεία, απέναντι από τη σκηνή το υπερώο μπορεί να περιλαμβάνει άνετα 400 θεατές οι οποίοι ανεβαίνουν με ξεχωριστή σκάλα ανεξάρτητη από τα λοιπά διαμερίσματα του θεάτρου. Ο θόλος της πλατείας εξαιρετικά ζωγραφισμένος με παραστάσεις της αρχαίας μυθολογίας και Ελληνικά τοπία. Το άνοιγμα της σκηνής έχει μήκος 12 και ύψος 14 μέτρων η δε σκηνή μήκος 25, ύψος 22 και βάθος 30, σε τρόπο ώστε να παίζονται θεαματικότερα και μεγαλοπρεπέστερα μελοδράματα. Οι μηχανισμοί των σκηνικών με τα τελειότερα μέσα. Πάνω από τη στέγη της πλατείας υπάρχει ευρύχωρη οροφή με εξαιρετικό φωτισμό για να ζωγραφίζονται τα σκηνικά

 Το Βασιλικό θεωρείο βρίσκεται στην δεύτερη σειρά των θεωρείων, πρώτο αριστερά στα βλέποντα τη σκηνή. Είναι ευρύχωρο και πλούσια διακοσμημένο έχοντας τον κύριο θάλαμο και δευτερεύοντα χώρο και με ξεχωριστή είσοδο ανεξάρτητη των υπολοίπων διαδρόμων του θεάτρου.

Όπισθεν  της πλατείας στη πρώτη σειρά των θεωρείων υπάρχουν δύο πλατιές εξέδρες (Στο πλάτος τριών θεωρείων) που μπορούν να συμπεριλάβουν πολλούς θεατές. Έκαστο θεωρείο έχει μικρό χώρο υποδοχής με καθρέπτη και λοιπά είδη τουαλέτας.

 Στο θέατρο υπάρχει μεγάλη αίθουσα σαλόνι , χωρητικότητας 150 τ.μ. έξι  άλλες  αίθουσες , τρεις μικρότερες γύρω από το μεγάλο σαλόνι  και επί πλέον έξι μικρότερες , όλες πλουσιότατα επιπλωμένες , ζωγραφισμένες και διακοσμημένες .

Επίσης υπάρχουν αίθουσες καφέ και καπνιστηρίου, τρεις  αίθουσες αποκλειστικά για κυρίες και 18 δωμάτια για τους ηθοποιούς που βρίσκονται γύρω-γύρω από τη σκηνή, όπως   κι  ευρύχωροι διάδρομοι με πολλές εξόδους κινδύνου, αλλά, και δεξαμενή νερού που ήταν συνεχώς γεμάτη με πλατύ δίκτυο αγωγών εξασφάλιζαν  το κτήριο από κάθε ενδεχόμενο δυστυχήματος.  Έτσι περιγράφεται ο εσωτερικός πλούτος του Νέου Δημοτικού Θεάτρου Κερκύρας.

Η εξωτερική όψη του κτηρίου με τον θόλο, είναι ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής όπως αποτυπώθηκε στο σχέδιο του Pergolesi.

Χάριν όμως οικονομίας ο εργολάβος υποχρεώθηκε από τον Δήμο να γκρεμίσει τελικά το θόλο αυτόν με έξοδα δικά του και να φτιάξει ένα καλλιτεχνικό σύμπλεγμα προκειμένου να καλυφθεί η ασχήμια που είχε προκύψει.  

Ιδού σε γενικές γραμμές το Νέο Θέατρο του οποίου ευχόμαστε να λάβει γερά μέτρα ο Δήμος, διότι επανειλημμένα γράψαμε ότι η Κέρκυρα μόνο με τη προσέλκυση ξένων θα αναστηθεί και το θέατρο ίσως μετά από χρόνια αποτελέσει ισχυρό μαγνήτη γι’ αυτό.

Λίγα λόγια για τον μηχανικό του θεάτρου  Pergolesi.

O Corrado Pergolesi από την Αγκώνα μηχανικός-αρχιτέκτων με δίπλωμα μαθηματικού, είναι εκ των διαπρεπέστερων Ιταλών μηχανικών. Από το 1858 μέχρι σήμερα δούλεψε στις κυριότερες Ιταλικές πόλεις σε κτήρια δημόσια και ιδιωτικά, θέατρα, φρούρια, σιδηροδρόμους, υδραυλικά κ.λ.π έργα, αναρίθμητα, μεγάλης επιστημονικής αξίας. Θα γεμίζαμε πάρα πολλές στήλες της «Ακρόπολις» εάν αναφέραμε ένα προς ένα τα έργα αυτά. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε το ιλιγγιώδη ποσό των 230 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων τα οποία έφθασε η αξία των κατασκευασμένων από αυτόν έργων. Ήδη πρόκειται να αναλάβει την ανοικοδόμηση του μεγάλου θεάτρου στο Κάιρο.

O Pergolesi πέθανε στην Κέρκυρα το 1914. Ένας απέριττος  και απεριποίητος τάφος βρίσκεται στο Καθολικό Νεκροταφείο της Κέρκυρας.

 

                                                                                                                                                                                                                                                          

 

 

    «Πάσχα Ρωμέικο» 

 

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Πάσχα Ρωμέικο» πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10 Απριλίου του 1891 στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον», με τον υπότιτλο «σύγχρονος ηθογραφία». Το πρώτο αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη, έχει ως ήρωα ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον φιλόθρησκο και φιλέορτο Κερκυραίο μπαρμπα-Πίπη, φίλο και συμπότη του συγγραφέα στα μπακάλικα του Ψυρρή.

    Ο μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς. 
    Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν “η εφτακρατόρισσα της Αούστριας”. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). 
    Είχε γνωρίσει επίσης τον “Σόλωμο” (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα: 

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη 
πού εκρουβόταν για μας λευτεριά; 
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει 
και σκορπιέται σε κάθε μεριά. 

    Ο μπάρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον Έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους. 
    «Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Ουδ' η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν. 
    Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρεν τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ε ν ά ν τ ι ο ς υψίστοις». Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ε ν ά ν τ ι ο ς, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ε ν ά ν τ ι ο ς υψίστοις!» 
    Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών.Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου... 

    Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 1889  περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν. 
    Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας. 
    Ήτο ο μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κι ευφρανθή η ψυχή του. 
    Και όμως ήτο... δυτικός! 
    Ο μπάρμπα-Πίπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί. 
    Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα. 
    Ο μπάρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πίπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους. 

    Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς. 
    Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. 
    Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον. 
    Ο μπάρμπα-Πόπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνίως· 
    - Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις... 
    Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν,ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην. 
    - Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν. 
    - Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πίπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου. 
    - Και δεν πας αλλού να το φουμάρεις, ρε; απήντησεν αναιδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου! 
    - Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα; 
    - Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες. 
    Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. 
    Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν. 
    - Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα. 
    Ο χωρικός εκάγχασε. 
    - Στον Περαία; στον Άη-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι; 
    - Απ' την Αθήνα. 
    - Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες, ν' ακούσης Ανάσταση; 
    - Έχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πίπης. 
    Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν· είτα επανέλαβε· 
    - Να φχαριστάς, καημένε... 
    Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του. 
    - Να φχαριστάς, καημένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα! 
    Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν. 
    - Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε...δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά. 
    - Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε... 
    Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος. 
    Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. 

    Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο. 
    Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.

"Ερευνώντας το παιδικό παραδοσιακό τραγούδι στην Κέρκυρα"

Ζωή Διονυσίου:Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1972. Σπούδασε Παιδαγωγική (Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών ΑΠΘ) και Μουσική (Πιάνο, Ανώτερα Θεωρητικά και Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική). Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Institute of Education του Πανεπιστημίου του Λονδίνου ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και του Συλλόγου «Οι φίλοι της μουσικής», από όπου έλαβε Μεταπτυχιακό (MA) και Διδακτορικό Δίπλωμα (PhD) στη Μουσική Παιδαγωγική με επιβλέποντα καθηγητή τον Prof. Keith Swanwick. Από τον Οκτώβριο του 2002 διδάσκει Μουσική Παιδαγωγική στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.

 

Ερευνώντας το παιδικό παραδοσιακό τραγούδι στην Κέρκυρα

 

Ζωή Διονυσίου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιονίου Πανεπιστημίου

 

Περίληψη

 

Τα ελληνικά παραδοσιακά παιδικά τραγούδια (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, παιχνιδοτράγουδα, κάλαντα, εθιμικά, διδακτικά και σκωπτικά τραγούδια) αντικατοπτρίζουν ποικιλοτρόπως τη σχέση του παιδιού με το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον, αντανακλώντας βιώματα, αντιλήψεις και τον τρόπο του «υπάρχειν» σε μία παραδοσιακή κοινωνία. Η εργασία εστιάζει στο Κερκυραϊκό παιδικό τραγούδι μέσα από βιβλιογραφική και επιτόπια εθνογραφική έρευνα.

 

 

Εισαγωγή

 

Τα παραδοσιακά παιδικά τραγούδια ορίζονται ως τραγούδια που προέρχονται από παιδιά ή απευθύνονται σε αυτά. Συναντιούνται σε όλους τους πολιτισμούς, καθώς πρόκειται για ανάγκη μουσικής έκφρασης των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων προς τα παιδιά, που υποδηλώνει την αβίαστη ένταξή τους στη μουσική κουλτούρα και το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον. Στην ελληνική λαογραφική-εθνομουσικολογική έρευνα το παιδικό παραδοσιακό τραγούδι δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους λαογράφους και εθνομουσικολόγους, με εξαίρεση τα νανουρίσματα και τα κάλαντα, που είναι σε μεγάλο βαθμό καταγεγραμμένα. 

         Στην παρούσα εισήγηση επιχειρούμε μία μουσικοπαιδαγωγική προσέγγιση στον παιδικό λαϊκό μουσικό πολιτισμό. Προτείνουμε μία κατηγοριοποίηση του παιδικού παραδοσιακού τραγουδιού που βοηθά στην εκπαιδευτική χρήση του υλικού. Τέλος εξετάσουμε πώς εμφανίζονται τα παιδικά τραγούδια στην Κερκυραϊκή παράδοση στις υπάρχουσες λαογραφικές και εθνομουσικολογικές συλλογές και μέσα από τη δική μας επιτόπια έρευνα.

        

1. Παράδοση και νεωτερισμός στη λαϊκή μουσική: μία συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενη σχέση

 

Οι πρώτες συλλογές δημοτικών τραγουδιών εκδόθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα από Φιλέλληνες, που σκοπό είχαν να υποστηρίξουν και να αναδείξουν τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία στην υπόλοιπη Ευρώπη.[1] Σταδιακά σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, Έλληνες λόγιοι άρχισαν να συλλέγουν και να εκδίδουν συλλογές δημοτικών τραγουδιών ακολουθώντας τις ιδεολογικές γραμμές του ρομαντισμού που καλλιεργήθηκαν από τους προηγούμενους καταγραφείς.[2] Η διαμόρφωση της επιστήμης της ελληνικής Λαογραφίας στις αρχές του 20ου αιώνα οριοθέτησε εν πολλοίς το περιεχόμενο της Ελληνικής παράδοσης, και πρόσφερε βασικές μεθοδολογικές κατευθύνσεις και εργαλεία. Συνέλεξαν όμως μόνο ή κυρίως τους στίχους των τραγουδιών, η μουσική και ο χορός παραμελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.[3]

            Από τη θέσπιση της ελληνικής Λαογραφίας εκφράστηκαν δύο κυρίαρχες τάσεις σχετικά με το αν τα δημοτικά τραγούδια είναι «προϊόντα της φύσης» ή «προϊόντα τέχνης». Η πρώτη άποψη εκφράστηκε από ερευνητές που θεωρούσαν τα δημοτικά τραγούδια ως αυθόρμητα φυσικά δημιουργήματα της ψυχής του λαού, χωρίς να διαποτίζονται από την αίσθηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Πολίτης, Fauriel, Μέγας, Αποστολάκης, Πετρόπουλος, Ρωμαίος κ.ά.), μία θέση που έχει τις απαρχές της στις ρομαντικές απόψεις περί της «θεωρίας των επιβιωμάτων» από την ελληνική αρχαιότητα.[4] Η δεύτερη άποψη, που χαρακτήριζε τα δημοτικά τραγούδια ως «καλλιτεχνικά δημιουργήματα», υιοθετήθηκε από τους: Samuel Baud-Bovy,[5] Στίλπων Κυριακίδη,[6] Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ[7] και Άλκι Κυριακίδου-Νέστωρος[8]. Οι ερευνητές αυτοί αντιμετώπισαν τον λαϊκό πολιτισμό στη σύγχρονή του διάσταση και τον κατέγραψαν σε συνάρτηση με τη «χρήση και λειτουργία» του στη ζωή των ανθρώπων.[9]

            Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα Δημοτικά ή παραδοσιακά τραγούδια είναι μορφή έκφρασης και τέχνης, που δημιουργούνται από τα ταλαντούχα μέλη μιας κοινωνίας, τα οποία συνδιαμορφώνουν, παραλλάσσουν και μεταδίδουν τα παλαιότερα προϊόντα με ένα σύστημα «ελευθερίας-υπό-όρους», όπου η προσωπική δημιουργία φιλτράρεται μέσα από τη συλλογική ταυτότητα.[10] Η «διατήρηση του αυθεντικού» και οι προτάσεις «νεωτερισμών» στον παραδοσιακό πολιτισμό είναι έννοιες παράλληλες, καθώς το παλιό συνυπάρχει με το νέο μέσα από ένα δημιουργικό διάλογο που δίνει πνοή και συνέχεια στη μουσική παράδοση κάθε τόπου. Η παραδοσιακή μουσική έχει θέση στη σύγχρονη κοινωνία όχι ως απομεινάρι του παρελθόντος, ή ως προϊόν ιστορικής ή ιδεολογικής φόρτισης, αλλά γιατί είναι μια εκφραστική τέχνη που μετουσιώνει υλικά και άυλα μουσικά, ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κάθε κοινωνίας.[11] Με αυτό το σκεπτικό από κάθε λαϊκή μουσική παράδοση μένει ζωντανό μόνο ό,τι είναι χρήσιμο, ό,τι ανανεώνεται και φιλτράρεται μέσα από τις σύγχρονες ανάγκες και δεδομένα των ανθρώπων.

 

2. Μια προτεινόμενη κατηγοριοποίηση του παραδοσιακού παιδικού τραγουδιού

 

Τα παιδικά παραδοσιακά τραγούδια παραλλάσσονται με το πέρασμα των χρόνων, όπως άλλωστε και αυτά των ενηλίκων. Διατηρούν όμως μία άμεση σχέση με τη ζωή, καθώς περιλαμβάνουν ρεπερτόριο που εντάσσεται στον κύκλο της ζωής (γέννηση, παιδική ηλικία, αγάπη, γάμος, τεκνοποίηση, εργασία, θάνατος) και στον κύκλο του χρόνου (εποχές του χρόνου, γιορτές, μήνες, εργασίες). Οι βασικές κατηγορίες των ελληνικών παραδοσιακών παιδικών τραγουδιών που έχουμε εντοπίσει είναι:

 

α) Νανουρίσματα: το σιγανό τραγούδι της «μάνας» προς το παιδί για να το ηρεμήσει, ή να το οδηγήσει στον ύπνο. Συχνά αυτοσχεδιαστικό, συναντάται σε παγκόσμια κλίμακα, μια που εκτός από συναισθηματική καλλιέργεια και ανακούφιση στο βρέφος, μεταφέρει κοινωνικά, πολιτισμικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά και αποτελεί μία σπάνια επικοινωνία του γονιού με το παιδί.

 

β) Ταχταρίσματα – παινέματα ή κανακέματα: τραγούδια που έχουν σκοπό να ενεργοποιήσουν το βρέφος, να προωθήσουν την επικοινωνία του ενήλικα με το βρέφος και να συμβάλλουν στην κινητική του ανάπτυξη (συντονισμό, αίσθηση ρυθμού, ενεργοποίηση του σώματος, κλπ.).

 

γ) Παιχνιδοτράγουδα: προτεινόμενη ορολογία που δεν έχει εντοπιστεί έως τώρα σε κάποια λαογραφική συλλογή. Αφορά τραγούδια που συνοδεύονται από παιχνίδια. Αναφέρονται μαζί με τα Εθιμικά ως «Κυρίως παιδικά τραγούδια», ή «Παιδιαί».[12] Τα παιχνιδοτράγουδα στη βιβλιογραφία αντιμετωπίστηκαν ελλιπτικά: είτε παραμελήθηκε η παιχνιώδη τους διάσταση και καταγράφονται ως παιδικά τραγούδια, είτε παραμελήθηκε η μουσική τους διάσταση και καταγράφονται ως παιχνίδια. Εμείς υποστηρίζουν τη διττή εκφραστική τους διάσταση, καθώς στην παιδική ηλικία η κίνηση - ως ελεύθερο ή συντονισμένο παιχνίδι - είναι προϋπόθεση της μάθησης. Στα ελληνικά λαϊκά παιχνιδοτράγουδα εντοπίζουμε:

- Παιχνίδια λόγου - λογοπαίγνια: παροιμίες, γνωμικά, έναρξη αφήγησης παραμυθιών, δίστιχα, κλπ.

- Λαχνίσματα: παιχνιδοτράγουδα που χρησιμεύουν να ονοματίσουν ποιος από την ομάδα θα αρχίσει το κυρίως παιχνίδι πρώτος ή θα παίξει το ρόλο της «μάνας».

- Παιχνίδια με εμπλοκή μελών του σώματος: χρήση δακτύλων (χεριών, ποδιών), μελών του σώματος, κλπ. με στόχο την ανάπτυξη της λεπτής και αδρής κινητικότητας και γενικά τη σωματική ανάπτυξη.

- Παιχνίδια με αντικείμενα: παιχνίδια με χρήση αντικειμένων (μήλα, φρούτα, πέτρες, ξυλάκια, κότσια, κλπ.) που στοχεύουν στην κινητική ανάπτυξη.

- Ομαδικά στο χώρο μιμητικά-ελεύθερα: παιχνιδοτράγουδα τα οποία συνοδεύονται από μιμητική/περιγραφική κίνηση.

- Ομαδικά σε κύκλο: παιχνιδοτράγουδα σε κυκλική διάταξη, με στόχο την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.

- Ομαδικά σε διάλογο: σε δύο ομάδες που στέκουν αντικρυστά και κάνουν χρήση διαλόγων με σκωπτική, πειρακτική διάθεση.

 

δ) Κάλαντα - Αγερμοί: Πρόκειται για αρχαιοελληνικό και ρωμαϊκό έθιμο (calendae: νεομηνία, αγείρω: συγκεντρώνω χρήματα, κάνω έρανο). Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν κάλαντα για κάθε μήνα. Τα σύγχρονα κάλαντα συνδέονται με το Δωδεκαήμερο (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανείων), αλλά εδώ εντάσσονται και τα κάλαντα του Μάρτη, του Λαζάρου, της Λαμπρής. Τα κάλαντα λέγονταν από ανθρώπους κάθε ηλικίας, αλλά σταδιακά επικράτησε να τραγουδιούνται κυρίως από παιδιά.

 

[1]               Κάποιοι από τους Φιλέλληνες που συνέταξαν και εξέδωσαν συλλογές Ελληνικών τραγουδιών στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ο Claude Fauriel, 1824, ο Julius Griffiths, 1805, ο Pouqueville, 1813, ο Niccolo Tommaseo και ο Wernev von Haxthausen, 1814, κ.ά. Βλ. Α. Κυριακίδου-Νέστωρος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας: Κριτική ανάλυση, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1978/1986.

[2]           Οι πιο γνωστές συλλογές δημοτικών τραγουδιών στην Ελλάδα έως τις αρχές του 20ου αιώνα: L.A. Bourgault-Doucoundray, Trente melodies populaires de la Grece et dOrient, Paris, 1876-1897· Αντ. Σιγάλα,  Συλλογή Εθνικών Ασμάτων, 1880· Επ. Σταματιάδη, Σαμιακά, 1887· H. Pernot Rapport sur une mission scientifique en Turquie, Paris, 1888-89· Γ.Δ. Παχτίκος, 260 Δημώδη Άσματα από τους στόματος του Ελληνικού Λαού, 1905. Βλ. Μ. Μερλιέ, Η Ελληνική Λαογραφία στην Ελλάδα, εκδ. Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, Αθήνα, 1935: σ. 20.

[3]              Σε αυτές περιλαμβάνονται συλλογές των: Σιγάλα, Σταματιάδη, Pernot, Παχτίκου, Χατζιδάκη, Ψάχου & Marsick. Βλ. R. Gallop, 1935, «Folksongs of Modern Greece», Musical Quarterly, τχ. 21 (1935), σ. 94, 89-98.

[4]                 Α. Κυριακίδου-Νέστωρος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, ό.π.

[5]           S. Baud-Bovy, Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο, 1984/1996.

[6]           Σ. Κυριακίδης, Το Δημοτικό Τραγούδι: Συναγωγή μελετών, εκδ.: Ερμής, Αθήνα, 1990, σ. 59-66.

[7]               Μ. Λογοθέτη-Μερλιέ,  Η Ελληνική Λαογραφία στην Ελλάδα, ό.π.

[8]               Α. Κυριακίδου-Νέστωρος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, ό.π.

[9]               A.P. Merriam, The Anthropology of Music, εκδ.  Northwestern University Press, Evanston 1964.

[10]             Γ.Μ. Σηφάκης, Για μια ποιητική του Ελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988.

[11]             P.V. Bohlman, The Study of Folk Music in the Modern World, ό.π., σ. 13, 31-32.

[12]               Δ.Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1966/1978. 

--------------------------------------------------------------------------------

ε) Εθιμικά - μαγικολατρευτικά: τα τραγούδια των παιδιών που σχετίζονται με κάποιο έθιμο. Τραγουδιόταν τόσο από ενήλικες όσο και από παιδιά, αλλά σταδιακά τα περισσότερα πέρασαν στα χείλη των παιδιών. Στην κατηγορία αυτή συναντούμε:

- Της κούνιας ή αιώρας: Έθιμο με κρυφό νόημα του ζευγαρώματος.  Πραγματοποιούνταν την περίοδο της άνοιξης, κυρίως τη Δεύτερη μέρα της Λαμπρής, τη «Νια εβδομάδα», όταν παρέες εφήβων και νέων «έστηναν τις κούνιες» με συνοδεία γλεντιού σε διάφορες συνοικίες ή εκδρομές, για να ανεβούν οι ελεύθερες κοπέλες και να τραγουδήσαν.

- Επίκληση βροχής: σε πολλές περιοχές σε περιόδους ανομβρίας τα κορίτσια οργάνωναν το έθιμο της Περπερούνας. Ένα κορίτσι ντυνόταν «περπερούνα» τυλίγοντας  πράσινα κλαδιά γύρω από το κορμί της, ενώ η υπόλοιπη συντροφιά το οδηγούσε από σπίτι σε σπίτι, όπου οι νοικοκυρές της έριχναν λίγο νερό, για να «πιάσει βροχή».

- Τραγούδια της εργασίας: συχνά τα παιδιά στα τραγούδια τους μιμούνται επαγγέλματα των ενηλίκων, κάτι που σταδιακά τους εισήγαγε στον κόσμο της δουλειάς.

- Μοιρολόγια: τα μοιρολόγια σε κάποια μέρη περνούν στα χείλη των παιδιών συνδεόμενα με παιχνίδια.

- Πασχαλινά – Αναστάσιμα: τραγούδια της Λαμπρής που τραγουδιούνται και από παιδιά.

 

στ) Διδακτικά τραγούδια: τραγούδια που καλλιεργούν τη μνήμη (μνημονικά) και περιλαμβάνουν:

- Κλιμακωτά: με στίχο που προσθέτει κάθε φορά έναν άλλο χαρακτήρα ή δράση.

- Αριθμητικά: με στίχο που περιλαμβάνει αρίθμηση.

- Αλφαβητάρια: με στίχο που αναδεικνύει τα γράμματα της αλφαβήτου.

 

ζ) Σατυρικά – σκωπτικά τραγούδια: τραγούδια που συνήθως συνοδεύονται από κίνηση και προέρχονται από αποκριάτικα ή σατιρικά τραγούδια των ενηλίκων. 

 

3. Κερκυραϊκό παιδικό τραγούδι

 

Στην Κερκυραϊκή λαογραφία η Κέρκυρα διαχωρίζεται σε τέσσερις περιοχές, που ακολουθούν τον διοικητικό διαχωρισμό του νησιού από την εποχή των Ανδηγαυών: α) Γύρου (Βορειο-Δυτικά), β) Όρους (Βόρειο-Ανατολικά), γ) Μέσης και δ) Λευκίμης (Νότια). Στη λαογραφία της Κέρκυρας σώζονται πολλά κατάλοιπα της βυζαντινής περιόδου του νησιού σε παραλλαγές βυζαντινών τραγουδιών, σε βυζαντινά χωριά, σε ονόματα οικογενειών κ.ά., καθώς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και άλλων περιοχών πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα. Εντοπίζονται επίσης πολλά στοιχεία της Κρητικής δημοτικής ποίησης, λιγότερα στοιχεία από τα Δωδεκάνησα, από νησιά του Αιγαίου, Κύπρο, Μικρά Ασία κ.λπ., ενώ ακόμα λιγότερες επιρροές από την Ήπειρο, που αν και τόσο κοντά, η μουσική της παράδοση διαφέρει πολύ από την επτανησιακή.[1] Στη Νότια Κέρκυρα αναφέρονται ευρύτατα Κρητικές επιδράσεις σε πολλά άσματα. Στα βόρεια, σε μερικά χωριά του Όρους παρατηρούνται λίγες επιδράσεις από την Ήπειρο, ενώ στη Μέση Κέρκυρα μεγαλύτερες αφομοιωτικές τάσεις σε τραγούδια ξενόφερτα.[2] Οι μείζονες κλίμακες έχουν επικρατήσει στο νησί, ως δάνειο από την ευρωπαϊκή μουσική. Επικρατέστερος στίχος είναι ο πανελλήνιος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος.

         Τα περισσότερα Κερκυραϊκά άσματα φαίνονται να κατατάσσονται στις παραλογές, στα ερωτικά και σατιρικά άσματα. Απουσιάζουν εμφανώς τα κλέφτικα και πολεμικά τραγούδια,[3] ενώ υπάρχουν τραγούδια σε όλες τις άλλες κατηγορίες  δημοτικού τραγουδιού, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Πολίτη (ακριτικά, παραλογές, της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, νανουρίσματα, κάλαντα, του κάτω κόσμου, γνωνικά, εργατικά, περιγελαστικά).[4] Η έλλειψη κλέφτικων και πολεμικών τραγουδιών εξηγείται φυσικά από τη διαφορετική ιστορική και εθνική διάσταση του ελληνισμού, που προφανώς βίωσε η Κέρκυρα και τα Επτάνησα. Η αφοσίωση προς τον Ελληνισμό, έκδηλη στη Σολωμική και Επτανησιακή Σχολή, είναι παρούσα και στο Κερκυραϊκό δημοτικό τραγούδι, χωρίς όμως να ενστερνίζεται το πολεμικό και επαναστατικό πνεύμα της εποχής (αρματωλοί, κλέφτες, ιστορικά άσματα, κλπ.). Αλάνθαστο το λαϊκό τραγούδι καταδεικνύει ότι η Ελληνική Επανάσταση στην Κέρκυρα βιώθηκε διαφορετικά και μαρτυρεί, τη γνωστή, αν μη τι άλλο, κλίση των Κερκυραίων προς την ευχάριστη πλευρά της ζωής, που απέχει από τη βυζαντινή αίσθηση της χαρμολύπης και το μυστικισμό της ανατολής που συναντά κανείς στην υπόλοιπη Ελλάδα.

         Στις συλλογές τραγουδιών και λαογραφικού υλικού από το νησί της Κέρκυρας, στο μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφονται μόνο οι στίχοι. Η έλλειψη μουσικής σημειογραφίας οδηγεί τον σύγχρονο ερευνητή να αντιμετωπίσει τα τραγούδια μόνο ή κυρίως στιχουργικά, κάτι που αποκλίνει από την πραγματική τους χρήση. Παρακάτω εξετάσουμε παιδικά τραγούδια που έχουμε εντοπίσει σε συλλογές και μελέτες κερκυραϊκής λαογραφίας.

         Στις συλλογές των Αντώνη Μανούσου,[5] Σπύρου Καβάσιλα,[6] Ιωάννου Μπουνιά,[7]  Αλεξάνδρας Τζώρα,[8] και Γιάννη Καλαϊτζόγλου[9] δεν καταγράφεται κανένα τραγούδι που να ανήκει στο παιδικό ρεπερτόριο.

         Νανουρίσματα έχουν καταγραφεί σε Κερκυραϊκές συλλογές. Στη συλλογή του Γεώργιου Κοντού περιλαμβάνονται 4 νανουρίσματα, από τα οποία δύο έχουν τοπικό ενδιαφέρον, καθώς αναφέρονται σε τοπικούς αγίους και προσκυνήματα, στην Παναγιά Κασσωπίτρα και στον Άγιο Σπυρίδωνα. Αναφέρουμε το πρώτο:

«Νάνα σου μάτια, νάνα σου, και ναναρίσματά σου,

Κ’η Παναγιά η Δέσποινα μεσ’ στα προσκέφαλά σου,

Η Παναγιά η Δέσποινα, κι η Χρυσοκασσοπήτρα,

Να σου χαρίσει την υγειά οπού είναι λεημονήτρα».[10]

 

         Στη μελέτη της Μαλβίνας Σαλβάνου παρουσιάζεται ένα ιδιαίτερο νανούρισμα.

Νάνι, νάνι, νάνι του/ όσο νά’ρθει η μάνα του

Να του φέρει πέντε αυγά/ και την κότα την παχιά/ να τη φάει τη Λαμπριά

και τ’αρνί το παχουλό/ να το φάει το δειλινό.[11]

 

          Το παραπάνω νανούρισμα παρουσιάζεται από την Παναγιώτα Χρηστάρα ως νανούρισμα Κέρκυρας και Ερείκουσας ενδεικτικό της πιο απλής μουσικοποιητικής δομής που καταγράφεται στην ελληνική παράδοση.[12] Η μελωδία του ακολουθεί διτονικό χαρακτήρα, με το διάστημα τρίτης μικρής (ντο# - λα#). Η απλότητα του παραπάνου Κερκυραϊκού νανουρίσματος θυμίζει τα παιδικά τραγούδια που είναι μελοποιημένα σε τρεις νότες, χαρακτηριζόμενα ως «παιδική τριάς» («Kinderlied-terno»).[13] Το ελληνικό παραδοσιακό νανούρισμα ακολουθεί μια μουσικοποιητική διαδικασία από το απλό προς το σύνθετο, όσον αφορά τη μουσική έκταση, τον αριθμό των βαθμίδων της κλίμακας, το πέρασμα από έναν ελλιπή τρόπο διτονικού ή τριτονικού χαρακτήρα σε τρόπο διατονικό και στη συνέχεια χρωματικό, τον αριθμό των συλλαβών του ποιητικού στίχου, τον αριθμό κυματισμών της μελωδίας, τον αριθμό διαφορετικών διαστημάτων, την ποικιλία ή μη των ακραίων φθόγγων, την απλότητα ή σχετική πολυπλοκότητα του μέτρου στη μουσική, την ποικιλία στις χρησιμοποιούμενες διάρκειες.[14] Αυτός ο τύπος νανουρίσματος καταδεικνύει ότι το νανούρισμα είναι το πιο απλό αυτοσχέδιο και αρχετυπικό τραγούδι της μάνας προς το παιδί, που συνεχώς εξελίσεται στιχουργικά και μουσικοποιητικά.

         Στη συλλογή του Μαρτζούκου καταγράφεται ένα νανούρισμα,[15] και στη συλλογή του Πακτίτη 6 νανουρίσματα (ο ίδιος αναφέρει 19 νανουρίσματα, αλλά εμείς  αναγνωρίσαμε 6 νανουρίσματα και 13 ταχταρίσματα)[16]. Πέντε Νανουρίσματα καταγράφονται επίσης στη συλλογή του Τζήλιου[17].

         Ταχταρίσματα καταγράφονται: 13 από τον Πακτίτη, 1 από τον Λυκίσσα[18] και 8 από τον Τζήλιο[19]. Σε αρκετά Κερκυραϊκά ταχταρίσματα καταγράφονται οι συλλαβές «ται-ρι-ρι», «ράι-ρι-ρι», ή «τάι-ρα-ρα», η οποία είναι αυτοσχέδια συλλαβή που θυμίζει παρόμοιες νησιών το Αιγαίου (τα-ρι-ρι), αλλά όχι της ηπειρωτικής Ελλάδας (να-α-α, ω-ω, νάνι-νάνι, κλπ.).

Τάι ριρί τάι ριρί/ να’ναι η μπέμπα μας καλή

Έλα να την κάμω μά/ στο λαιμό και στην ελιά

Έλα να την κάνω μάκι/ στο λαιμό και στο χειλάκι.[20]

 

         Όσον αφορά τα παιχνιδοτράγουδα, καταγράφονται: 18 παιδικά τραγούδια από τον Πακτίτη, τα περισσότερα παιχνίδια λόγου, ομαδικά παιχνίδια, ή εθιμικά τραγούδια, χωρίς περιγραφή τρόπου παιξίματος. Από τον Ν. Αυλιανό καταγράφονται 4 λαχνίσματα και δύο παιχνιδοτράγουδα όπου εμπλέκουν μέλη σώματος.[21] Η πληρέστερη μελέτη, ως προς την κριτική έκδοση δημοτικών τραγουδιών, ταυτόχρονα με την ιστορική, λαογραφική και φιλολογική τους πλαισίωση, είναι η τετράτομη ανέκδοτη συλλογή του Σπύρου Τζήλιου που επικεντρώνεται στη μουσική παράδοση της Βορειο-Δυτικής Κέρκυρας. Ο Τζήλιος καταγράφει 7 παιδικά τραγούδια και παιχνίδια,[22] 2 παιχνίδια λόγου,[23] 9 παιδικά τραγούδια,[24] 4 παιχνιδοτράγουδα,[25] και 8 μικρά δίστιχα ως ευτράπελους διαλόγους. Στις παραπάνω συλλογές εντοπίσαμε πολλά παιχνίδια λόγου, λαχνίσματα, παιχνίδια με εμπλοκή μελών του σώματος, ομαδικά στο χώρο, σε κύκλο και σε διάλογο. Παραθέτονται κάποια παιχνιδοτράγουδα τοπικού ενδιαφέροντος:

 

«Ντίλι-ντίλι, ντόσα/ να πάμε στη μολόσα/ να φέρουμε λαλάκια/ ν’αλείψουμε τη γάτα».[26]

«Τσούκου τσουκάντε βαλιότα, τομπό/ τήρα, σούκα, δέκα και μπαλό, / σύρε συ να’ρθω κι εγώ»,

«Βερβιτσιόλα, δεκατσιόλα, ντελαράν, ντελαρούσα, δεν ανάβει, δεν απιάνει έτσι σπάθη και μονόβα και ταμπό, σύρε συ, να ‘ρθω κι εγώ».[27]

 

            Παραλλαγή του τελευταίου κατέγραψε η ερευνήτρια με τα παρακάτω λόγια:

 

«Μπερμπιτσιόλα Δεκατσιόλα ντουκάντε βασίβα-λο, κε-τη-ράβδα καταμπό, τήρα βέσα και μπαλό».[28]

           

         Στη σύντομη αυτή μελέτη δεν ασχοληθήκαμε με τα Κάλαντα, τα οποία καταγράφονται από τον Πακτίτη, τον Τζήλιο και άλλους ερευνητές. Στη μελέτη της Μαλβίνας Σαλβάνου παρουσιάζονται τα Κάλαντα του Λαζάρου, όπως καταγράφηκαν στους Αργυράδες Κέρκυρας. Ο Γεράσιμος Χυτήρης περιγράφει τρία σπάνια κάλαντα που φαίνονται να σχετίζονται με παιδιά: τα «Κάλαντα της Λαμπρής» («Λαμπριάτικα Κάλαντα», ή «το Χριστός Ανέστη»), τα κάλαντα του Λαζάρου «Ήρθ΄ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάια» και «Το τραγούδι του Μάη»,[29] που πρώτη φορά καταγράφηκε από τον Ν. Γερακάρη το 1905.[30]  Το «Τραγούδι του Μάη» και το παρακάτω εθιμικό πασχαλινό τραγούδι είναι τα μόνα εθιμικά τραγούδια που εντοπίσαμε:

 

Μεγάλη Δευτέρα ο Χριστός στη μαχαίρα

Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρύφτη

 Μεγάλη Τετάρτη ο Χριστός επιάστη

Μεγάλη Πέφτη δάκρυο πέφτει

Μεγάλη Παρασκευή ο Χριστός στο καρφί

Μεγάλο Σαββάτο χαρές γιομάτο.[31]

 

         Τελευταία, το μόνο διδακτικό τραγούδι που εντοπίσαμε είναι το το παρακάτω αριθμητικό τραγούδι από τον Τζήλιο:

Ένα: αύριο πάω στα ξένα

Δύο: μόνο εμείς οι δύο

Τρία: με μια καλή κυρία

Τέσσερα: στα νερά μου σ’έφερα

Πέντε: βάστα κερί και φέγγε

Έξι: καρδιά μου έχεις μπλέξει

Εφτά: γυριστά, κουλουριαστά

Οχτώ: στην καρδιά μου σε βαστώ

Εννιά: είσαι ψηλή και ναι

Δέκα: σου κλέψαν μια γυναίκα.[32]

 

            Στη συλλογή του Τζήλιου καταγράφονται επίσης 16 ομαδικά σατιρικά παχνιδοτράγουδα ή τραγούδια καταδεικνύοντας έτσι τον μεγάλο πλούτο της παιδικής λαϊκής μούσας στην Κέρκυρα.[33] Ένα παράδειγμα:

 

Που ‘σουν ντε, πού ‘σουν ντε/ που ‘σουν άγριε πετεινέ;

Στο βουνό ήμουν ο καημένος/ με τα βούρλα φορτωμένος

Κατεβαίνω ποδαράτα/ και μαθαίνω μες τη στράτα

πως μου κλέψαν την κοπέλα/ με την κόκκινη κορδέλα.

Το τσεκούρι μου πετώ/ και τα γένια μου τραβώ.

 

         Σε όλες τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών που αναφέρθηκαν ως τώρα υπάρχει καταγεγραμμένο μόνο το ποιητικό κείμενο, κάτι που αποδυναμώνει τη μελέτη και διάδοση του μέλους. Εξαίρεση αποτελούν δύο σχετικά νεώτερες μελέτες για τη μουσική παράδοση της Κέρκυρας, που είναι οι μόνες που καταγράφουν τραγούδια σε μουσική σημειογραφία. Ο Σπυρίδωνας Σούφης κατέγραψε 30 τραγούδια από τους Ριγγλάδες Κέρκυρας, μεταξύ των οποίων 4 κάλαντα και 1 ταχτάρισμα («Το παιδί μου το καλό»). Σε όλα τα τραγούδια παρατήρησε συλλαβικές μελωδίες σε σχέση με το κείμενο, μελίσματα δίφθογγα ή τρίφθογγα (σπάνια 5 φθόγγων), μελωδίες με σχετικά λίγους φθόγγους (5-8 φθόγγους), μέτρια ως γρήγορη ρυθμική αγωγή. Στα κάλαντα και το ταχτάρισμα δεν παρατήρησε τσακίσματα, σε αντίθεση με άλλα τραγούδια. Επιβεβαίωσε επίσης στιχουργικά δάνεια από Πελοπόννησο, κάτι που παραπέμπει στη μετακίνηση πληθυσμών το 16ο αιώνα από την Πελοπόννησο στην Κέρκυρα.[34]

         Ο Άγγελος Μελάς κατέγραψε 20 τραγούδια από τον Κάτω Γαρούνα και 10 από τον Πέλεκα (Μέση Κέρκυρας) και μελέτησε την Κερκυραϊκή πολυφωνία. Η πολυφωνία στην κερκυραϊκή λαϊκή της μορφή αποτελείται από την πρώτη φωνή (πρίμα) που παίρνει τη βασική μελωδία, τη δεύτερη φωνή που τραγουδά ψηλότερα ή χαμηλότερα από την πρώτη, τη μπάσα φωνή που είναι η πιο χαμηλή μελωδική γραμμή και τη φωνή σουλτάνα, που είναι η πιο ψηλή φωνή στο τραγούδι. Η ομαδικότητα, ο λαϊκός χαρακτήρας της και οι ανημίτονες πεντατονικές κλίμακες που αποτελούν τη μελωδική βάση της πολυφωνίας συνηγορούν στην παλαιότητα της καταγωγής της.[35] Φυσικά η λαϊκή πολυφωνία και η λόγια δυτική πολυφωνία επηρέασαν και επηρεάστηκαν αμφότερες.

         Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, παλαιότερα στα περισσότερα χωριά της Κέρκυρας οι άνθρωποι τραγουδούσαν αβίαστα σε λαϊκή πολυφωνία, δηλαδή «έφτιαχναν πολλές φωνές» στο κάθε τραγούδι. Ο όρος «πολυφωνικό» είναι νεότερος. Ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι της υπαίθρου προτιμούν να μην τα ονομάζουν πολυφωνικά, αλλά «τραγουδάμε όλοι μαζί». Αναφέρουν «το λέμε αρέκια», που σημαίνει να ξεκινά μία φωνή πρώτα και σε λίγους χρόνους να μπαίνουν οι άλλες, γεμίζοντας σταδιακά το τραγούδι με πολυφωνία.[36] Στα παιδικά τραγούδια δεν καταγράφηκε κάποιου είδους πολυφωνία, συναντήσαμε μόνο συλλαβικές μελωδίες, χωρίς τσακίσματα και μελίσματα.

 

          

Συμπεράσματα

 

Συγκριτικά με το πανελλήνιο παιδικό παραδοσιακό τραγούδι, στην Κέρκυρα συναντούμε όλες τις κατηγορίες τραγουδιών, αλλά ιδιαίτερα πολλά σατυρικά τραγούδια, που σπανίζουν σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Αυτό αποδεικνύει ότι η έφεση των Κερκυραίων σε περιπαιχτικά δίστιχα λογικά ξεκινά να καλλιεργείται από την παιδική ηλικία.

         Τα παιδιά γίνονται συμμέτοχοι και ενθουσιώδεις εκφραστές λαογραφικών δρώμενων, όταν ελεύθερα από δεσμεύσεις τους επιτρέπεται να παίζουν και να δρουν με τους συνομηλίκους τους, παράλληλα με τον κόσμο των ενηλίκων. Τότε δανείζεται πολλά μουσικά και πολιτισμικά στοιχεία του ρεπερτορίου των ενηλίκων, που τα ενστερνίζονται με αρκετά ευφάνταστο τρόπο. Οι σχετικά απλές μελωδίες, όπως αποδεικνύει το νανούρισμα της Κέρκυρας στο οποίο αναφερθήκαμε, μαρτυρά την αέναη μουσικοποιητική δημιουργία στο παραδοσιακό τραγούδι. Καταδεικνύει επίσης ότι οι απλές μελωδίες συχνά επιτρέπουν στα παιδιά να επινοήσουν πολύπλοκα κινητικά παιχνίδια. Σχεδόν πάντα παιχνίδι και τραγούδι συνυπάρχει στο λαϊκό παιδικό ρεπερτόριο, πάντα με αυτοσχεδιαστικό τρόπο που μπορεί να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ή από άτομο σε άτομο.

         Η προσπάθειά μας να αναδείξουμε το λαογρφικό υλικό που σχετίζεται με τα παιδιά πηγάζει από την πεποίθηση μας ότι πρόκειται για ένα πολύτιμο υλικό που προσφέρει μεγάλη μουσική, πολιτισμική και κοινωνική καλλιέργεια. Πιστεύουμε ότι τα χαρακτηριστικά ενός μουσικού πολιτισμού δεν διδάσκονται, αλλά μεταφέρονται μόνο αν κάποιος επιθυμήσει να γίνει φορέας τους. Τα παιδιά χρειάζονται μία ανοιχτή σχέση με την παράδοση, γιατί μόνο τότε μπορούν να εμπνευστούν από αυτή και να γίνουν συνεχιστές της.

 

Abstract

 

Greek children's folk songs (lullabies, dandle, playsongs, carols, custom songs, educational and comic songs) usually transmit to children their family and socio-cultural background, living conditions, ideas and way of being in traditional society. The current research focuses on Corfiot children's songs through bibliographic and ethnographic research.

 

[1]               Α. Τζώρα,  Το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι: πηγές και επιδράσεις - Συγκριτική μελέτη, εκδ. Δημοσιεύματα εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1986, σ. 102.

[2]               Ν. Πακτίτης, Κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια, εκδ. Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, Κέρκυρα 1989, 14-15.

[3]               Α. Τζώρα, Το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι, ό.π. Γ. Σπυριδάκης, «Συνθετικά στοιχεία του Λαϊκού πολιτισμού εις την Επτάνησον», Πρακτικά Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου (23-29 Σεπτεμβρίου 1965), Τόμ. Α΄(1967), σ. 353-364. Γ.Κ. Μαρτζούκος, Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα 1959, σ.8.

[4]               Ν. Πολίτη, Εκλογαί από το Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, εκδ. Γράμματα, Αθήνα 1914/1991.

[5]               Α. Μανούσος, Τραγούδια Εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα, εκδ. Ερμής, Κέρκυρα 1850.

[6]               Σ. Καβάσιλας, «Λαογραφικά Σύλλεκτα εκ Νυμφών Κερκύρας», Λαογραφία, τόμ. Β΄ (1910-1911), σ. 638-669.

[7]               I. Μπουνιάς, Κερκυραϊκά: Ιστορία - Λαογραφία, Κέρκυρα, τόμ. Α΄(1954), τόμ. Β΄(1959).

[8]               Α. Τζώρα, Το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι: πηγές και επιδράσεις - Συγκριτική μελέτη, εκδ. Δημοσιεύματα εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1986.

[9]               Γ. Καλαϊτζόγλου, Κέρκυρα Μούσα Καλλίφωνος: Παραδοσιακά Τραγούδια, εκδ. Απόστροφος, Κέρκυρα 2004.

[10]             L. Norgaard,  Δημοτικά Ανέκδοτα από τις Συλλογές του Κερκυραίου Γεωργίου Α. Κοντού, εκδ. Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 2000, σ. 50-51.

[11]               Γ. Σαλβάνου & Μ. Σαλβάνου-Παπαβλασσοπούλου, Λαογραφική Ύλη εκ Κερκύρας, Αθήνα 1930, σ. 83. Μ. Σαλβάνου-Παπαβλασσοπούλου, «Τραγούδια, μοιρολόγια και Λαζαρικά Αργυράδων Κερκύρας», Λαογραφία, Τομ. 8(1921) και 9(1926).

[12]             Το ίδιο νανούρισμα με την ίδια μελωδία και στίχους κατέγραψε η ερευνήτρια, τραγούδησε ο  Μαργαρίτης Σαγιάς (Σιναράδες της Μέσης Κέρκυρας) με την ίδια μελωδία και στίχους 12/2012 (προσωπικό αρχείο της γράφουσας).

[13]               L. Bardos, (1956) «Naturliche Tonsysteme», Studis memoriae Belae Bartok sacra, Budapest 1956, σ. 244, 209-258. Στο S. Baud-Bovy, ό.π.

[14]             Π.Χ. Χρηστάρα, «Το ελληνικό νανούρισμα», Μουσικολογία, τ. 5-6 (1987), σ. 183-203.

[15]             «Έλα ύπνε επάρε το». Γ.Κ. Μαρτζούκος, Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, ό.π.

[16]             Ν. Πακτίτη, Κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια, ό.π.

[17]             «Ω, ω, ω, ω, ω! Το παιδί μου το καλό», «Νάνα-νάνα ω-ω-ω το παιδί μου το καλό», «Έλα ύπνε επάρε το», «Νάνι, νάνι το μωρό μου», «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά».

[18]             «Έχω γυιο κι έχω χαρά». Μ.Γ. Λυκίσσας, Τα Λιανοτράγουδα της Κέρκυρας, εκδ. Κερκυραϊκή Ένωση Αθηνών «Ο Άγιος Σπυρίδων», 1995, σ. 25-26.

[19]             «Και τση μπεμπας μου το γάμο»(α), «Έχω γιο κι έχω χαρά», «Το παιδί μου το καλό πότε να το ιδώ γαμπρό», «Και τση μπέμπας μου το γάμο»(β), «Το παιδί μου να το να το», «Ταϊριρί-ταϊριρό», «Έχω γιο κι έχω χαρά», «Το παιδί μου το καλό θέλω να το ιδώ γαμπρό», Πακτίτης, ό.π.

[20]             Ν. Πακτίτης, Κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια, ό.π., σ. 166.

[21]             Ν.Β. Αυλιανός, Χλωμός Κέρκυρας: Παράδοση - Λαογραφία -  Ιστορία. χ.ε., Κέρκυρα 1989, σ. 75.

[22]             «Εκεί να κάτσει το πουλί, εκεί να κελαηδήσει», «Πάνω τα χεράκια», «Μες τα δυο χεράκια» «Είμ’ένα μικρό παιδάκι» «Αύριο είναι Κυριακή», «Μοσχοκάρυδο κανέλλα», «Μια βοσκοπούλα ροδοπλασμένη», Σ. Τζήλιου, Μουσική παράδοση της Βορειο-Δυτικής Κέρκυρας, ανέκδοτη συλλογή, τόμ.Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄.

[23]             «Το κουκί και το ρεβύθι», «Μια φορά κι έναν καιρό», Σ. Τζήλιου, ό.π.

[24]             «Καλώς το νιο φεγγάρι», «Έβγα ήλιε να λιαστούμε», «Έβγα ήλια να λιαστώ», «Πρωί ο ήλιος βγαίνει», «Έβγα ήλια πύρωσέ με», «Ήλιος και βροχή» «Βρέχει-βρέχει και χιονίζει», «Βρέχει-βρέχει και ποτίζει» «Κάνει κρύο κάνει τσίφι», Σ. Τζήλιου, ό.π.

[25]             «Έβγα έβγα λάλα μου», «Έλα δω κωλοφωτιά μου», «Βρε καλώς τηνε την κόρη», «Παπαρούνα φουντωτή», Σ. Τζήλιου, ό.π.

[26]             Μ. Καμονάχου, ανέκδοτη συλλογή από το χωριό Αρκαδάδες, στο Πακτίτης, ό.π., σ. 179.

[27]             Ν.Β. Αυλιανός, Χλωμός Κέρκυρας, ό.π., σ. 75.

[28]             Τραγούδησε η Τζένη Λούβρου (Σταυρός, Μέσης Κέρκυρας), Απρίλιος 2014, προσωπικό αρχείο της γράφουσας.

[29]             Ν. Γερακάρη, Κερκυραϊκαί Σελίδαι, Κέρκυρα 1906.

[30]             Γ. Χυτήρης, Τα Λαογραφικά της Κέρκυρας, εκδ. Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα, τόμ. Α΄ (1988), τόμ. Β΄(1991).

[31]             Πακτίτης, ό.π., σ. 176.

[32]               Σ. Τζήλιος, ό.π., τ. Γ', σ. 403.

[33]             «Ο Ρούβελας κι η κίχλα», «Πού’σουν ντε», «Ο τεμπελόγατος», «Πέντε ποντικοί βαρβάτοι», «Οι τρεις σπανοί από την πόλη», «Ψηλός σαν το ρεβύθι», «Ο τρύγος του ποντικιού», «Πέντε ποντικοί, δεκαοχτώ νυφίτσες», «Τα ψέματα και η αλήθεια», «Τα καβούρια κάνουν γάμο», «Ο γάιδαρος κι η αλεπού», «Η συκοφαντία», «Ανέβηκα στην πιπεριά», «Ένα-δύο-τρία», «Ανέβα μήλο-κατέβα ρόδι», «Η τραμπάλα», «Α-μπέμπα-μπλομ», «Το δαχτυλίδι», «Δεν περνάς κυρά-Μαρία», «Πόσα άστρα είναι στον ουρανό;», «Περνά-περνά η μέλισσα», «Γύρω-γύρω όλοι», «Η μικρή Ελένη», «Ένα λεπτό το σκόρδο», «Η πινακωτή», «Η κρουβιτζιάνα» «Ήταν ένα μικρό καράβι», Τζήλιος, ό.π.

[34]             Σ. Σούφης, Δημοτικά Τραγούδια από τις Ριγγλάδες Κέρκυρας (περιέχει ψηφιακό δίσκο ηχογραφημένης δημοτικής μουσικής), Ανέκδοτη Πτυχιακή Διπλωματική Εργασία, εκδ.: Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Σχολή Καλών Τεχνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη,  2002, σ. 169-171.

[35]             Α. Μελάς, Ηχογράφηση Τοπικής Παραδοσιακής Μουσικής από τη Μέση Κέρκυρα (περιέχει ψηφιακό δίσκο ηχογραφημένης δημοτικής μουσικής), Ανέκδοτη Πτυχιακή Διπλωματική Εργασία, εκδ. Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Σχολή Καλών Τεχνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 17.

[36]             Συνέντευξη μελών του «Πολυφωνικού Χορού Γυναικών» του Κάτω Γαρούνα στη γράφουσα, Νοέμβριος 2012.

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Εμφανίσεις Άρθρων
3879159