Σπύρος Κατσίμης.
Δημοσιογράφος,λογοτέχνης- ποιητής και ζωγράφος.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1933.
Μεγάλωσε στο (κατάλληλο) περιβάλλον. Ο πατέρας του Ιωάννης, άνθρωπος μεγάλης καλλιέργειας, του συμπαραστάθηκε στα πρώτα του λογοτεχνικά φτερουγίσματα. Η μητέρα του Μαργαρίτα έγραφε σατυρικούς στίχους. Ο παππούς του Σπύρος ζωγράφιζε ωραίες ακουαρέλες, που πολύ εκτιμούσε ο φίλος του σπουδαίος ακουαρελίστας, Άγγελος Γιαλινάς. Η γιαγιά του κόμισσα Μαρία Σδριν,ήταν κόρη του ηγεμόνα της Σάμου Γεωργίου Κονεμένου, (από την οικογένεια των Κομνηνών,Δεσποτών της Ηπείρου) και της Σεβαστής Αριστάρχου –επώνυμο μεγάλης Φαναριώτικης οικογένειας, η οποία έπαιζε θαυμάσιο πιάνο.
Βλέπε και:
Πετρής Ν.
Περί Νικοπόλεως (Παρνασσός, τόμος 9, Αρ,1, 1885,σελ. 65-71.)
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον δημοσιογράφο Νίκο Τομαρά ( 29-6-2011) είχε πει:
Η μητέρα σου, ο πατέρας σου;
Έζησα σε ένα αρχοντικό περιβάλλον. Ο πατέρας μου μέγας παιδαγωγός και ψυχολόγος. Είχα μείνει μετεξεταστέος στα μαθηματικά. Πήγα να τον δω και του λέω: Θέλω να γίνω ηθοποιός. Περίμενα ότι θα μου άστραφτε ένα χαστούκι.
Πού θέλεις, μου λέει;
Στο θέατρο Κουν, του απάντησα.
Και γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Αύριο θα βγάλω εισιτήριο για Αθήνα. θα βρούμε ένα δωμάτιο και θα κάνεις καριέρα.
Έκλαιγα μια εβδομάδα. Είχε μια φοβερή επίδραση πάνω μου. Έβαλα τα δυνατά μου για το σχολείο μου, τις σπουδές μου.
Οι γονείς σου σε επηρέασαν ποιητικά;
Η μητέρα μου έγραφε κάποια σατιρικά για το Μουσολίνι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Συνήθιζε να μου διαβάζει τα βράδια ποιήματα από Ανθολογίες αντί παραμύθια. Έτσι ξεκίνησα να γράφω 10 ετών. Στο τέλος γυμνασίου δημοσιεύτηκε το πρώτο μου ποίημα «Η προσμονή»
στην Επιθεώρηση Τέχνης που το περιέλαβε και ο Ηρακλής Αποστολίδης στα συμπληρώματα της Ανθολογίας του και αργότερα ο Ρένος Αποστολίδης προσθέτοντας και άλλα ποιήματα.
Η αγάπη των γονιών μου, το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, βοήθησαν.
Πηγή: http://www.indexonline.gr/site/html/interviews/katsimis-spyros-int.csp
Ο Σπύρος Κατσίμης σπούδασε Νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε Αθηναϊκές εφημερίδες, περιοδικά και στην ΕΡΤ.
Άνθρωπος πνευματικά ανήσυχος και προβληματισμένος από την πρώτη του νιότη,από νωρίς καίγεται να γράψει γι’αυτά που βλέπει και αισθάνεται γύρω του.Διαλέγει τρόπο έκφρασης την ποίηση.
Η ποιητική του πορεία ξεκίνησε το 1955 με τη συλλογή «Ο Νάρκισσος». Την ίδια περίοδο υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του πρωτοποριακού Κερκυραϊκού περιοδικού της εποχής εκείνης «Το Πρώτο σκαλί» (1954-1956). Ένα περιοδικό μιας συντροφιάς νέων, «ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΩΝ»όπως και το ίδιο τιτλοφορείται,γεμάτο αμφισβητήσεις,μεταπολεμικές αναζητήσεις,αλλά και λογοτεχνικές προσπάθειες. Ο Σπύρος Κατσίμης δεν μπορούσε να μην είναι μέσα σε αυτό.
Χρόνος δεύτερος, Φλεβάρης- Μάρτης –Απρίλης 1955. Στα περιεχόμενά του υπάρχει το ποίημα του Σπύρου Κατσίμη………..
Οι ευαισθησίες του φαίνονται καθαρά από τα πρώτα του βήματα.
Εκτός από το πιο πάνω ποίημα, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού,δημοσιεύεται και η άποψη του ποιητή Ορέστη Αλεξάκη που αφορά την συλλογή ποιημάτων «Νάρκισσος».
Πολύ αργότερα, ο ίδιος ο Αλεξάκης, διακεκριμένος κερκυραίος ποιητής κι αυτός, με αφορμή την έκδοση «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1955-1996) Σπύρου Κατσίμη έκδοση Γαβριηλίδη 1998 γράφει στο κεφάλαιο «προσανατολισμοί»(σελ.80). του περιοδικού «ΕΥΘΥΝΗ»:
Το 1959 εκδίδει την ποιητική του συλλογή «ΧΑΜΟΓΕΛΟ» την οποία αφιερώνει στην μνήμη των γονιών του.
Από την συλλογή του αυτή επιλέξαμε το ποίημα « Η κούκλα».
Συνεργάστηκε (επίσης με) τα περιοδικά: «Επιθεώρηση Τέχνης»,»Νέα Εστία», «Νέα πορεία», «Δοκιμή», «Οροπέδιο», «Πόρφυρας», «Εντευκτήριο», «Γράμματα και τέχνες», «Πλανόδιον», «Η Λέξη», «Το Δέντρο», «Ακτή», «Σήμα», «Μανδραγόρας»,κ.α. Ποιήματα του έχουν συμπεριληφθεί στις Ανθολογίες: Ηρακλή Αποστολίδη (Συμπληρώματα), Ρένου Αποστολίδη, Σπύρου Κοκκίνη, Τάσσου Κόρφη, Ισιδώρας Καμαρινέα, Πάνου Π. Παναγιωτούνη και Παύλου Ναθαναήλ, Γιάννη Κορίδη, Janusz Strasburger,κ.α.
Janusz Straburger.
Με αφορμή την ποιητική του συλλογή «Έξοδος» 1964,
η γηραιά και μεγάλη λογοτέχνιδα της Επτανησιακής Σχολής Ειρήνη Δενδρινού, του έστειλε επιστολή με ημερομηνία 3-1-1964 με τις εντυπώσεις της.
Αυτή η επιστολή σίγουρα τον γέμισε πεποίθηση για να συνεχίσει δυναμικά. Έτσι πιστεύοντας στις ικανότητές του συνεχίζει. Πιο κάτω θα δούμε τι έγραψαν άνθρωποι με αναγνωρισμένες αξίες στην ελληνική μεταπολεμική πολιτιστική ιστορία. Άνθρωποι από τον χώρο της λογοτεχνίας, της Ιστορίας,της πολιτικής,της δημοσιογραφίας,αλλά και άλλοι ,εκπρόσωποι διαφόρων επιστημών, μιλούν για τον άνθρωπο και ποιητή Κατσίμη,μέσα από χειρόγραφες επιστολές τους με τον δικό του τρόπο ο καθένας.
Δημήτρης Χορν
«Τα βήματά σας δεν τα ακούει κανείς,όμως αισθάνεται την πορεία τους προς το κέντρο της καρδιάς»,του γράφει ο αξέχαστος ηθοποιός.
Γεράσιμος Χυτήρης
Χειρόγραφες επιστολές του Κερκυραίου Λογοτέχνη,Δημοσιογράφου και Λαογράφου, Γεράσιμου Χυτήρη προς τον ποιητή.
Από το δημοσίευμα του ιστοριοδίφη Κώστα Δαφνή στην εφημερίδα «Κερκυραϊκά Νέα» με ημερομηνία 26-8-1974 γνωρίζουμε ότι ο Σπύρος Κατσίμης είχε μία δεκάχρονη αποχή από την ποίηση.
Σε συνάντηση που είχαμε με τον ποιητή τον Αύγουστο του 2012, τον ρωτήσαμε αν υπήρχε κάποιος λόγος για την αποχή αυτή. Η απάντησή του ήταν πως την ποιητική συλλογή ποιημάτων «ρήτορες», την είχε γράψει πολύ νωρίτερα, αλλά περίμενε την κατάλληλη εποχή για να την εκδόσει. Τελικά το 1974 εκδίδεται η συλλογή του αυτή, που είναι αφιερωμένη στις δύο του κόρες, Μαργαρίτα και Μαριλένα .
Το ομώνυμο ποίημα από την προαναφερόμενη συλλογή.
Στην ίδια συλλογή συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα «Μας ξάφνιασε η νύχτα» αφιερωμένο στην βραδιά του Πολυτεχνείου.
Σπύρος Κατσίμης.
"Μας ξάφνιασε η νύχτα"
(1974)
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε η νύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Κριτική του Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Bakker για την ποιητική συλλογή του « οι ρήτορες».
Μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί στην Αγγλική,Γαλλική,Γερμανική,Πολωνική και Ισπανική γλώσσα. Η φήμη του πλέον και η επικράτησή του μέσα στο χρόνο τον κάνουν γνωστό σε όλο τον λογοτεχνικό κόσμο της Ελλάδας και όχι μόνο.
Οι δραστηριότητές του όμως δεν σταματούν μόνο στην ποίηση.
Αναλαμβάνει υπεύθυνος της εβδομαδιαίας πολιτιστικής εκπομπής της ΕΤ1 «Τέχνη και πολιτισμός»(1987-1991). Επίσης είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Νικηφόρος Βρεττάκος.
«Τα ποιήματά του έχουν την λιτότητα, την επιγραμματικότητα και κυρίως την περιεκτικότητα (βάρος ζωής) που κρίνει τη βιωσιμότητα της ποίησης».
Τάσος Λειβαδίτης
«Ο λόγος του καθαρός,απέριττος,έχει παράθυρα προς τον ορίζοντα και τους συνανθρώπους του,έχει χρώματα απλά που κάνουν τα κείμενά του να μοιάζουν με εξαίρετες ακουαρέλες»
Συλλογή του «Ο ΤΡΕΛΟΣ» έκδοση 1983 (Έπαινος Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς.)
Γιώργος Ιωάννου
«Η ματιά και η αίσθησή του είναι έντονα σημερινή,αλλά ξέρει να βρίσκει πάντα τον διαιώνιο παρανομαστή».
Επίσης με αφορμή την ίδια έκδοση, ο Νικηφόρος Βρεττάκος του γράφει:
Από την συλλογή του «Ο ΤΡΕΛΟΣ» προέρχεται το πιο κάτω συμβολικό κατά την άποψή μας ομώνυμο ποίημά του.
Νίκος Κρανιδιώτης.
Πραγματικά η φωτογραφία εκείνο που δείχνει, είναι πάντοτε αληθινό. Έτσι και ο ποιητής περιγράφει μια φωτογραφία μέσα από το καθαρό του βλέμμα. Υπάρχει μια χωριάτικη εικόνα που σήμερα είναι μισοπεθαμένη και η οποία έχει ένα πολύ ζωντανό στοιχείο, αυτό του τουρίστα, που ακμαίος φωτογραφίζει κάτι που τον εντυπωσιάζει, δηλ. ότι είναι μισοπεθαμένο.
Το 1987 εκδίδει την συλλογή «ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ».
Σε αποστολή της συλλογής αυτής προς τον Κυριάκο Δημόπουλο ,εκείνος του απαντά .
Στην επιστολή αυτή όπως παρατηρούμε ο Κυρ. Δημόπουλος αναφέρει: «Όλα είναι επικηρυγμένα» πιθανόν με αφορμή την συνέντευξη που έδωσε ο ποιητής στο φύλλο «Τέχνες» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία την Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 1988.
Τάσος Βουρνάς.
Υπάρχει εδώ μια ολοκληρωτική μετουσίωση της πραγματικότητας σε τέχνη,που όχι μόνο συγκινεί με τα δικά της μέσα,αλλά κάποτε συμβάλλει στην ερμηνευτική των γεγονότων και δείχνει πως ο ποιητής μπορεί να συγκομίσει απόσταγμα τέχνης και από το πιο καθημερινό,το πιο φαινομενικά αδιάφορο γεγονός», γράφει ο Ιστορικός, δημοσιογράφος, μεταφραστής κριτικός.
Από το έντυπο ΚΡΙΣΕΙΣ που είχε δημοσιευθεί, παραθέτουμε σχόλια διαφόρων λογοτεχνών και όχι μόνο,που αφορούν την ποίηση του Σπύρου Κατσίμη.
«Ο λόγος του καθαρός,απέριττος,έχει παράθυρα προς τον ορίζοντα και τους συνανθρώπους του,έχει χρώματα απλά που κάνουν τα κείμενά του να μοιάζουν με εξαίρετες ακουαρέλες».
Χειρόγραφες επιστολές του γιατρού και ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα προς τον Σπύρο Κατσίμη.
Ειρήνη Δενδρινού
Στα 91 της χρόνια η Ειρήνη Δενδρινού, απέναντι στην αίσθηση του θανάτου που πλησιάζει, σαν ύστερη επιθυμία της ζητά με την χειρόγραφη επιστολή της από τον δικό της Σπύρο, να βγάλει σύντομα την επόμενη συλλογή του.
Το 1993 εκδίδει την συλλογή:
« Η Στέγη»
Καυστικός ίσως, αλλά πάντα με βάση την πραγματική κατά τον ίδιο διάσταση για το τι συμβαίνει και πως αντιλαμβάνεται ο ποιητής τα γενόμενα της κάθε εποχής που περνά.
Ο Σπύρος Κατσίμης έχει γράψει και διηγήματα, όπως το « Ο ΗΛΙΘΙΟΣ» που εκδόθηκε το 1954.
¨Ο νεωκόρος και το φέρετρο.¨
Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2005.
Αφιέρωση του Σπύρου Κατσίμη στο Μουσείο μας.
Ιάσων Δεπούντης.
Άλλες συλλογές ποιημάτων του είναι:
Πρώτη έκδοση: Γαβριηλίδης 2001.
Έκδοση:Γαβριηλίδης 2004.
Έκδοση: Γαβριηλίδης 1996
Επιστολή του Καθηγητή και πρώην Υπουργού Γ.Α.Μαγκάκη για την συλλογή του ποιητή «Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ».
Έκδοση: Γαβριηλίδης 2011.
Έκδοση: Γαβριηλίδης 2008
Σε άρθρο της εφημερίδας καθημερινή 14/10/2008 με αφορμή την πιο πάνω έκδοση γράφεται:
Ένας υπόκωφος ρεαλισμός Του Νίκου Αντωνάτου Σπύρος Κατσίμης: «Παραίσθηση». Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008. Μικρές καθημερινές ιστορίες σε σύντομα ποιήματα, σαν σε μικρές κι ωραίες μπιζουτιέρες χρυσαφικά. Γραμμένες οι πιο πολλές σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, αλλά και κάποιες ψευδο-πρωτοπρόσωπες, αφού ο ποιητής μιλάει με τα συναισθήματα που του προξενούν των άλλων οι ενέργειες, ως ο άλλος. Τα περισσότερα αρχίζουν μ’ ένα ρήμα σε χρόνο ιστορικό, εισάγοντάς μας κατευθείαν στο κέντρο της μικρής ιστορίας, στην οποία ο ποιητής είναι το αφηγητικό μέσο, τόσο ώστε πολλές να μοιάζουν με αυτοαφηγήσεις. Ο ποιητής Κατσίμης παραμένει στο ημίφως, ένα πρόσωπο δυσδιάκριτο, άλλοτε συμπάσχων, άλλοτε σαν ανταπόκριση-ηχώ των γεγονότων και καταστάσεων. Τα ποιήματα μοιάζουν με αποσπάσματα, τα αποσπάσματα με πληγές, οι πληγές με καρφιά, καρφιά που στάζουν όμως αίμα. Μερικά μοιάζουν με σύντομες αγγελίες θανάτου. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα, όπου τα στοιχεία που έχουν αφαιρεθεί προσθέτουν κάτι το αινιγματικό, κι όσα μας φανερώνονται κρατούν το στόμα τους κλειστό. Νεκρές φύσεις που «ασχολούνται με υπέροχο τρόπο με τον εαυτό τους» (Ρίλκε). Ενας υπόκωφος ρεαλισμός διατρέχει τα ποιήματα, έτσι που ενώ ο λόγος αρθρώνεται μέσα από εμπειρίες μιας αστικής ζωής, με δρόμους, τρένα, αυτοκίνητα, ξενοδοχεία, σταθμούς κ.λπ., αίφνης οι άνθρωποι ξυπνούν σαν από όνειρο ή ανάμνηση, απόμακροι, κάνουν λάθη, χάνονται σε ταξίδια χωρίς προορισμό, αναπολούν τις «στάχτες από τα περασμένα» και κρύβουν μυστικά ή θησαυρούς προσωπικούς ενός θλιμμένου παρελθόντος. Ζουν εν ολίγοις βίο εκκρεμή σε μια τεθλασμένη βιοτή. «Κατέβηκε σε λάθος σταθμό μέσα στη νύχτα / έμεινε στο ξενοδοχείο μιας άγνωστης πόλης / και στο ημίφως σε είδε, χαμένη από καιρό / μα τόσο νέα που έχασε το τρένο / σ’ ένα ταξίδι χωρίς προορισμό». Ο Κατσίμης δεν στοχεύει στον στίχο, σχεδόν ούτε στην καίρια λέξη. Στόχος είναι το ποίημα στην ολότητά του, πλάθοντας έτσι πέρα απ’ το νόημα, μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχείται απ’ την ποιητική διάθεση, με αφορμή ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μια αβέβαιη χειρονομία, που ή παραμένει μετέωρη στον στοχασμό ή καταλήγει σ’ ένα σχόλιο μινιμαλιστικό. Επιστρατεύοντας όλη την ποιητική παράδοση, σμιλεύει ποιήματα που αποπνέουν άρωμα Παπαντωνίου ή Αγρα, Βάρναλη ή Σολωμού, και ανακινημένη παράδοση. Αυτή η αύρα χαρίζει στο ποίημα την προοπτική ζωγραφικού πίνακα, την οποία ο Κατσίμης γνωρίζει πολύ καλά, αφού παράλληλα ασκεί και τη ζωγραφική κατά περίσταση. Αυτές οι μικρές έρημες «πέτρες» που δείχνουν να είναι ριγμένες τυχαία σε κάποιο άνοιγμα μιας ασφυκτικά κατοικημένης περιοχής, βρίσκονται εντέλει εκεί απ’ τους καιρούς ριγμένες, κι όταν ανασηκώσεις κάποια, σου αποκαλύπτεται η υγρασία που έχει βρει στους θύλακές της καταφύγιο, και μαζί του χώματος η μυρουδιά προφυλαγμένη από την τόση ανομβρία «εν ρυθμώ και λόγω και αρμονία». Δεν ακούγεται ούτε κραυγή ούτε και έκρηξη, όλα θαρρείς συμβαίνουν μέσα σε μια συγκρατημένη ησυχία, με το δάχτυλο στα χείλη, και με τον κίνδυνο να περάσουν απαρατήρητα με την αιδημοσύνη του ασήμαντου, του συνηθισμένου και του «έτσι είναι!». Ο ποιητής τα πιάνει από μιαν άκρη τους, τα φωτίζει πλάγια, αποκαλύπτοντας την αόρατη σαν κούραση σκόνη που τα περιβάλλει. Εκείνος τη φυσά, κι αυτό είναι όλο. Χωρίς μεγάλα λόγια, με λίγα και κοφτά. «Ανθρωποι μοναχικοί… που βρέθηκαν εκεί τυχαία» (σελ. 33), «ο δρόμος είναι έρημος…» (σελ. 25), «υπήρχαν ερείπια…» (σελ. 24), «άδεια σπίτια…» (σελ. 34), είναι φράσεις που συναντάς συχνά στα ποιήματα της συλλογής, κι όμως δεν σε αποπροσανατολίζουν, γιατί πέρα κι από την προεξέχουσα στο βάθος οικολογική διαμαρτυρία, ο σκληρός πυρήνας της ποίησης του Κατσίμη είναι η αισιοδοξία . Μερικές φορές καταφεύγει στον χλευασμό, κυρίως όταν τα συμβαίνοντα υπερβαίνουν την φαντασία του ποιητή, και τότε αφήνει να ομιλεί η αυτής εξοχότητα πραγματικότητα, αντ’ αυτού. Εκεί, και πέρα απ’ τον χλευασμό, ο Κατσίμης αφήνει να πνεύσει στο ποίημα κάποια Φελινική νοσταλγία, πέρα από την πηγαία επιλυπία. Ο Κατσίμης θητεύει στην ποίηση πάνω από πενήντα έτη, έχοντας στο ενεργητικό του 11 ποιητικές συλλογές, μία επιλογή ποιημάτων, μία συγκεντρωτική των ποιημάτων 1955 έως 1996, δύο συλλογές διηγημάτων, κι ακόμη τη συγκέντρωση συνεντεύξεων από τη δημοσιογραφική του καριέρα. Είναι ένα έργο με συμμετρία, αλλά πλούσιο, που διακρίνεται από ευαισθησία, σταθερή πορεία, ερευνητική ματιά, ανθρώπινο σχολιασμό, διακριτικότητα, ειλικρίνεια, εντιμότητα και πηγαία πνοή αγαθού ανδρός . Νομίζω ότι η θέση που κατέχει στα νεοελληνικά γράμματα, όσο κι αν ο ίδιος αποφεύγει διακριτικά την ακατάσχετη κι εντέλει βαρετή δημοσιότητα, τη δικαιούται και με το παραπάνω. Έχοντας εδραιώσει μια προσωπική γραφή από πολύ νωρίς, και μια πορεία σταθερή και αταλάντευτη μέσα στον ευρύτατο νεοελληνικό χώρο της σύγχρονης ποίησης, βρίσκεται μακριά από τους κλυδωνισμούς και τις φιλόδοξες ανατροπές, που καλλιεργεί με έπαρση κάθε νεωτερικότητα. Η παρούσα συλλογή, με εξώφυλλο που κοσμεί πίνακας του ποιητή, φέρνει τη φροντίδα, κι όπως πάντα τη σφραγίδα, των καλαίσθητων εκδόσεων Γαβριηλίδης, που επιμένουν στην ποίηση και την παλιά τυπογραφία. Και ας βαφτίστηκε εκ των υστέρων πολυτονισμένη – η καημένη!
|