Το "Δεκαήμερο γράφτηκε στη Φλωρεντία στα 1350-53. Αποτελείται από εκατό διηγήματα, χωρισμένα σε δέκα μέρη κι' από ένα προοίμιο. Σ' αυτό το τελευταίο, ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την πανώλη, που το 1348 είχε πλήξει την Ευρώπη - τον "Μαύρο Θάνατο", όπως τον έλεγαν που εξολόθρεψε τη Φλωρεντία. Τα διηγήματα του "Δεκαήμερου" δεν είναι πάντοτε ερωτικά κι ακόλαστα.. Μέσα σ' αυτά περιγράφεται, με τρόπο θαυμαστό, ρεαλιστικό και ευχάριστο, μια ολόκληρη εποχή αλλά και γενικά η ανθρώπινη ψυχή, με τα πάθη της, τις κωμικότητες της και τις ασχήμιες της. Ποτέ δεν πέφτει στο χυδαίο ο Βοκκάκιος. Πάντα διατηρεί χάρη και μέτρο και στην πιο ελευθεριάζουσα αφήγηση. Το γράψιμό του είναι καυστικό, σατιρικό, χωρίς συναισθηματισμούς στις παρατηρήσεις του για τις ανθρώπινες αδυναμίες και με πλούσιο χιούμορ. Στα σχόλιά του για βασιλιάδες ζητιάνους,, πριγκίπισσες, μεγάλους εμπόρους και καλόγηρους, ο χώρος που κινούνται τα πρόσωπα του "Δεκαήμερου" είναι τεράστιος.
Ένας από τους μύθους του διαβάστηκε ,ως τέταρτος, την δεύτερη ημέρα και έχει την παρακάτω περιγραφή:
"Ο Landolfo Ruffolo από το Τράνι της Ιταλίας ήταν ένας έμπορος, που ξεπέρασε όλους σε πλούτο. Αυτός όμως δεν ήταν ικανοποιημένος με τον πλούτο του, αλλά επιθυμούσε να τον διπλασιάσει. Η απληστία του έφθασε σχεδόν σε ένα σημείο να τα χάσει όλα, ακόμα και τη ζωή του. Aφού έκανε τους υπολογισμούς του, όπως οι έμποροι είναι συνηθισμένοι, αγόρασε ένα υπέροχο πλοίο, το οποίο, εξ ολοκλήρου με δικά του έξοδα, φόρτωσε με διάφορα είδη εμπορευμάτων και έπλευσε στην Κύπρο. Εκεί βρήκε πολλά άλλα πλοία, το καθένα φορτωμένο με ένα τέτοιο φορτίο όπως το δικό του, και ως εκ τούτου βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να διώξει τα αγαθά του με πολύ φθηνή τιμή, στο βαθμό που θα τα είχε σχεδόν πετάξει, έτσι έφτασε στα πρόθυρα της καταστροφής. Ταπεινωμένος υπερβολικά, πέρα από το μέτρο, δηλ. να βρεθεί έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα ώστε από την πολυτέλεια να πέσει στη φτώχεια, δεν το χωρούσε το μυαλό του, και αντί να πάει στο σπίτι φτωχός, έχοντας όμως αφήσει το σπίτι του πλούσιο, είχε στο μυαλό να ανακτήσει τις δικές του απώλειες από πειρατεία ή να πεθάνει προσπαθώντας. Έτσι πούλησε το υπέροχο πλοίο του, και με την τιμή και τα έσοδα από την πώληση των εμπορευμάτων του αγόρασε ένα ελαφρύ πλοίο με τρεις ιστούς, ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούν οι κουρσάροι. Εξοπλίζοντας το άριστα, καλά και με όλα τα άλλα μέσα που ήταν κατάλληλα για πειρατεία, χρειάστηκε να διατρέξει τις θάλασσες ως πειρατής με θηράματα από όλο το κόσμο. Δεν είχε περάσει ένας χρόνος και είχε κουρσέψει τόσα πολλά πλοία από τους Τούρκους που όχι μόνο είχε ανακτήσει την περιουσία που είχε χάσει στο εμπόριο, αλλά πέτυχε τον διπλασιασμό της.
Η πικρή ανάμνηση των πρώην απωλειών του τον έμαθε να είναι νηφάλιος. Εκτίμησε τα κέρδη του και τα βρήκε άφθονα και αποφεύγοντας να διακινδυνεύσει να έχει μια δεύτερη πτώχευση και για να τα απολαύσει, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι χωρίς να προσπαθήσει να προσθέσει κι άλλα. Διαμόρφωσε την πορεία του για το σπίτι, μεταφέροντάς τα πάντα μαζί του στον ίδιο πλοίο που είχε πάρει.
Είχε ήδη εισέλθει στο Αρχιπέλαγος όταν ένα βράδυ βρήκε αντίθετο άνεμο από τα νοτιοανατολικά, που έφερε μαζί του μια πολύ άγρια θάλασσα, στην οποία το πλοίο του δεν μπορούσε να αντέξει. Ως εκ τούτου, οδηγήθηκε σε έναν κόλπο ενός από τα νησάκια, και εκεί αποφάσισε να περιμένει καλύτερο καιρό. Καθώς βρισκόταν εκεί δύο μεγάλα ιστιοφόρα της Γένοβας που έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, βρήκαν, όχι χωρίς δυσκολία, καταφύγιο από την καταιγίδα στον ίδιο κόλπο. Οι πλοίαρχοι των ιστιοφόρων κατασκοπεύουν το πλοίο και ανακαλύπτουν ότι ανήκει στον μεγαλέμπορο Landolfo.
Μέρος των ανδρών τους, καλά οπλισμένοι με τόξα κι άλλα όπλα, αποβιβάστηκαν στην ξηρά, σε τρόπο ώστε κανείς να μην μπορούσε να ξεφύγει. Οι υπόλοιποι πήγαν στις βάρκες τους, και κωπηλάτησαν μέχρι την πλευρά του μικρού σκάφους του Landolfo.
Την επόμενη μέρα ο άνεμος μετατοπίστηκε, και τα καράβια σαλπάρουν σε μια δυτική πορεία, την οποία διατήρησαν αρκετά όλη την ημέρα. Προς το βράδυ όμως σηκώθηκε μια τρικυμία, και η θάλασσα έγινε πολύ ταραχώδης, έτσι ώστε τα δύο πλοία χωρίστηκαν το ένα από το άλλο. Και ήταν τέτοια η οργή της καταιγίδας που το πλοίο στο οποίο βρισκόταν ο φτωχός, δύσμοιρος Λαντόλφο, οδηγήθηκε με τρομερή δύναμη έξω από το νησί της Κεφαλονιάς, διαλύθηκε κι έγινε κομμάτια. Ως εκ τούτου, οι άτυχοι άθλιοι που βρίσκονταν πάνω , εκτοξεύτηκαν ανάμεσα στα αιωρούμενα εμπορεύματα , τα κιβώτια και τις σανίδες ,σκορπισμένα όλα στη θάλασσα. Παρόλο που η νύχτα ήταν από τις πιο σκοτεινές και η θάλασσα ανέβαινε και έπεφτε μπορούσαν να κολυμπήσουν, προσπαθώντας να πιάσουν όποια ευκαιρία βρίσκονταν στο δρόμο τους. Μεταξύ των οποίων ο δυστυχισμένος Λαντόλφο, τώρα, βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, φοβήθηκε και, όπως και οι υπόλοιποι, κράτησε την πρώτη σανίδα που ήρθε στο χέρι, με την ελπίδα , να αποφύγει τον άμεσο πνιγμό, ο Θεός θα βοηθούσε κατά κάποιο τρόπο να διαφύγει. Πιάνοντας το σεντούκι με τα πόδια του όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ ο άνεμος και το κύμα τον πετούσαν από δω κι από κει, προσπάθησε να κρατηθεί ξύπνιος μέχρι το πρωί:
Με αυτόν τον τρόπο, πεταμένος πέρα δώθε στη θάλασσα, χωρίς να έχει φαγητό, γιατί δεν είχε ούτε μια μπουκιά μαζί του, μη γνωρίζοντας πού βρισκόταν, και βλέποντας τίποτα άλλο εκτός από τη θάλασσα, παρέμεινε όλη εκείνη την ημέρα και την επόμενη νύχτα. Την επόμενη μέρα, όπως διέταξε το θέλημα του Θεού ή η δύναμη του ανέμου, με τα δύο χέρια να κρατιούνται από τις άκρες του σεντουκιού, μεταφέρθηκε επί μακρόν στην ακτή του νησιού της Κέρκυρας, όπου κατά τύχη μια φτωχή γυναίκα μόλις τότε έτριβε τα σκεύη της κουζίνας της με άμμο και αλμυρό νερό για να τα γυαλίσει.
Η γυναίκα τον είδε καθώς παρασυρόταν προς τις ακτές, αλλά διακρίνοντας μόνο μια άμορφη μάζα, στην αρχή τρόμαξε, ούρλιαξε και οπισθοχώρησε. Ο Λαντόλφο ελάχιστα έβλεπε και δεν έβγαζε ήχο, γιατί η δύναμη της ομιλίας του είχε φύγει.
Ωστόσο, όταν η θάλασσα τον έφερε κοντά στην ακτή, η γυναίκα διέκρινε το σχήμα του σεντουκιού και κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, διέκρινε πρώτα τα χέρια τεντωμένα πάνω από το σεντούκι και μετά διέκρινε το πρόσωπο και μάντευε την αλήθεια. Έτσι, παρακινημένη από οίκτο, βγήκε λίγο στη θάλασσα, που ήταν τότε ήρεμη, τον έπιασε από τα μαλλιά και τον τράβηξε στη στεριά.
Έπειτα, χωρίς δυσκολία απέσπασε τα χέρια του από το σεντούκι το οποίο έβαλε στο κεφάλι της κόρη της, που ήταν μαζί της, τον μετέφερε στο σπίτι σαν μικρό παιδί και τον έβαλε σε ένα μπάνιο, όπου ζεστάθηκε , τον έτριψε με ζεστό νερό, ώσπου, η ζωτική θερμότητα και κάποιο μέρος της δύναμης που είχε χάσει να αποκατασταθεί.Έκρινε στη συνέχεια σκόπιμο να τον βγάλει έξω και να τον επαναφέρει με λίγο καλό κρασί και παρηγοριά. Έτσι για μερικές μέρες τον φρόντιζε όσο καλύτερα μπορούσε, μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να μάθει πού βρισκόταν. Τότε, εν καιρώ, η καλή γυναίκα, που είχε κρατήσει το σεντούκι του ασφαλές, του το έδωσε πίσω και του ζήτησε να δοκιμάσει την τύχη του. Ο Λαντόλφο την παρακάλεσε να κρατήσει το σεντούκι και να του δώσει ένα σακί να βάλει τα πράγματα του μέσα. Αυτό το έκανε εύκολα η καλή γυναίκα. και αυτός, ευχαριστώντας
όσο πιο εγκάρδια μπορούσε για την υπηρεσία που του είχε προσφέρει, πέταξε το σάκο του στους ώμους του και, παίρνοντας το πλοίο, πέρασε στο Μπρίντιζι. Αφού έφθασε στο σπίτι του πούλησε τους πολύτιμους λίθους που είχε μέσα στο σακί και έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στην Κέρκυρα ως αντάλλαγμα για την υπηρεσία που του έκανε η καλή γυναίκα που τον είχε σώσει από τη θάλασσα.
Διαβάζοντας αυτό το μύθο συμπεραίνουμε ότι ο Βοκκάκιος είχε διαβάσει την Οδύσσεια του Ομήρου καθότι η περιγραφή και η προσέγγιση του Λαντόλφο στο νησί είναι παρόμοια με την άφιξη του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και την υποδοχή του από την Ναυσικά.
Το δεύτερο στοιχείο που συλλέγουμε είναι ότι το Ιόνιο Πέλαγος έβριθε από πειρατές και πειρατικά πλοία και βλέπουμε την παντελή έλλειψη προστασίας της θάλασσας κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθότι το «Δεκαήμερο» γράφτηκε το 1350.