Ευρετήριο Άρθρου
Μεταξύ των επαρχιακών φιλαρμονικών (Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου και Πύργου), η της Κερκύρας, η και αρχαιότερη, με τους κρανοφόρους μουσικούς της, τοποθετήθηκε τιμιτικά πρώτη από όλες, το βράδυ δε στο πρόγραμμα της επισήμου συναυλίας στο Δημοτικό Θέατρον κατείχε εξαιρετικήν θέσιν. Δεν εξετιμήθη όμως αρκετά και όσον της άξιζε, διότι το μάκρος των δύο μεγάλων ποτ-πουρί που ανέκρουσε εν συνεχεία, εξήντλησε την υπομονήν του κοινού και εδημιούργησε γύρω της ένα περιβάλλον όχι ευνοϊκόν. Ένας, ένας από τους ακροατάς απεσύρετο δυσφορών και διαμαρτυρόμενος, όταν δε, έπειτα από μιάμισης ώρας ορυμαγδόν εξήντα χάλκινων και κρουστών οργάνων, έδωσεν ο Θεός να τελειώσουν τα ποτ-πουρί, ολίγιστοι είχαν απομείνει στην αίθουσαν. Υπό τοιούτους όρους ψυχικής αδημονίας, το «Πένταθλον» που επηκολούθησε, ήτο μοιραίον να πληρώσει τα σπασμένα. Ο ελάχιστος κόσμος που είχεν απομείνει το ήκουσεν μεν μετά προσοχής, ίσως και να το εξετίμησε ενδομύχως, αλλά δυστυχώς ήταν τόσον κουρασμένος από το προηγούμενον μαρτύριον που σχεδόν ούτε καν χειροκρότησε και θεώρησε ίσως απολύτρωσή του το τέλος της συναυλίας.
Ο Ολυμπιακός Ύμνος
Ο Ολυμπιακός Ύμνος του Σπύρου Σαμάρα που πρωτοπαρουσιάστηκε σε εσπερίδα στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασός, στα τέλη Ιανουαρίου του 1896 με τον Θ. Πολυκράτη στο πιάνο, είναι αναμφισβήτητα το έργο που ταυτίζεται μετά από 107 χρόνια με την ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων. Είχε παραμείνει ο επίσημος ύμνος μέχρι το 1912, οπότε αντικαταστάθηκε από το θριαμβευτικό εμβατήριο που ο Σουηδός H. Alexanderson έγραψε για τους Αγώνες της Στοκχόλμης. Το 1920 ο Pierre Benoit συνέθεσε έναν ύμνο για τούς αγώνες της Αντβέρπης ενώ το 1932 στο Λος 'Αντζελες παίχτηκε ο ύμνος του Bradley Keeler. Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, ο Richard Srauss συνέθεσε και διηύθυνε τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε στίχους του Robert Lubahn, τον οποίο η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή όρισε ως επίσημο ύμνο εφ’ εξής. Όμως η απόφαση αυτή δεν άργησε να ανατραπεί. Το 1954 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύνθεση του επισήμου ύμνου βασισμένου στους στίχους των Επινικίων του Πίνδαρου.
Η επιτροπή, που απαρτιζόταν μεταξύ άλλων και από τους Nadia Boulanger, Gian Francesco Malipiero, Pablο Casals, Aaron Copland, Dimitri Shostakovich και Carlos Chavez, απένειμε το βραβείο στη σύνθεση του Πολωνού Micha Spisak, η οποία παίχτηκε για πρώτη φορά στο Monte Carlo και κατόπιν στην συνεδρίαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στη Σορβόνη το 1955, στην τελετή έναρξης των Αγώνων στην Μελβούρνη του 1956, στους Μεσογειακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1955 και τους Χειμερινούς Αγώνες του 1956 στην Cortina d' Ampezzo της Ιταλίας.
Το συμβούλιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής κατά τη συνεδρία του το 1958 στο Τόκιο αποφάσισε να γυρίσει πίσω στις «ρίζες» και καθιέρωσε τον ύμνο των Σαμάρα – Παλαμά ως τον επίσημο ύμνο που θα εκτελείται κατά την τελετή έπαρσης και υποστολής της σημαίας των Ολυμπιακών Αγώνων.
Πρωταγωνιστής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, από μουσικής απόψεως, ήταν αναμφίβολα ο Σπύρος Σαμάρας. Οι θαυμαστές επιτυχίες του στην Ευρώπη, τον έκαναν γνωστό στην Ελλάδα και η Επιτροπή του ζήτησε να συνθέσει τον ύμνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η όπερα Flora Mirabilis ήταν το πρώτο έργο του Σαμάρα που ακούστηκε στον Ελληνικό χώρο, αρχικά στην Κέρκυρα στις 5 Φεβρουαρίου του 1889 και αργότερα τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα, για 16 παραστάσεις τον Οκτωβρίο κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για το βασιλικό γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Για το ύψος των περιστάσεων, την βέλτιστη δυνατή εκτέλεση του έργου, την απόδοση του πανηγυρικού χαρακτήρα και της σημασίας των Αγώνων, προσκλήθηκαν πολλές φιλαρμονικές της περιφέρειας. Ο Δ. Λαυράγκας στα Απομνημονεύματά του αναφέρει επιλεκτικά τις Φιλαρμονικές Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου και Πύργου, πηγές όμως αναφέρουν εκτός από την Φιλαρμονική Εταιρία Αθηνών, την Φιλαρμονική της Φρουράς Αθηνών, της Θωρηκτής Ναυτικής Μοίρας, του Πυροβολικού, τις Φιλαρμονικές Ζακύνθου, Πατρών, Αιγίου, και μια Φιλαρμονική από την Κωνσταντινούπολη.
Κατά τον Στέλιο Τζερμπίνο δεν μπόρεσαν να λάβουν μέρος όλες οι φιλαρμονικές στην εκτέλεση του Ολυμπιακού ύμνου (μεταξύ αυτών και της Ζακύνθου και Λευκάδας) γιατί στις πρόβες διαπιστώθηκε ότι «δεν διαθέτανε όλες την απαιτούμενη συνήχηση»,7 παρ’ όλο που η μουσική είχε διατεθεί νωρίτερα στις Φιλαρμονικές και ο Ιωσήφ Καίσαρης, αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας Αθηνών, είχε επισκεφτεί και ελέγξει τους μουσικούς Σύμφωνα με τον Σπύρο Μοτσενίγο «ο ύμνος εξετελέσθη δια συμπράξεως της μεγάλης μικτής ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρίας Αθηνών, της Μικτής Ορχήστρας του Ομίλου Φιλομούσων, της Ορχήστρας Πνευστών του Πεζικού, Πυροβολικού και Πολεμικού Ναυτικού, της χορωδίας της Φιλαρμονικής Εταιρίας Αθηνών, των χορωδιών των τότε εν Πειραιεί υπαρχόντων δύο μουσικών σωματείων και της χορωδίας της Γερμανικής Λέσχης Φιλαδέλφεια».
Οι μπάντες και οι φιλαρμονικές όμως ήταν διάσπαρτες σε κεντρικούς δρόμους και πλατείες των Αθηνών και από νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου 1896 συμετείχαν στις πανηγυρικές εορταστικές εκδηλώσεις της ημεράς. Ο κόσμος από το πρωί άρχισε να προσέρχεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο και μέχρι της 2:00 το μεσημέρι το είχε κατακλείσει. Οι Φιλαρμονικές μπήκαν στο Στάδιο και συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του, περιμένωντας την κήρυξη της επίσημης έναρξης και την ανάκρουση του Ολυμπιακού Ύμνου. Έτσι, μετά την προσέλευση των βασιλέων στις 3:00 μ.μ., και την ομιλία του περιστοιχισμένου από τα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς κήρυξε την έναρξη των Αγ ώνων με τις επευφημίες του κόσμου. Ακολούθησε ο θριαμβευτικός Ολυμπιακός Ύμνος υπό την δεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, Σπύρου Σαμάρα. Η χορωδία αριθμούσε 200 φωνές και σολίστες ήταν ο Δημήτρης Τσάκωνας (τενόρος), Κωνσταντίνος Βακαρέλλης (βαρύτονος) και η «κ.» Πετρίτση (απαγγελία στίχων). Η αποδοχή από το κοινό ήταν τόσο ενθουσιώδης ώστε κάτω από συνεχή χειροκροτήματα χρειάστηκε να επαναληφθεί.