Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

Πυλαρινός, Θεοδόσης

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (Κέρκυρα), όπου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία και ιστορία του γλωσσικού ζητήματος. Έχει δημοσιεύσει μελέτες στα περισσότερα σύγχρονα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι σύμβουλος έκδοσης και επιμελητής του λογοτεχνικού περιοδικού "Πόρφυρας" και επιστημονικός υπεύθυνος των "Κερκυραϊκών Χρονικών". Επιμελήθηκε διάφορους αφιερωματικούς τόμους και ειδικά τεύχη των περιοδικών "Πόρφυρας" και "Πάροδος". Για το βιβλίο του "Μεθιστορία, μύθος και ιστορία στην ποίηση" του Κυριάκου Χαραλαμπίδη τιμήθηκε στην Κύπρο με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου.

 

Στην επάνω σειρά, από αριστερά: Ο πεζογράφος Κων. Θεοτόκης, ο ζωγράφος Σ. Δεσύλλας, ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, και ο μεταφραστής Ανδρ. Κεφαλληνός. Στην κάτω σειρά, από αριστερά: Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού Μαρτζούκος, ο ποιητής Θρασύβουλος Σταύρου, η ποιήτρια Ειρήνη Δενδρινού, ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Πάλλης και ο λόγιος Μωυσής Χαϊμης

 

Η ταυτότητα ενός περιορισμένου εδαφικά χώρου δεν είναι κάτι το μονομερές ή το μονο- σήμαντο. Συνιστά σύγκλιση και σύζευξη πολλών επί μέρους παραγόντων, οι οποίοι αντανακλούν τις ιστορικές περιπέτειες του συγκεκριμένου χώρου, τις σχέσεις του με όμορους, όμαιμους, ομόγλωσσους ή ομοεθνείς αλλά και την επικοινωνία  του με αλλότριους και αλλογενείς. Η αυθεντικότητά της, ωστόσο, εξαρτάται από τη αρμονική σύνθεση των προηγούμενων συμπτώσεων σε ενιαίο όλο, που το διακρίνει η πρωτοτυπία και η ιδιότυπη δημιουργία, η υπέρβαση δηλαδή των πρώτων υλών και των συστατικών που την δημιούργησαν.

Είτε για πολιτική και εθνική ταυτότητα πρόκειται, είτε για θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική, σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτόνομο το ένα των γνωστών αυτών ειδών από τα άλλα. Αν αναδεικνύεται μία μορφή περισσότερο, αυτό εξαρτάται από τις επικρατούσες συνθήκες, στη βάση των οποίων και πάλι ενυπάρχουν σπερματικά και οι άλλες κατηγορίες, οφείλεται δε η ακμή αυτή στις ιδιαιτερότητες του ευρέος ή στενότερου τόπου που καλλιεργεί και εκδηλώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ταυτοτική του αναγκαιότητα και ιδιογένεια.

Η πολιτισμική ταυτότητα, στην περιοχή της οποίας εντάσσεται η λογοτεχνική, εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από πρωτογενείς παράγοντες, επειδή ακριβώς αποτελεί σύνθεση και κορύφωση πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων. Πλεονεκτεί όμως από το γεγονός ότι, ενέχοντας αυτούς, συνιστά συνθετότερη, επομένως και ποιοτικότερη, συνεπώς και χαρακτηριστικότερη μορφή.

Η λογοτεχνική ταυτότητα, με την οποία θα ασχοληθούμε, που έμεινε γνωστή ως κερκυραϊσμός, επί το παθολογικό ως κορφίτιδα και απαξιωτικά ως κολοκυθοκορφίτιδα, παρουσιάζει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

α) Εκδηλώνει με συγκεκριμένο ιδιάζοντα τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις και τις κοινωνικές –αστικές στην ιδιοσυστασία τους–, ζυμώσεις, συνακόλουθα δε και κατεξοχήν την παιδευτική και πολιτιστική ακμή του κερκυραϊκού χώρου, όπως εξελίχθηκε αυτή σταδιακά ολόκληρο τον 19ο αιώνα, προόδευσε και κορυφώθηκε στο δεύτερο μισό του και αντιστάθηκε  δυναμικά και με αξιώσεις, οι οποίες είναι ορατές κυρίως από την εμφύτευση βασικών γνωρισμάτων της κερκυραϊκής ταυτότητας σε διάδοχους χώρους, δείγμα της αντοχής και της ισχύος της αυτό, κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.

β) Η στενότητα του χώρου της Κέρκυρας αποτελεί αξιοσημείωτο στοιχείο της ακμής και της αξίας του φαινομένου, το οποίο αναπτύχθηκε με μεγάλους και ταχείς ρυθμούς, δυσανάλογους της τοπικής έκτασης, εδρασμένου στη σφριγηλή εντοπιότητα, η ο- ποία παρουσίαζε την εγγενή αντίφαση όλων των συναφών φαινομένων, την αδυναμία δηλαδή αφενός να περιοριστεί στα ασφυκτικά όρια του χώρου γένεσής του και την αδήριτη ανάγκη αφετέρου να κινηθεί κεντρομόλα, δηλαδή εξωστρεφώς, με αξιώσεις μάλιστα ηγετικές. Με άλλα λόγια, περιγεγραμμένοι χώροι που αδυνατούν να απορροφήσουν τους πνευματικούς καρπούς τους αποτελούν παραδείγματα ποιοτικών μορφωμάτων, η μοίρα και η καταστροφή των οποίων συνδέεται με την απορροή των καρπών αυτών.

γ) Οι αντιθέσεις και η σύγκρουση του κερκυραϊσμού τόσο εσωτερικά όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο αποδεικνύει, και από την έποψη αυτή, τη σημασία του ως πνευματικού μεγέθους. Αρχικά, η διαφοροποίησή του από την άλλη επτανησιακή παραγωγή δηλώνει την οντότητα και την ουσία της προσφοράς του, όταν μάλιστα οι άλλες επτανησια-


κές λογοτεχνικές εστίες έσβηναν η μία μετά την άλλη με την απορρόφησή τους από το κέντρο των Αθηνών. Και η σύγκρουση όμως με τη ραγδαία αναπτυχθείσα πρωτεύουσα, που αποτέλεσε πνευματικό χωνευτήρι, προσαποδεικνύει την σημασία ενός τόσο μικρού χώρου.1

Θα αναφερθούμε στο σημείο αυτό στην ονοματοθεσία του όρου, με την παρατήρηση ότι ως πράξη η ονομασία των πάσης φύσεως φαινομένων αποδεικνύει, και αυτή, τη σημασία, την εμβέλεια και τις επιδράσεις που αυτά ασκούν. Και θα σημειώσουμε ότι η εν λόγω ονομασία, όντας διπλή, κερκυραϊσμός επισήμως και κορφίτιδα περιπαικτικά, αποδεικνύει αφ’ εαυτής τη βαρύτητά της. Κερκυραϊσμός είναι η κύρια απόδοσή του, που ως όρος πρέπει να λεχθεί ότι έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως από μη Κερκυραίους. Κορφίτιδα,2 με την κατάληξη της παθογένειας που αποδίδεται στις σοβαρές ασθένειες, αποκλήθηκε από μη Κερκυραίους, μαρτυρημένα από τον Δημήτριο Καμπούρογλου, με διάθεση σατιρική και μια κάποια κακεντρέχεια, ανάμικτη με ζηλοτυπία, προερχόμενες από την ελάσσονα αντιμετώπιση που είχε το δικό του συγγραφικό, ή μάλλον λογοτεχνικό, έργο στην πρωτεύουσα.Η σατιρική, πάντως, απόδοση είναι εύγλωττη απόδειξη για το πόσο απασχόλησε τους αντιταχθέντες στην κατεξοχήν λογοτεχνική αυτή παραγωγή.

 

 

Ένα, επίσης, σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι η ταύτιση του κερκυραϊσμού, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, με τη λογοτεχνική ακμή της Κέρκυρας, επειδή ακριβώς  η λογοτεχνία, είτε ως πλούσια αναγεννητική και ποιοτική παραγωγή ανέδειξε την πρόοδο του τόπου είτε γιατί συνδέθηκε η παραγωγή αυτή με την καθιέρωση της γλώσσας του λαού είτε διότι πρόβαλε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως του Διονυσίου Σολωμού, του Ιακώβου Πολυλά, του Γεωργίου Καλοσγούρου, του Λορέντσου Μαβίλη, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, για να περιοριστούμε στα κορυφαία μόνο πρόσωπα της λογοτεχνικής αυτής σχολής, η οποία –πρέπει να το υπενθυμίσουμε– συνιστά το πνευματικό γεγονός των εξελίξεων δύο τουλάχιστον αιώνων, με  κορύφωση στο β΄ μισό του 19ου αιώνα Ο όρος κερκυραϊσμός αποδόθηκε και σε άλλες περιπτώσεις του κοινωνικού ή πολιτικού βίου, όμως η κα-

θιέρωσή του οφείλεται πρωτίστως και κατά κύριο λόγο στην επιχώρια σχολή και τα απο-

τελέσματά της. Προφανώς δε η σχολή αυτή εξέφρασε πολιτικές αρχές, ιδεολογία και ιδι-

ογενές ήθος.

Όσο αξιοπρόσεκτη είναι η ισχύς του κερκυραϊσμού, άλλο τόσο αξιοσημείωτη είναι η δημιουργία και η αυτοτέλεια της λεγόμενης Κερκυραϊκής σχολής (ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Κωστή Παλαμά), η οποία σε βραχύτατο χρονικό διάστημα παρήγαγε μεγάλο ποιοτικά και ποσοτικά έργο, ανέδειξε τον γενάρχη της νεοελληνικής ποίησης και μετά από αυτόν μία σειρά σημαντικών μαθητών –πρώτο τον Ιάκ. Πολυλά, ο οποίος ουσιαστικά την θεμελίωσε και την επέβαλε– με τεράστια συμμετοχή στην επικράτηση της δημοτικής, με την προβολή λογοτεχνικών ειδών, όπως της κριτικής (από τον ίδιο τον Ιάκ. Πο-

 

 

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

1 Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή σχολή. Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 99-100.

2 Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή σχολή, ό.π., σ. 200-201.

3 Βλ. σ. 31: «Αυτός [...] ο Ντίνος Ελευθερουδάκης δεν θ’ αφίση έναν Κερκυραίον ανέκδοτον!; Τι Κορφίτις

είναι αυτή η αρρώστεια που τον έπιασε!...; και καλά όταν είναι Κορφίτις (που πράγματι αξίζει ο κόπος)

αλλ’ όταν είναι κατά τα θρύψαλά μου [πρόκειται για τίτλο βιβλίου του] Κολοκυθοκορφίτις!». Είναι προφα- νές ότι ενοχλείται ο Δημ. Καμπούρογλου από την εκδοτική πολιτική του Κ. Ελευθερουδάκη, η οποία όμως, αν μη τι άλλο, δηλώνει την προτίμηση που είχε η κερκυραϊκή λογοτεχνική παραγωγή στην Αθήνα. Βέβαια, δεν μπορεί να αντιταχθεί στον Κωνστ. Θεοτόκη, που την εποχή εκείνη διαβάζεται πολύ στην Αθήνα, γι’ αυτό και προσπερνά επαινετικά την κορφίτιδα, υπονοώντας με την κολοκυθοκορφίτιδα τα ελάσσονα έργα των Κερκυραίων, τα οποία εξέδωσε ο Κ. Ελευθερουδάκης. Στην ημιπαιγνιώδη αναφορά του στα Θρύψαλα, στο δικό του  βιβλίο, διακρίνει κανείς την ανάγκη του να αυτοπροβληθεί, πράγμα σύνηθες στον Δημ. Κα- μπούρογλου και συχνά συναντώμενο στην αλληλογραφία του με την Κατίνα Παπά. Και κάτι ακόμη, ο Δημ. Καμπούρογλου έχει μικρή και ένοχη σύγχυση: είναι η κορφίτις ασθένεια ή όχι; Αλλιώς δεν εξηγείται η διορθωτική κίνησή του από την κορφίτιδα στην κολοκυθοκορφίτιδα.


λυλά),4  ως αυτόνομης φιλολογικής εργασίας, και της μετάφρασης από όλους ανεξαιρέ-

τως, και με ιδιαίτερες επιδόσεις τους εκπροσώπους της.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι άνδρες του χώρου αυτού συνέπεσαν, ορθότερα υπήρξαν γεννήματα του όλου κλίματος που περιγράψαμε· ότι οικειοποιήθηκαν και προάσπισαν με αποστολικό ζήλο το έργο του Διον. Σολωμού και ότι το ανέδειξαν με ξεχωριστή, απολογητική5 ή κηρυγματική,6 κατά περίπτωση, ευλάβεια, ώστε να πολιτογραφηθεί ο Ζακύνθιος ποιητής ως γενάρχης τους· ότι παρέβλεψαν και παραμέρισαν για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας και γλωσσικής συνέπειας το έργο του Ανδρέα Κάλβου,παρά την ταυτόχρονη με τον Διον. Σολωμό και επί αρκετά χρόνια παραμονή και δημόσια παρουσία του στην Κέρκυρα· και, ακόμη, ότι η σχολή αυτή διαμόρφωσε ευδιάκριτα γνωρίσματα, τα οποία τηρήθηκαν απαρέγκλιτα και με ιδιαίτερη αυστηρότητα, και μεταφυτευόμενα σταδιακά αλλά σταθερά μετά την Ένωση στον ελλαδικό κορμό και στο πλουραλιστικό κέντρο του την εποχή των πανελλήνιων συνθέσεων σφράγισαν τη νεοελληνική πραγματι- κότητα, μετέχοντας στη δημιουργία μιας εθνικής, έξω από τοπικές πλέον διακρίσεις και σχολές, λογοτεχνίας.

Αυτή, εξάλλου, υπήρξε και η αχίλλειος πτέρνα της σχολής της Κέρκυρας και της ιδεολογικής έκφρασής της, του κερκυραϊσμού, η εμμονή των εκπροσώπων της από τη μία πλευρά στα σολωμικά προτάγματα και εν συνεχεία στην αδιαπραγμάτευτη εντοπιότητα, την παραγωγή δηλαδή πνευματικού έργου εστιασμένου αποκλειστικώς και μόνο στα αμιγή κερκυραϊκά δεδομένα, και από την άλλη στην αναπόφευκτη, ως επιβαλλόμενη εκ των πραγμάτων, εξωστρέφεια, η οποία και αποτελούσε την εναγώνια και εκ των πραγμάτων αντιφατική προσπάθεια κατοχύρωσης των πνευματικών κεκτημένων, με τη μετακένωσή τους στο προϊόν των επικείμενων συνθέσεων. Κατανοούσαν, με άλλα λόγια, οι λογοτέ- χνες αυτοί, πιεζόμενοι από τις ιστορικές αλλαγές, ότι η επιχωριότητα αποτελούσε αδιέξοδη εσωστρέφεια και ότι ήταν αδήριτη η ανάγκη να εμπλακούν δημιουργικά και με αξιώσεις στις νέες πνευματικές και ιδεολογικές κυοφορίες, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν

άμεσα συνδεδεμένο με τη δημοτική γλώσσα, στην οποία οι Κερκυραίοι είχαν αναλώσει

μεγάλες δυνάμεις και είχαν επενδύσει σ’ αυτήν.

 

 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

4 Ο ίδιος ο Ιάκ. Πολυλάς, εξάλλου, σήμανε και την κερκυραϊκή έναρξη της πεζογραφίας, με τα τρία διηγή- ματά του, εμπνευσμένα και δομημένα επάνω στην εντοπιότητα του νησιού του. Βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή σχολή, ό.π., σ. 88-89.

5 Βλ. τα επιθετικά κείμενα του Ιάκ. Πολυλά α) κατά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, «Η λόθρα και η καταβό-

θρα» (επίκριση της Ωδής του Αρ. Βαλαωρίτη στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄) και «Απάντησις ενού τζαγκα- ρόπουλου εις την επιστολήν του Αρ. Βαλαωρίτου» (βλ. Πολυλάς, Άπαντα. Αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, εκδ. Ν.Δ. Νίκα, Αθήνα 1950, σ. 186-196 και 197-199, αντίστοιχα) και β) κατά του Σπυρίδωνα Ζαμπελίου, «Πό-

θεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου. Στοχασμοί» (βλ. ό.π., σ. 138-163). Δες, επίσης, Λορέντσου Μα-

βίλη, Τα κριτικά κείμενα. Φιλολογική επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, ΣΩΦ, Αθήναι 2007, σ. 27-28.

6 Βλ. τα «Προλεγόμενα» του Ιάκ. Πολυλά στα Ευρισκόμενα του Διον. Σολωμού (Πολυλά, Άπαντα, ό.π.) και

Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π.

7 Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Κέρκυρα, και στους κύκλους των λογίων ακόμη (είτε στην Ιόνιο Ακα-

δημία είτε στην Αναγνωστική Εταιρία, δεν ευνόησε την περίπτωση Ανδρ. Κάλβου ως ποιητή, παρά το ότι ως καθηγητής έχαιρε καλής φήμης. Ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ιδίως ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης που πρό- σεξε το σολωμικό έργο, δεν πρόβαλλαν τον Ανδρ. Κάλβο ως ποιητή, παρά το ότι και τον ίδιο και τις ωδές του γνώριζαν. Μόνο για τον Ιωάννη Πετριτσόπουλο γνωρίζουμε ότι είδε θετικά την καλβική ποιητική και γλωσσική πρόταση, και μάλιστα τον μιμήθηκε. Βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, α) «Δύο άγνωστα ποιήματα του Κερκυραίου λογίου Ιωάννη Πετριτσόπουλου», Πόρφυρας, τχ. 120 [2006], σ. 345-347, β) «Γλωσσικές ανη- συχίες και αναζητήσεις στην Κέρκυρα προ της αφίξεως του Διονυσίου Σολωμού. Η περίπτωση του Ιωάννη Πετριτσόπουλου»», Πρακτικά Η΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου, Κύθηρα, 21-25 Μαΐου 2006, τ. IVβ, «Ε- πτανησιακός πολιτισμός, μέρος Β΄, σ. 329-348, Κύθηρα 2009, γ) «Οι γλωσσικές θέσεις του Πέτρου Βράιλα Αρμένη», Κερκυραϊκά Χρονικά, περίοδος Β΄, τ. Β΄, Κέρκυρα 2005, σ. 181-210. Προφανώς, δεν είναι τυχαίο γεγονός η μη αναφορά του ονόματος του Ανδρ. Κάλβου στα κριτικά κείμενα ή την αλληλογραφία του Ιάκ. Πολυλά και μετά από αυτόν του Γ. Καλοσγούρου, του Λορ. Μαβίλη και του Κωνστ. Θεοτόκη.

 


Η αντίφαση αυτή εκδηλώθηκε και στο πολιτικό πεδίο (οι Ιωάννης Καποδίστριας – Γεώργιος Θεοτόκης – Πέτρος Βράιλας Αρμένης μας οδηγούν με την πολιτεία τους στο διάστημα της εξεταζόμενης εποχής στα ίδια συμπεράσματα, τα οποία, τουλάχιστον ως προς τον πρώτο εξ αυτών, τα έχει επισημάνει ο Λορ. Μαβίλης8)· εκδηλώθηκε και στη μουσική, ασχέτως αν δεν απέκτησε η μουσική σχολή της Κέρκυρας την ίδια οντότητα και δεν φαίνεται να απέδωσε ισάξιους καρπούς με τη λογοτεχνική παραγωγή.

Η ονομασία «Κερκυραϊκή σχολή», ο βασικός εκπρόσωπος και εκφραστής, όπως αναφέραμε,  του κερκυραϊσμού, μαρτυρείται ως λογοτεχνικό φαινόμενο από μη Κερκυραίους. Μάλιστα, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς μια τάση διαχωρισμού της από την ευρύτερη Επτανησιακή9 (ο Κ. Παλαμάς, όπως αναφέρθηκε, κάνει λόγο για σχολή της Κέρκυρας). Αναφέραμε κατ’ επανάληψη τον Κ. Παλαμά, το κριτικό κύρος του οποίου επενισχύει τη σημασία της, αφού η εμφάνιση του όρου έγινε στην Αθήνα, στον χώρο του ανταγωνισμού και του αντίπαλου δέους. Αποδεχόταν, με άλλα λόγια, το φαινόμενο καθαυτό και την προσφορά του –οι μελέτες του για τους Κερκυραίους και τα ποιήματά του για τους λογοτέχνες του νησιού, εξ ίσου κριτικού ενδιαφέροντος με εκείνες,10 δηλώνουν έμπρακτα την αναγνώρισή της. Ο ίδιος, εξάλλου, αποτέλεσε φορέα της μεταβίβασης της κερκυραϊκής λογοτεχνίας στις φιλολογικές ζυμώσεις και τις γλωσσικές ανακατατάξεις που συντελούνταν στην Αθήνα, ως μέτοχος μάλιστα των αλλαγών αυτών αξιοποίησε δεόντως τη σπουδαία αυτή περιουσία, με τον δικό του βεβαίως τρόπο, και κυρίως τη δική του ερμηνεία του σολωμικού έργου.

Ο λογοτεχνικός ορισμός του κερκυραϊσμού, ο οποίος αντιπροσωπεύει το φαινόμενο σε όλο του το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, ενέχει τα ακόλουθα γνωρίσματα:

α) Τον διακρίνει η κερκυραϊκή εντοπιότητα,11 με σαφή διαχωρισμό τόσο από τα λογοτεχνικά δρώμενα των Αθηνών, όσο και της άλλης Επτανήσου. Η πρόταση του όρου Ζακυνθία σχολή,1καίτοι δεν τελεσφόρησε, όμως καθιστά σαφή την ενδοεπτανησιακή διαφοροποίηση, η οποία στηρίχθηκε κυρίως  στην αλλότροπη θεώρηση του σολωμικού

έργου. Το αφηγηματικό έργο του Ιάκ. Πολυλά, του Κωνστ. Θεοτόκη,13  της Ειρήνης Α.

Δεντρινού, του Ηλία Σταύρου, καθώς και του λαϊκού ποιητή Σπύρου Περούλη –αλλά και μιας πλειάδας άλλων ελασσόνων λογοτεχνών– αποτελεί εύγλωττο δείγμα της προβολής της εντοπιότητας αυτής.

β) Αποδίδει τη θεωρητική κρυστάλλωση και αποτίμηση του λογοτεχνικού φαινομέ-

νου καθαυτό. Η Ειρ. Α. Δεντρινού, για παράδειγμα, με αυτό τον στόχο εξέδωσε βιβλίο

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

8 Βλ. Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 30, 78, 82, 106, 183, 356.

9 Βλ. Θ. Πυλαρινός, «Από την αλληλογραφία Κωνστ. Θεοτόκη και Ειρήνης Α. Δεντρινού», Πόρφυρας, τχ.

80 (1997), «Κ. Θεοτόκης. Τα Πρακτικά ενός Συνεδρίου, Κέρκυρα, Γενάρης-Μάρτης 1997», σ. 217-222 (221).

10  Βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Οι ‘έμμετρες κριτικές’ του Κωστή Παλαμά για τους Επτανήσιους», στον τόμο Κωστής Παλαμάς. Μελετήματα. Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής, Αθήνα 2004, σ. 15-49.

11 Βλ. χαρακτηριστικά τα τρία διηγήματα του Ιάκ. Πολυλά (βλ. Πολυλάς, Άπαντα. ό.π., σ. 15-82, «Ένα μι-

κρό λάθος», «Η συχώρεσις» και «Τα τρία φλωριά»), όλα τα μυθιστορήματα και τη νουβέλα Η τιμή και το χρήμα, τα Διηγήματα [Κορφιάτικες ιστορίες] (Τυπογραφείο «Κείμενα», Αθήνα 1982) και την Αγάπη παρά- νομη (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1977) του Κωνστ. Θεοτόκη, τα Ηθογραφικά διηγήματα των Κερκυραίων

αγροτών του Ηλία Σταύρου (Ηλία Σταύρου, Τα ευρισκόμενα. Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα

2009, σ. 151-211), και τον Εξαγνισμό! της Ειρ. Α. Δεντρινού (εκδ. «Γράμματα», Αλεξάντρεια 1923).

12 Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή σχολή, ό.π., σ. 15 και 18.

13  Αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του Ηρ. Αποστολίδη για την προτίμηση των Κερκυραίων προς την εντοπιότητα, τονίζοντας ως βασικό κατά τη γνώμη του αίτιό της –άποψη εμφανώς μονόπλευρη–,  το αδια-

μόρφωτο της γλώσσας και τις επιπτώσεις του στη λογοτεχνία και παραβλέποντας την προβολή της εντοπιό-

τητας: «Μην κυττάς ο Θεοτόκης τι έκανε. Αυτός το έθεσε ως αρχήν να γράψη Κερκυρέικα. Επειδή δεν εύρισκε –έλεγε– σχηματισμένη τη γλώσσα την Νεοελληνική. Σήμερα η γλώσσα  σχηματίζεται πια η ‘αστι- κή’, που μιλούν  δυο τρία εκατομμύρια Έλληνες και αυτή θα επικρατήση. [...]». Η αστική είναι η πανελλή- νια, η απόρροια των συγκλίσεων και συνθέσεων των αρχών του 20ού αιώνα. Βλ. Περιοδικόν Μεγάλη Ελλη- νική Εγκυκλοπαιδεία, τχ. 51 (13-2-1927), σ. 1, «Η στήλη μου».


μελετημάτων1για τους λογοτέχνες της Κέρκυρας,1με τίτλο Κερκυραϊκή σχολή.1Με ενωτικές διαθέσεις ο παραγνωρισμένος σήμερα λόγιος και συγγραφέας Θεόδωρος Βελλιανίτης θεωρεί αυτήν ως συνέχεια και σύμφωνα με τα λεγόμενά του ως «εξακολούθησιν της Ζακυνθίας τοιαύτης». Ο Λορ. Μαβίλης, πάλι, στα κριτικά έργα του περιγράφει σαφώς τα όρια του κερκυραϊσμού. Πρέπει να επαναληφθεί στο σημείο αυτό ότι οι δύο ονομασίες είναι αποτέλεσμα της διαφορότροπης πρόσληψης του Διον. Σολωμού. Και οι δύο τάσεις επικαλούνται το όνομά του και των δύο οι εκπρόσωποι θεωρούν ότι αποτελούν τους αυθεντικούς συνεχιστές του, είναι δε χρήσιμο το παράδειγμα αυτό για τη διαμόρφωση επί μέρους ταυτοτικών ενδείξεων.

γ) Συνιστά την αυστηρή τήρηση του σολωμικού κανόνα. Τα αντιβαλαωριτικά κείμενα του Ιάκ. Πολυλά ή οι κριτικές θέσεις του Λορ. Μαβίλη, με ενδιαφέρουσες αιχμές κατά του Κ. Παλαμά17 και του Γιάννη Ψυχάρη,18 αρκούν ως παράδειγμα προς απόδειξη της υπερβολής ή, μάλλον, της θρησκευτικής ευλάβειας, με την οποία τηρήθηκε η γραμμή αυτή.

δ) Σημαίνει την καθιέρωση της δημοτικής ως λογοτεχνικής και περαιτέρω ως εθνικής γλώσσας, συνδυασμένης στενά με τον πατριωτισμό.19 Αρκεί να αναφέρουμε δύο παραδείγματα για άμεση τεκμηρίωση: α) Το περιοδικό της «Οκτανδρίας»,20 που τιτλοφορή- θηκε Εθνική Γλώσσα και β), κατά τον μεταβατικό μετεωρισμό των τελευταίων Κερκυραίων εκπροσώπων, τη στράτευσή τους, εν όψει του κοινού κινδύνου της δημοτικής, στον Νουμά, το μαχητικό όργανο του δημοτικισμού, παρά τις σημαντικές διαφορές τους21 μ’ αυτόν και τις αντιθέσεις τους στις ακρότητές του.

ε) Σχετίζεται με τον σχεδιασμό της Εθνικής Γλώσσας, περιοδικού που γνωρίζουμε τους στόχους από τη σωθείσα αναγγελία έκδοσής του –το ίδιο δεν κυκλοφόρησε ποτέ, παρότι ο πρώτος αριθμός του πήγε στο τυπογραφείο στη Λειψία–, κατεξοχήν δε με την έκδοση του περιοδικού οργάνου της όψιμης φάσης της σχολής της Κέρκυρας. Εννοούμε

 

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

14 Πρόκειται για ομιλίες της, με πολλά άγνωστα στοιχεία, που συνεκδόθηκαν στον τόμο Η Κερκυραϊκή σχο-

λή (=Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. ΙΙΙ, Κέρκυρα 1953 και β΄ έκδοση το 1971).

15 Ο Ανδρ. Κάλβος ασφαλώς απουσιάζει από αυτό. Το βιβλίο της Ειρ. Α. Δεντρινού είναι ιδιαίτερα χρήσι-

μο σήμερα, διότι, εκτός από τους γνωστούς Κερκυραίους λογοτέχνες, διέσωσε στοιχεία για λησμονημένους σήμερα Κερκυραίους συγγραφείς, όπως ο Στέλιος Χρυσομάλλης και ο Γλαύκος Πόντιος (=Νίκος Κογεβί- νας). Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι βασικό μέλημα των τελευταίων εκπροσώπων της Κερκυραϊκής

σχολής (του Λορ. Μαβίλη και κυρίως, λόγω του πρόωρου θανάτου εκείνου, του Κωνστ. Θεοτόκη και της

Ειρ. Α. Δεντρινού) υπήρξε η διάσωση του έργου των μελών της σχολής τους. Στο πλαίσιο αυτό συνέλεξαν και εξέδωσαν τόσο το έργο του Λορ. Μαβίλη (Λορέντσου Μαβίλη, Τα έργα. Αλεξάντρεια 1915, έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Γράμματα), όσο και του Γλαύκου Πόντιου (Νικ. Κογεβίνα [Γλαύκου Πόντι- ου], Τα έργα. Προλεγόμενα Ειρήνης Δεντρινού, Τυπογραφείον «Εστία», Αθήνα 1916).

16  Βλ. Θεόδωρος Βελλιανίτης, Πολυλάς, Μαρκοράς και η Σχολή της Κέρκυρας.   Φιλολογικός Σύλλογος

«Παρνασσός», αρ. 4, Αθήνα 1970.

17 Βλ. Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π.

18 Βλ. Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 77-78, 182.

19  Βλ. Λορέντσου Μαβίλη, Τα έργα. Αλεξάντρεια 1915, έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Γράμματα, και το ίδιο κείμενο στο:  Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 168-176, «Λόγος για το γλωσσικό ζήτημα στη συνεδρίαση της Βουλής της 26 Φεβρ. 1911».

20  Την αποτελούσαν οι Ιάκωβος Πολυλάς, Γεράσιμος Μαρκοράς, Κάρολος Μάνεσις, Στέλιος Χρυσομάλ-

λης, Γεώργιος Καλοσγούρος, Ανδρέας Κεφαλληνός, Νίκος Κογεβίνας και Λορέντσος Μαβίλης. Για το

«Πρόγραμμά» της βλ. Πολυλάς, Άπαντα. Αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, εκδ. Ν.Δ. Νίκα, Αθήνα 1950, σ. 200-

201.

21 Ο Λορ. Μαβίλης, για παράδειγμα, δεν συνεργάστηκε στον Νουμά, έχοντας περαιτέρω και (μαρτυρημέ-

νες) αντιρρήσεις για τη φιλολογική επιμέλεια και τις διορθώσεις των φύλλων του (βλ. Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 255-256). Η Ειρ. Α. Δεντρινού σε επιστολή της προς τον Κωνστ. Θεοτόκη  του προτείνει γλωσσικές διορθώσεις σε κείμενά του στο εφημεριδόμορφο αυτό περιοδικό, με το ψυχαρικό φθογγολογικό

του οποίου είχε εκείνος συμβιβαστεί. Βλ. Θ. Πυλαρινός, «Από την αλληλογραφία Κωνστ. Θεοτόκη και

Ειρήνης Α. Δεντρινού», Πόρφυρας, τχ. 80 (1997), «Κ. Θεοτόκης. Τα Πρακτικά ενός Συνεδρίου, Κέρκυρα,

Γενάρης-Μάρτης 1997», σ. 199-200.


την Κερκυραϊκή Ανθολογία, με ύλη αμιγώς κερκυροκεντρική, είτε αυτή αναφερόταν στη δημοσίευση ανέκδοτων έργων των παλαιοτέρων είτε στην ανάδειξη των ειδολογικών και γλωσσικών προτιμήσεων της Σχολής της Κέρκυρας είτε στην παρουσίαση της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής του χώρου τους είτε, τέλος, στην προβολή των νέων Κερκυραίων δημιουργών, στο πλαίσιο της συνέχειας και της εξασφάλισης διαδόχων, θέματος ζωτικού ενδιαφέροντος και γνωρίσματος εν τέλει της εν λόγω σχολής.

ζ) Διακηρύσσει τον πατριωτισμό, την ένωση των απανταχού δυνάμεων του ελληνισμού (έμπρακτη απόδειξη με ενσυνείδητη απεμπόληση μέρους της αυτονομίας της επτανησιακής σφραγίδας υπήρξε η ιδεολογική και πρακτική συνεισφορά στον αγώνα για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα), την αρραγή ενότητα και τον ηγετικό προορισμό του ελληνισμού. Η συμμετοχή του Λορ. Μαβίλη και του Κωνστ. Θεοτόκη στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και της Ηπείρου, και ο θάνατος του πρώτου πολεμώντας στον Δρίσκο, αποτελούν έμπρακτες αποδείξεις.

η) Εκπροσωπεί τη συνεχή πνευματική αναζήτηση, λόγω της ευρωπαϊκής εμπειρίας και της γλωσσομάθειας των Κερκυραίων λογοτεχνών, καθώς και την ανανέωση των ειδών. Η καλλιέργεια της πεζογραφίας και οι επιδόσεις σ’ αυτήν, παρά τον ποιητικό προσανατολισμό ολόκληρης της Επτανησιακής σχολής, δηλώνει την ειδολογική αυτή στροφή ως ανανέωση, που σήμαινε όμως και τη μακροημέρευση της λογοτεχνικής παραγωγής και παράδοσης του χώρου τους. Και η προσεκτική φιλολογική και κριτική εργασία τους, με νέες αναγνωστικές προτάσεις και εθνοκοινωνικό χαρακτήρα, στον ίδιο επίσης απέβλεψε σκοπό.

θ) Αφορά, σύμφωνα με τη σολωμική κληροδοσία, στην έμφαση που πρέπει να δίνε- ται στη δομή του λογοτεχνήματος, πρωτίστως δηλαδή στην αρμονική σύζευξη της μορφής με το περιεχόμενο.

ι) Σχετίζεται με τη μεγάλη επίδοση στο μεταφραστικό έργο, το εθνωφελές και δημοτελές του οποίου συνίστατο αφενός στις ευκαιρίες για δοκιμή, βελτίωση και κρυστάλλωση της δημοτικής, ως οργάνου αυτάρκους για την απόδοση των υψηλών νοημάτων, καθώς και ως μεταδότη των αριστουργημάτων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στη δημοτική γλώσσα, με προγραμματικό στόχο την καλλιέργεια και την ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου των πολλών. Ο Ιάκ. Πολυλάς που άνοιξε δρόμους στο ζήτημα αυτό, ο Κωνστ.

Θεοτόκης με το πληθωρικό και πολύμορφο μεταφραστικό έργο του,2αλλά και λόγιοι, όπως ο Γεώργ. Καλοσγούρος2και ο Ν. Κογεβίνας, γνωστότερος με το ψευδώνυμο ως Γλαύκος Πόντιος –οι δύο τελευταίοι αφιερώθηκαν, σημειωτέον, αποκλειστικά και μόνο στη μετάφραση και τη θεωρία της– καθιστούν εμφανείς τις μεταφραστικές προθέσεις της σχολής της Κέρκυρας.

Και περαιτέρω όμως, πρέπει να προσγραφεί στα παραπάνω η σύνθεση του ερωτισμού της φύσης της Κέρκυρας με  τη διάχυτη πνευματικότητα και την υποβολή του χώ- ρου αυτού, επειδή αποτέλεσε συνέπεια κοινωνική, αφού αναδείχθηκε σε ιδεολογία και λογοτεχνική τάση η λατρεία των Κερκυραίων στο πάτριο έδαφος, η ερωτική εξιδανίκευση της γενέθλιας γης και η ηθική στάση τής με κάθε τρόπο πνευματικής προάσπισής της. Αξίζει να αναφερθεί, για να δειχθεί η έκταση του φαινομένου στον κοινωνικό ιστό της πόλης, ότι η Σπιανάδα, η γνωστή μεγάλη πλατεία της πόλης της Κέρκυρας, αποτέλεσε και, κυρίως, προβλήθηκε24 ως κέντρο λογοτεχνικό και σύμβολο, γνωστό και εκτός Κερκύρας, της κερκυραϊκής πνευματικότητας, της παιδείας και της λογοτεχνίας.

 

 

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

22 Βλ. Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Ο Φαίδωνας. Έκδοση κειμένου – Εισαγωγή – Γλωσσάρι: Θεοδόσης Πυλα-

ρινός. Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών. Κέρκυρα 2009, σ. 17-92, Εισαγωγή.

23 Βλ. Περιοδικόν Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, τχ. 119 (26-2-1928), σ. 4, και τχ. 120 (4-3-1928),

σ. 2-3, Γερ. Σπαταλά, «Ο Γεώργιος Καλοσγούρος σα μεταφραστής».

24 Βλ. Μαβίλη, Τα κριτικά κείμενα, ό.π., σ. 32, 51-53, 102, 106, 199, 204, 269, 329.


Ο κερκυραϊσμός, λοιπόν, ως επιχώρια ταυτότητα είναι εμφανές ότι προσέλαβε με- γάλο πνευματικό εύρος, επειδή ακριβώς υπερέβη θεαματικά το εξαιρετικά στενό περί- γραμμα, εντός του οποίου γεννήθηκε και καρποφόρησε. Αυτή όμως η υπέρβαση των ε- σκαμμένων και η έξοδος από τον οικείο χώρο αποτέλεσαν και την αιτία των νομοτελειακών ρωγμών που υπέστη. Η τοπική αυτή ταυτότητα ήταν αναπόφευκτο και λειτουργικά αναμενόμενο να αποδώσει, φθάνοντας δε στο ζενίθ της να μεταδώσει τους χυμώδεις καρπούς της, φυσική συνέπεια της ωριμότητας κάθε φυσικού ή κοινωνικού φαινομένου, που ολοκληρούμενο ρέπει στην αφομοίωση, στη σύνθεση με εκείνα που επιδιώχθηκε να ενισχύσει, και εν τέλει στη διάλυση και τον αφανισμό.

Θεωρούμε σκόπιμο να παρακολουθήσει κανείς αυτή τη διαδρομή μέσα από το έργο συγκεκριμένων εντύπων και εκπροσώπων προς επίρρωση όσων αναφέρθηκαν. Ενδεικτικά, θα αναφερθούμε στα περιοδικά Εστία, Τέχνη, Ο Νουμάς και Παναθήναια, τέσσερα σημαντικά δείγματα του αθηναϊκού περιοδικού τύπου της εποχής. Στην Εστία εμφανίζονται οι Κερκυραίοι διαισθανόμενοι τη σοβαρότητα του νέου που κυοφορείται εκτός Κερκύρας αλλά με ρίζες που δεν ήταν άμοιρες αυτής, και αντιλαμβανόμενοι σαφώς την αναγκαιότητα της συμμετοχής τους, εν είδει δυναμικής εκπροσώπησης, σε ό,τι εκεί συντελείτο. Η Τέχνη προβάλλει τους Κερκυραίους, αξιοποιώντας τη λογοτεχνική τους ποιότη- τα αλλά και τις γλωσσικές απόψεις τους υπέρ της δημοτικής. Ο Νουμάς, στο πρώτο διάστημα της κυκλοφορίας του και μέχρι το 1910, περίπου, φιλοξενεί πλείστα όσα έργα τους, ώστε να μπορεί να μιλήσει κανείς για έντονη κερκυραϊκή παρουσία.25  Αντίθετα, στα Παναθήναια26 είναι μεν υπαρκτή η κερκυραϊκή συμμετοχή, αλλά άτονη, χωρίς ταυτότητα, αρχής γενομένης από τη μεγάλη συμμετοχή του Διον. Σολωμού διαμεσολαβημένου, η οποία τον παρουσιάζει κατά κάποιο τρόπο εξαθηναϊσμένο, με την παλαμική δηλα- δή οπτική. Πίσω από τις διαφορές αυτές κρύβονται, σε κάθε περίπτωση, αντιθέσεις και αντιφάσεις, ανταγωνισμοί και διαγκωνισμοί, αγαθές προαιρέσεις αλλά και σκοπιμότητες.

Από πλευράς κερκυραϊκής, το περιοδικό Εθνική Γλώσσα, με σαφές κερκυροκεντρι-

κό πρόγραμμα, δεν ευμοίρησε να εκδοθεί, γνωρίζουμε όμως από την εύγλωττη εξαγγελία της έκδοσής του το ποιόν του και εικάζουμε ότι το περιορισμένο περιεχόμενο της ύλης του αποτέλεσε και τον βασικό λόγο της μη ευόδωσης της κυκλοφορίας του, ενώ η Κερκυραϊκή Ανθολογία, που οι εκδότες της Κωνστ. Θεοτόκης και Ειρ. Α. Δεντρινού φιλοδόξησαν να αποτελέσει τον πρεσβευτή της κερκυραϊκής παράδοσης και τον ανταγωνιστή των αθηναϊκών περιοδικών, όσο ζούσε ο πρώτος, αγωνιζόταν να επιβιώσει, προβάλλοντας τον κερκυραϊσμό με επίμονη, αυτοκαταστροφική εσωστρέφεια, μετά δε τον θάνατο εκείνου, στη δεύτερη περίοδο της κυκλοφορίας της, απέβαλε σε μεγάλο βαθμό το αυθε- ντικό επιχώριο ένδυμά της, νοθεύοντας το κερκυραϊκό περιεχόμενό της, αφού παραχώρησε την ελευθερία πραγμάτευσής του από μη Κερκυραίους λογοτέχνες ή συγγραφείς, χάνοντας έτσι τον πρωτοταγή λογοτεχνικό προσανατολισμό της με την εκχώρηση δικαι- ωμάτων στο είδος της μελέτης, για κερκυραϊκά θέματα αλλά στην πλειονότητά τους από μη Κερκυραίους.

Σε άλλο επίπεδο, προσώπων αυτή τη φορά, δεν μπορεί να παραβλέψει ο προσεκτικός μελετητής της επτανησιακής λογοτεχνίας τα φιλοκερκυραϊκά φρονήματα του Κωστή Πασαγιάννη ή από την άλλη πλευρά την απόκλιση προς το κέντρο του Κερκυραίου Γεωργίου Μαρτινέλη· ή τη σύγχυση του Κερκυραίου λογοτέχνη Ηλία Σταύρου, το έργο του οποίου παρουσιάζει εξαιρετικά αντιφατική εικόνα· ενώ συγγράφει εξαιρετικά ηθογραφι-

 

 ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

25 Βλ. τη μελέτη μας «Ο Νουμάς και Κερκυραίοι δημοτικιστές», Δελτίο Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας,

αρ. 23 (1998).

26  Βλ. την υπό δημοσίευση ανακοίνωσή μας στο Θ΄ Πανιόνιο Συνέδριο των Παξών (26-30 Μαΐου 2010),

που διοργάνωσε η Εταιρεία Παξινών Μελετών και ο Δήμος Παξών, με τον τίτλο «Επτανήσιοι στα Παναθή-

ναια (ετερόκλητες συναντήσεις – συνθετικές συμπτώσεις)».


κά διηγήματα, με έκδηλη την κερκυραϊκή εντοπιότητα, ακολουθώντας  πιστά τα πολυλαϊκά πρότυπα, το άλλο συγγραφικό έργο του αποτελεί συνονθύλευμα ανθρώπου που έχει χάσει τα νερά του και έχει παραχαράξει την ταυτότητά του, συνθέτοντας ιδεολογικά άχρωμα και καταγωγικά ανέστια ποιήματα  ή διηγήματα ή μικτά είδη, όπως του τα υπέβαλλε η αθηναϊκή πραγματικότητα, στην οποία επέλεξε να ζήσει, ανοίκεια και απορριπτέα από τους τελευταίους σημαντικούς εκπρόσωπους της Κέρκυρας. Το ίδιο, παρά την ποιότητα των βιβλίων της, θα ισχυριστούμε και για την Κατίνα Παπά, με τη διαφορά ότι λόγω της παιδείας της έχει κατανοήσει σε βάθος τις νέες συνθήκες, το δε έργο της είναι ενταγμένο ομαλά σ’ αυτές, θυμίζοντας πολύ αχνά τις κερκυραϊκές καταβολές της.27

Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο κερκυραϊσμός με τη λογοτεχνική έκφανσή του απέδωσε τα μέγιστα στους χώρους εκφόρτωσης του πνευματικού και ιδεολογικού υλικού του, πράγμα που έθεσε σε κίνδυνο και σε εύλογο αντιπερισπασμό τις αλλότριες ταυτότητες, με τις οποίες ήλθε σε αντπαράθεση, κατεξοχήν δε συγκρούστηκε με τη διαμορφούμενη νέα εθνική λογοτεχνία –η κορφίτις νόσος, ασθένεια μολυσματική και βλαπτική του νέου, το οποίο συνοστεώνεται, από εκεί έλκει την καταγωγή της.

Η άμυνα, ο φθόνος, οι αντιθέσεις, κατά κύριο λόγο, είναι αυτές που δημιούργησαν τους τρόπους αντίδρασης. Η νόσος κορφίτις, την οποία απέδωσε στον Κ. Ελευθερουδάκη,  γνωστό επιτυχημένο εκδότη της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο Δημ. Καμπούρογλου δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Μπορεί να ορμάται από το πεδίο της μικροϊστορίας, μικρογεγονότα όμως του είδους αυτού αποτελούν σπέρματα, τα οποία κυοφορούνται και εξελίσσονται συνήθως σε μείζονα ή και μέγιστα φαινόμενα.

Ο Κ. Ελευθερουδάκης εξέδιδε την εποχή εκείνη κατά σύστημα έργα Επτανησίων, ορθότερα έργα των Κερκυραίων λογοτεχνών. Φυσικά, ήταν η ποιότητα και η αναγνωσιμότητά τους που τα έκανε προσφιλή και συμφέροντα από εμπορικής πλευράς. Ο μέτριος ως λογοτέχνης Δημ. Καμπούρογλου, κράμα λογίου, ιστορικού και ολίγον λογοτέχνη, ταλανιζόμενος γλωσσικά, έβλεπε ζηλότυπα, φιλύποπτα ή και καχύποπτα την κυκλοφορία

και τη ζήτηση των έργων του Κωνστ. Θεοτόκη ή του Γ. Καλοσγούρου ή και της Ειρ. Δε-

ντρινού, βιβλία των οποίων εξέδωσε όντως ο Κ. Ελευθερουδάκης. Οι αντίθετες, συντηρητικές συγκριτικά, θέσεις του για τη γλώσσα αλλά και τη μορφή του λογοτεχνήματος τον έκαναν να μέμφεται τον εκδότη, αδυνατώντας να καταφερθεί κατά των έργων και των δημιουργών τους, τα οποία, αντιθέτως, ψυχρά ή με δόση υποκρισίας, εγκωμίαζε. Και για την ιστορία, αυτά σε επιστολή του προς την Κατίνα Παπά, η οποία, καίτοι γραμματέ- ας της Κερκυραϊκής Ανθολογίας στην δεύτερη  περίοδο της κυκλοφορίας της, αποτέλεσε φορέα του εκπνέοντος κερκυραϊσμού και οπαδό της νέας λογοτεχνικής πραγματικότητας, μακριά από την Κέρκυρα, παρά τα έντονα βιώματα του κερκυραϊσμού που την διέκριναν.

 

 

 

 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 27 Η πολυσέλιδη αλληλογραφία της και η φιλία της με τους Γρηγόριο Ξενόπουλο και Δημήτριο Καμπού- ρογλου είναι αποκαλυπτική των αλλαγών στον τρόπο σκέψης και λογοτεχνικής παραγωγής της. Βλ. Γράμματα Δημ. Καμπούρογλου και Γρηγ. Ξενόπουλου στην Κατίνα Γ. Παπά 1920-1937. Προλεγόμενα – επιμέλεια Κώστα Δαφνή, Κέρκυρα 1972 (=Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. XVIII, Κέρκυρα 1972. Μέρος του τόμου αυτού είχε δημοσιευτεί αρχικά στη Νέα Εστία, τ. 51ος  [1952], Κατίνας Παπά, «Η αλληλογραφία μου με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο». Επίσης, βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Μεταξύ Κερκύρας και Αθηνών: Η Κατίνα Παπά ως σύνδεσμος δύο λογοτεχνικών σχολών», Δελτίο Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, αρ.

25 (2003), σ. 121-165, και ανάτυπο με δική του σελιδαρίθμηση.

 

 

Το έγγραφο αυτό του καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινού αποδεικνύει ότι δεν όταν μόνο η μουσική των Κερκυραίων που καταπολεμήθηκε από το Αθηνοκεντρικό Κράτος (βλέπε:http://www.corfu-museum.gr/index.php/2013-07-09-16-28-35/18-music/162-2012-05-10-07-31-37 ) αλλά και η Κερκυραϊκή λογοτεχνία πήρε χαρακτηρισμούς ανεπίτρεπτους προερχομένους υποτίθεται από πνευματικούς ανθρώπους της υπόλοιπης Ελλάδας.

 

 

 

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Εμφανίσεις Άρθρων
3902129