Σαγράδο, η ζωή των χωρικών το μεσαίωνα στην Κέρκυρα
Στην Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα (1386 – 1797) εκ μέρους της Βενετίας υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Ενώ ήταν μια αυτοκρατορία της Θάλασσας δεν είχε την δυνατότητα να έχει στρατό ξηράς για να επιβλέπει τις κτήσεις της σε τρόπο ώστε να μπορεί άμεσα να επεμβαίνει όπου δημιουργούνταν εστίες αναταραχής.
Το 1272 ο Κάρολος Α' ο Ανδεγαβός άρχισε να υλοποιεί στην Κέρκυρα την παραχώρηση εδαφικών εκτάσεων σε στρατιωτικούς. Οι παραχωρήσεις αυτές είχαν φεουδαλικό χαρακτήρα, γιατί ο αποδέκτης έδινε όρκο πίστης και υποταγής και υποχρεωνόταν να παρέχει στρατιωτική υπηρεσία στον ηγεμόνα . Στα τέλη της ανδεγαβικής περιόδου, η πλειοψηφία των Κερκυραίων φεουδαρχών ήταν γόνοι ισχυρών «οίκων», ενώ μέλη των οικογενειών αυτών είχαν αναλάβει αξιώματα στο νησί. Η Βενετία, στην οποία περιήλθε η Κέρκυρα το 1386, επικύρωσε τα προνόμια που είχαν δοθεί στους φεουδάρχες από τους προηγούμενους ηγεμόνες του νησιού.
Προσπάθησε έτσι η Βενετία να λύσει το πρόβλημα της μη ύπαρξης στρατού με την εντοπιότητα. Δέχτηκε τα μεγάλα κομμάτια γης σε διακεκριμένα άτομα, τους έδωσε τίτλους και δικαιώματα.
Έτσι δημιούργησε άρχοντες-ευγενείς οι οποίοι εξουσίαζαν απόλυτα τις περιουσίες που τους είχαν παραχωρηθεί. Είχαν τη δύναμη να εξουσιάζουν απόλυτα τους χωρικούς-εργαζόμενους έχοντας επ’ αυτών δικαίωμα ζωής και θανάτου. Δεν υποστηρίζεται το δικαίωμα αυτό δια νόμου αλλά στην πράξη συνέβαινε για να είναι εξασφαλισμένη η Διοίκηση από τυχόν αποσχιστικές τάσεις. Κατά καιρούς εμφανίζονται και πιο περιφερειακές μορφές όπως ήταν οι Μπαντιέρες π.χ Μπαντιέρα του Σκριπερού, Μπαντιέρα του Αι. Μαθιά κ.λπ.
Οι ευγενείς-άρχοντες επεκράτησαν παντού. Μέσα στις κτηματικές τους εκτάσεις έκτισαν τα Αρχοντικά τους, μεγαλόπρεπη κτήρια με στάβλους και αποθηκευτικούς χώρους για την αποθήκευση των καρπών της γης τους.
Παράλληλα υπήρχε και το σολιάτικο όπου ο φεουδάρχης παραχωρεί τμήμα της γης του σε χωριάτη προς καλλιέργεια και παίρνει τον λεγόμενο κανόνα δηλ. παραμένει η γη δικιά του και φέρνει στον φεουδάρχη πρόσοδο. Για τη σύμβαση σολιάτικου ο άρχοντας έπρεπε να πάρει την άδεια από την Βενετική αρχή.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο φεουδάρχης έχει να καλλιεργήσει τα δικά του κτήματα και να παρακολουθήσει την παραγωγή των σολιάτικων. Για να μετέχει σε όλη αυτή την διαδικασία είναι γεγονός ότι χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια. Εύκολα και φθηνά χέρια υπήρχαν στα μέρη γύρω από τα κτήματα του. Έτσι δημιουργούσε ομάδες χωρικών όπου έπρεπε να δουλεύουν ακατάπαυστα γι’ αυτόν.
Από τα μέσα του 16ου αιώνα ξεκίνησε στην Κέρκυρα η συζήτηση για το προστύχι, την προαγορά δηλαδή της σοδειάς, ένα είδος δανεισμού για τους αγρότες. Τη θεωρούσαν μια εβραϊκή δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του αιώνα, και γι’ αυτό οι πολίτες ζήτησαν το 1552 την κατάργησή του. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για το προστίχι, μεσαιωνική λέξη προερχόμενη από τα πρό και στίχος, η οποία δεν έχει σχέση με το επίθετο πρόστυχος και τα παράγωγά του. Το προστίχι , γνωστό και στα νησιωτικά ιδιώματα του Ιονίου, δήλωνε τύπο δανείου, κατά τον οποίο ο δανειζόμενος υποχρεούτο να επιστρέψει τα (τοκισμένα) οφειλόμενα σε είδος από την επόμενη σοδειά του. Όλες ομάδες αυτές των χωρικών έπρεπε να υπακούουν στις εντολές του Άρχοντος και έτσι παράλληλα να επιτυγχάνονταν οι σκοποί της Βενετικής διοίκησης
Άλλη μερίδα υποτελών ήσαν οι δουλοπάροικοι καλλιεργητές, κατά το Μεσαίωνα, που ήταν εξαρτημένοι από τη γη που καλλιεργούσαν και δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από αυτήν· διέφεραν από τον δούλο κατά το ότι δεν αποτελούσε ο ίδιος προσωπικά ιδιοκτησία ενός άλλου ανθρώπου, αλλά αν πουλιόταν η γη που καλλιεργούσε, μεταβιβαζόταν μαζί της και αυτός στον νέο κύριο. Οι δουλοπάροικοι οι οποίοι δούλευαν σε ένα αγρόκτημα ήταν υποχρεωμένοι να εργαστούν για τον δεσπότη στον οποίο ανήκε αυτή η γη, και σε αντάλλαγμα λάμβαναν από αυτόν προστασία, δικαιοσύνη, καθώς και το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται ορισμένα χωράφια του φέουδου για τη δική τους επιβίωση. Σταδιακά οι περισσότεροι μπήκαν «στη δούλεψη» των γαιοκτημόνων και σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής προστασίας που αυτοί τους παρείχαν (από επιδρομές ληστών ή από οργανωμένους στρατούς άλλων γαιοκτημόνων).Αυτοί δέχτηκαν στην αρχή να δίνουν στον μεγαλογαιοκτήμονα μέρος της παραγωγής τους ή προσωπική εργασία.
Η υποτέλεια, δηλαδή η υποχρέωση εκείνου που δέχτηκε την έκταση γης για να ορκιστεί στον χορηγό πίστη και να του προσφέρει τις υπηρεσίες που του ζητούνται.
Κάτω από κάθε αρχοντικό βρίσκονταν ένας υπόγειος και ανήλιος χώρος ο οποίος αναφέρονταν ως Σαγράδο, η ονομασία προέρχεται από την Ισπανική λέξη sagrado και αναφέρεται σαν να ήταν ιερό μέρος. Πράγματι το υπόγειο αυτό όπου φυλάσσονταν όλα τα αποθέματα που είχε το φέουδο πρέπει να θεωρούνταν ιερός χώρος διότι φύλασσε τις προμήθειες που είχαν συλλέξει όλες τις εποχές του χρόνου.
Ο φεουδάρχης ήταν υπεύθυνος για τη σοδειά και πρέπει να είχε την όλη ευθύνη για τις εργασίες του προσωπικού που διεύθυνε .Ήταν απαραίτητο το προσωπικό να ακολουθούσε πιστά τις εντολές που έδινε. Επειδή όμως η ανθρώπινη φύση θέλει το άτομο ελεύθερο ,πολλές ατασθαλίες μπορούσαν να συμβούν με αποτέλεσμα την τιμωρία. Έτσι σε πολλά αρχοντικά ένα μέρος του Σαγράδο μετατρέπονταν σε κλειστή φυλακή όπου οδηγούνταν οι παρεκτρεπόμενοι. Η τιμωρία καθορίζονταν από το Άρχοντα. Οι προφορικές διηγήσεις αναφέρουν και περιπτώσεις θανάτου μέσα στις φυλακές αυτές.
Όταν η Βενετία είχε ανάγκη περισσότερων στρατιωτών, οι άρχοντες ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν εργάτες για να επανδρώσουν καράβια. Η συνολική ανάγκη των πληρωμάτων ανέρχονταν περίπου σε 400 άτομα. Η στρατολόγηση των πληρωμάτων γίνονταν μεταξύ των χωρικών. Οι (galeotti, uomini di ramo) απαρτίζονταν και από καταδίκους που εξέτιαν επάνω στα πλοία την ποινή τους. Με τον τρόπο αυτόν η Βενετία εξασφάλιζε ανέξοδη συμπλήρωση των πληρωμάτων του στόλου της, ενώ ταυτόχρονα έλυνε, μερικώς έστω, το πρόβλημα της εγκληματικότητας στις κτήσεις της. Οι ποινικοί αυτοί κατάδικοι,ως μέλη των βενετικών πολεμικών πλοίων, όταν έβγαιναν στη στεριά, ιδίως στην Κέρκυρα όπου ναυλοχούσαν πλοία του βενετικού στόλου, δημιουργούσαν ατιμωρητί ταραχές, φιλονικίες με τους κατοίκους και σοβαρές ζημιές στην περιουσία τους
Οι συνθήκες της ζωής των απλών αγροτών, από τα αναφερόμενα πιο πάνω, φαίνεται ότι ήταν απελπιστικές. Δεν διέφερε η ζωή τους από τη δουλεία που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έγιναν κινήματα μεμονωμένα και ομαδικά,
Όμως τίποτα δεν άλλαξε.