Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

Εάν παρατηρήσουμε τον χάρτη θα δούμε  το σημείο που βρίσκεται η Κέρκυρα. Η Βενετία στον Βορρά ,η Κωνσταντινούπολη ανατολάς και η Ισπανία των Αψβούργων δυτικά. Οι τρεις αυτές δυνάμεις ήταν οι κυρίαρχες της Μεσογείου στην υπό εξέταση περίοδο. Δημιουργήθηκε ένα κλίμα καχυποψίας κι εχθρότητας μεταξύ τους. Το ενδιαφέρον της  κάθε μιας από αυτές , απέναντι στις στρατιωτικές ενέργειες  των αντιπάλων τους, ήταν θέμα  βασικής ύπαρξης τους και  επιβολής τους. Υπήρξε σύγκρουση Ισπανίας και  Βενετίας σχετικά με την επαναπροσέγγιση με την Υψηλή Πύλη.Η  Βενετο-οθωμανική συνθήκη που υπογράφηκε μόλις δύο χρόνια μετά την ήττα του Οθωμανικού στόλου στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, (1571) είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί η Ιερή Συμμαχία. Ταυτόχρονα υπήκοοι του κράτους, προστατεύοντας τα συμφέροντα της κυβέρνησής τους,  ασχολούνταν και με την κατασκοπεία. Κάθε δύναμη θα εξαπέλυε ένα κύμα από κατασκόπους και πληροφοριοδότες για να συμπληρώσουν το έργο της επίσημης διπλωματίας σε περιόδους κρίσης. Εργασίες οχύρωσης και κινήσεις στόλου μακριά από τη ναυτική του βάση ήταν απαραίτητο να τις γνωρίζει ή να μη τις γνωρίζει ο αντίπαλος.

   Η διερεύνηση αρχειακού υλικού που φυλάσσεται στα Εθνικά Αρχεία της  Βενετίας αποκαλύπτει πολυάριθμες περιπτώσεις πληροφοριών και αντικατασκοπείας και ειδικότερα  στο πώς οι μυστικές υπηρεσίες και τα κατασκοπευτικά δίκτυα της Serenissima λειτουργούσαν. Αναπτύχθηκαν: η ταχύτητα μετάδοσης πληροφοριών, τα μέσα συλλογής των, η ασφάλεια των, η φύλαξη και διάδοση των ειδήσεων, η στρατολόγηση πλήθους πληροφοριοδοτών, η εξέλιξη της κρυπτογραφίας και στενογραφίας καθώς και πολλών  άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν.

   Τα τρία κύρια κέντρα πληροφοριών και διανομής κατασκόπων στην Αδριατική Θάλασσα, ήταν για λογαριασμό των Αψβούργων της Ισπανίας, η Ραγκούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ), η Νάπολη και η ίδια η Βενετία. Η Νάπολη ήταν η καρδιά του ισπανικού δικτύου κατασκοπείας αφού εκεί ήταν το γενικό αρχηγείο πληροφοριών που αφορούσαν την Ανατολή.

Λόγω της έλλειψης ταχυδρομικού δικτύου των Οθωμανών μέχρι τον δέκατο έκτο αιώνα, αυτοί θα χρησιμοποιούσαν βενετσιάνους αγγελιοφόρους για κάθε αλληλογραφία με τη Δύση, παρά τους υποκείμενους κινδύνους. Ακόμη και οι Οθωμανοί κατάσκοποι θα χρησιμοποιούσαν το βενετικό ταχυδρομικό σύστημα. Συνεπώς, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα του σοβαρού και  αποφασιστικού μηνύματος  και των πληροφοριών, οι μυστικές υπηρεσίες κάθε εξουσίας ανέπτυξαν διάφορες μορφές ασφαλέστερων επικοινωνιών, όπως η κρυπτογραφία και η στενογραφία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  ήταν η τεχνική όπου το γράμμα θα γραφόταν χρησιμοποιώντας αόρατο μελάνι που εξάγεται από χυμό λεμονιού. Σε αυτή την περίπτωση, για να διαβάσει κανείς το γράμμα έπρεπε  να το ζεστάνει στη φωτιά.

 Ισπανοί,  Βενετοί και  Οθωμανοί συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην λήψη και διασταύρωση πληροφοριών και η επιτυχία αυτή θα οφείλονταν   με τη στρατολόγηση πληροφοριοδοτών κάθε κράτους. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Ισπανοί για τον λόγο αυτό, ανέπτυξαν σχέσεις με άτομα από την εκεί ελληνική κοινότητα, για παράδειγμα με μέλη των οικογενειών Βαρέλη, Γλυτζούνη, Siguro, Bustronio, Ευδαιμογιάννη κ.α. Όσον αφορά τη Βενετία το επιστέγασμα των προσπαθειών των κατασκόπων ήταν σίγουρα η συσχέτιση τους με άτομα που ανήκαν στην ανώτερη διοίκηση,  με τις παραδοσιακές τάξεις του Ενετικού Κράτους, όπως γραμματείς του Συμβουλίου των Δέκα.

Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου [Repubblica di San Marco), κατά τον 15ο και  16ο αιώνα, είχε γίνει μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις  με αποικίες διάσπαρτες σε όλη τη Μεσόγειο και με εμπορική παρουσία τόσο στη χριστιανική όσο και στη μουσουλμανική γη. Ως αποτέλεσμα μπορούσε να συλλέξει πληροφορίες από διάφορα μέρη της Μεσογείου. Τα πλοία έφταναν σχεδόν σε καθημερινή βάση , μεταφέροντας ανθρώπους και κάθε είδους εμπορεύματα.  Κατά συνέπεια, οι αρχές της Serenissima βρίσκονταν σε επιφυλακή προκειμένου να συλλέγουν και να αξιολογούν τις πληροφορίες που ελάμβαναν. Για τον λόγο  αυτόν το 1402 ιδρύθηκε η Μυστική Καγκελαρία [Cancelleria Secreta) στο δουκικό παλάτι, που ήταν το υπεύθυνο όργανο συλλογής κι  αξιολόγησης των πληροφοριών .

Παράλληλα με αυτό, ενθάρρυναν την ανάπτυξη ενός δικτύου πληροφοριοδοτών  πολιτικού και εμπορικού περιεχομένου παρακολουθώντας όμως και το προσωπικό.

Το τρίτο αυτό δίκτυο, αποτελούνταν από άτομα διαφόρων επαγγελμάτων και κοινωνικού υπόβαθρου, που επιστρατεύτηκαν προκειμένου να εκτελούν αποστολές μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας. Η  πλειοψηφία των κατασκόπων αυτών ήταν έμμισθοι.  Ήταν άνθρωποι καιροσκόποι κι αναλώσιμοι πληροφοριοδότες.

Οι πρεσβευτές ήταν τα μάτια και τα αυτιά της Βενετίας και απολάμβαναν διπλωματικής ασυλίας, στάθμευαν σε οποιαδήποτε χώρα  και παράλληλα με την προστασία των εθνικών τους συμφερόντων, είχαν πολλές ευκαιρίες να κατασκοπεύουν τους αντιπάλους τους.

 Στον απόηχο της φοβερής καταστροφής του «εξωπόλι» το 1537 και μιας μικρής διάρκειας αποτυχημένης πολιορκίας του νησιού της Κέρκυρας από τους Οθωμανούς το 1571,  για τη διατήρηση της ασφάλειας των ντόπιων κατέστη επιτακτική ανάγκη μιας νέας οχύρωσης, η οποία ξεκίνησε το 1576. Το Νέο Φρούριο, αλλιώς γνωστό ως Φρούριο του Αγίου Μάρκου, σχεδιάστηκε για να αμύνεται ενάντια στο σύγχρονο πυροβολικό, χρησιμοποιώντας νέες αρχιτεκτονικές μεθόδους και σύγχρονες τεχνικές. Τα προαναφερθέντα αμυντικά έργα που έγιναν στην Κέρκυρα μεταξύ 1576 και 1588, αλλά και σε άλλα νησιά του Ιονίου, περίπου την ίδια χρονική περίοδο, δεν πέρασαν απαρατήρητα από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Μεσογείου. Ειδικότερα, μετά τη μάχη του Lepanto (1571) και την υπογραφή της βενετοτουρκικής συνθήκης ειρήνης (1573) η κρίση στις σχέσεις Ισπανίας- Βενετίας έγινε ακόμη πιο εμφανής με την στροφή των ισπανικών φιλοδοξιών προς την Ανατολή. Επιπλέον, την ίδια χρονική περίοδο , τόσο οι Οθωμανοί όσο και οι Ισπανοί επεξεργάζονταν συνεχώς σχέδια  για την κατάκτηση των Ιονίων Νήσων, ή τη διεύρυνση της επιρροής τους σε αυτά.

Η Κέρκυρα βρισκόμενη σε μια εξαιρετικά στρατηγική θέση  στην είσοδο της Αδριατικής από τη μια και του Λεβάντε από την άλλη- έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της διανομής ανθρώπων και πληροφοριών. Πλοία έφταναν σε καθημερινή βάση μεταφέροντας απ’ όλα τα εδάφη ανθρώπους, αγαθά και ειδήσεις. Αυτή η αδιάκοπη δραστηριότητα κράτησε τις τοπικές αρχές σε εγρήγορση για οποιοδήποτε θέμα κρατικής ασφάλειας ή ύποπτης κίνησης.

Το επίπεδο εγρήγορσης των τοπικών αρχών απεικονίζεται από τέσσερις υποθέσεις κατασκοπείας και μια πιθανή συνωμοτική κίνηση που έλαβε χώρα το 1576 και το 1588-89 αντίστοιχα , δηλαδή στην αρχή και το τέλος της περιόδου της οχυρωματικής κατασκευής.

Παρά τις διαφορές τους στις συνθήκες, αυτές οι υποθέσεις παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες: στον τρόπο με τον οποίο προσήχθησαν οι ύποπτοι στις τοπικές αρχές, η άμεση αντίδραση των τελευταίων, η ανακεφαλαίωση και η εξέταση των πρώτων και τέλος, η τιμωρία τους.

Πιο συγκεκριμένα, οι υπό διερεύνηση υποθέσεις αφορούν: α) έναν Δομινικανό μοναχό, τον Mariano Spattafora και τον  γενίτσαρο  Τούρκο σύντροφό του (Mustafh Turco ή Vicenzo Aimeni).

β) Τον Abdabei (ή Abdibei ή Δημήτρη από τη Ζάκυνθο), συνοδευόμενος από έναν νεαρό Mustafa Αζαμόγλαν  (Οι Αζαμόγλαν ήταν νέοι γενίτσαροι που στο Σεράι  προορίζονταν να είναι ζηλωτές, υπηρέτες κήπων, κουζινών, στάβλων,

οπλοστασίων κ.α.)

γ) Δύο στρατιώτες (ένας Πορτογάλος κι ένας Φλωρεντινός) και

 δ) ένας Κύπριος λοχαγός, ο Pietro Antonio Brachimi και οι δύο γιοι του που ήταν στρατιώτες στο Νέο Φρούριο του Αγίου Μάρκου.

Αφετηρία σε όλες τις περιπτώσεις ήταν η καταγγελία των υπόπτων στις τοπικές αρχές. Οι βενετικές αρχές της Κέρκυρας έσπευσαν άμεσα να ξεκινήσουν την εξακρίβωση των κατηγοριών. Ποιος ήταν, ωστόσο, στην πρώτη περίπτωση, ο κύριος λόγος που οδήγησε τον πληροφοριοδότη στις καταγγελίες ;  Ήταν ένα οικονομικό όφελος ή μια έντονη αίσθηση του πολιτικού καθήκοντος; Η Βενετία προώθησε την αναφορά ύποπτων δραστηριοτήτων με χρηματικές αμοιβές και άλλα προνόμια, όπως αποδεικνύεται από το διάταγμα του Συμβουλίου των Δέκα το 1584. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή του Δομινικανού μοναχού Mariano Spattafora, αυτός που φαίνεται να ειδοποίησε τον κατήγορο ήταν ένας ναύτης από τη Κέρκυρα. Στηρίζονταν στις ύποπτες κινήσεις του μοναχού στο λιμάνι και στην πύλη της Σπηλιάς, μια περιοχή ιδιαίτερης σημασίας. Οι υποψίες του πληροφοριοδότη,  γεννήθηκαν όταν ο μοναχός προσπάθησε να κανονίσει τη μεταφορά  και το ταξίδι του γενίτσαρου συντρόφου του στην οθωμανική κυριαρχία της  Λευκάδας , με έναν τοπικό καπετάνιο. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα οδήγησε τον ναύτη να καταθέσει την αναφορά, ήταν το προσωπικό κέρδος, αφού στην κατάθεσή του ανέφερε συνεχώς, παράλληλα με την αφοσίωσή του στην Γαληνοτάτη, την πολύ δύσκολη οικονομική του κατάσταση με την ελπίδα ότι θα ανταμείβονταν με κάποια προνόμια.

Η περίπτωση του Δομινικανού μοναχού προδόθηκε από τις μετακινήσεις του μεταξύ του λιμανιού, των στρατώνων και του φρουρίου, γύρω από το αρχιεπισκοπικό παλάτι, έναν ναό, κι ένα μοναστήρι. Οι κινήσεις του έθεταν ερωτήματα, όπως και το γεγονός ότι συνοδευόταν από έναν τούρκο ντυμένο  σαν Έλληνα.

Ο Δομινικανός μοναχός με τον τούρκο σύντροφό του συνελήφθησαν  στην περιοχή του Αγίου Νικολάου μπροστά από το σπίτι του Proveditore deli’ armata (Βενετός αξιωματικός πού ήταν υπεύθυνος για την επίβλεψη του ενετικού στόλου στην Αδριατική θάλασσα.)

Μετά από αυτές τις συλλήψεις, οι Βενετοί πραγματοποίησαν πλήθος διώξεων άμεσα ή έμμεσα εμπλέκοντας άτομα των οποίων οι μαρτυρίες παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέθηκε ένα πιο σημαντικό ερώτημα από την εξήγηση που έδωσε ο μοναχός σχετικά με τον σκοπό του ταξιδιού του, η οποία ήταν ότι είχε αποφασίσει να προσηλυτιστεί στην Ορθοδοξία και, κατά συνέπεια, την πρόθεσή του που επρόκειτο να πάει στο αβαείο των Στροφάδων (κοντά στο  νησί της Ζακύνθου), όπου έμενε ο θείος του, για να γίνει μοναχός.

Η χρήση πλαστών ταυτοτήτων έχουν βοηθήσει τους υπόπτους να ενεργήσουν πιο ελεύθερα. Ο κύριος ύποπτος στην πρώτη περίπτωση παρουσιάστηκε ως Δομινικανός μοναχός, γεγονός που θεωρητικά του εξασφάλιζε ελευθερία μετακίνησης σε χριστιανικά εδάφη. Αρχικά ο Δομινικανός μοναχός, Mariano Spattafora, παραδέχτηκε στους εξεταστές του ότι καταγόταν από μια Ορθόδοξη οικογένεια από τη Mεθώνη, ότι είχε υπηρετήσει ως Αζαμόγλαν (Γενίτσαρος νεοσύλλεκτος) στην Κωνσταντινούπολη κι ότι είχε παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Αυτός κατέληξε στη Μεσσήνη αφού είχε φύγει από το κάστρο  Χλεμούτσι στην Πελοπόννησο με μοναδική ενδιάμεση στάση τη Ζάκυνθο. Στη Μεσσήνη, είχε εργαστεί για τον ευγενή Spattafora από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Στη συνέχεια ενσωματώθηκε στους μοναστικούς κύκλους και υπηρέτησε ως οικιακός  φύλακας στο μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου. Ο τούρκος σύντροφός του Μουσταφά, ανέφερε ότι είχε υπηρετήσει σε μια τουρκική γαλέρα που υπαγόταν στον Χριστιανισμό  μετά από ναυτική μάχη. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε ως σκλάβος στη Μεσσήνη, όπου εργάστηκε στο σπίτι του Marc’Antonio Colona για δώδεκα χρόνια. Μετά το θάνατο του κυρίου του  χειραφετήθηκε και είχε βρει προσωρινό καταφύγιο στο μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου, όπου συνάντησε τον προαναφερθέντα μοναχό.  Σημειώνεται, ότι Δομινικανός μοναχός και ο τούρκος σύντροφός του είχαν εγκαταλείψει τη Μεσσήνη της Σικελίας. Τα ταξίδια τους, όμως, απαιτούσαν μεγάλη προσοχή: ο Δομινικανός μετακινήθηκε μεταξύ Μεσσήνης και Νάπολης, αλληλεπιδρώντας με σημαντικές προσωπικότητες των περιοχών αυτών (αρχιερείς,  κληρικοί της Λατινικής Εκκλησίας, και πλούσιοι Ισπανοί, Ιταλοί και Έλληνες έμποροι).

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή την εποχή κατάσκοποι και πληροφοριοδότες, συχνά υιοθετούσαν το προσωπείο μοναχών ή προσκυνητών. Για παράδειγμα, το 1570, πριν από την επίθεση των Οθωμανών στην Κέρκυρα, ένας «ιερέας επισκέφτηκε τον Οθωμανό δικαστή (καδί) στη Θεσσαλονίκη και τον ρώτησε αν μπορούσε να σταλεί στην Κέρκυρας ως Οθωμανός πράκτορας με το όνομα Μουσταφά για να κατασκοπεύσει τα συνεχιζόμενα οχυρωματικά έργα στο νησί.

 

     Στη δεύτερη περίπτωση, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η ιστορία έλαβε χώρα σε μια από τις γαλέρες του Καπετάνιου του Κόλπου, λίγο πριν τη μεταφορά ενός γενίτσαρου, του Abdabei, και του νεαρού συνοδού του Μουσταφά στη Βενετία. Εκεί, ένας από τους κωπηλάτες του πλοίου αναγνώρισε τον γενίτσαρο και τον αποκάλεσε Δημήτρη από τη Ζάκυνθο. Παρόλο που ο γενίτσαρος προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε και ισχυρίστηκε περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας, ο κωπηλάτης ανέφερε το περιστατικό στους προϊσταμένους του προσθέτοντας περισσότερες λεπτομέρειες, δηλαδή ότι αυτός και ο γενίτσαρος είχαν δραπετεύσει μαζί από την γαλέρα του Benetto Zuliano κοντά στην Ηγουμενίτσα, στην απέναντι Ήπειρο ακτή, πέντε χρόνια νωρίτερα.

Ο γενίτσαρος κι ο σύντροφός του  συνελήφθησαν στη γαλέρα του καπετάνιου του Κόλπου και στην απολογία του ο γενίτσαρος ανέφερε ως δικαιολογία για την άφιξή του στην Κέρκυρα, την επιθυμία του να γίνει χριστιανός επιμένοντας καθ' όλη τη διάρκεια της ανάκρισής του- ότι ήταν γιος του Calogiani Caticura από το Ναύπλιο. Όταν ήταν πολύ μικρός οδηγήθηκε από Οθωμανούς στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να παρακολουθήσουν τις ομάδες Αζαμόγλαν. Διέφυγε και κατέφυγε στο νησί του την Τήνο, που τότε ήταν υπό την ενετική επικράτεια. Από εκεί πήγε στην Κρήτη με τη βοήθεια του τοπικού πρύτανη προκειμένου να υπηρετήσει ως κωπηλάτης  στη γαλέρα του Benetto Zuliano. Σ’ ένα ταξίδι προς Ηγουμενίτσα για την αγορά και μεταφορά ξυλείας, ο Αμπντάμπεη κατάφερε να αποδράσει με κάποιους άλλους κωπηλάτες. Βρήκε καταφύγιο στα Ιωάννινα όπου αναγνωρίστηκε από τον ηγέτη  Πασά και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να γίνει γενίτσαρος. Εκεί υπηρέτησε γενίτσαρος για τον πασά Ιμπραήμ και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Αθήνα για να υπηρετήσει ως φρουρά πρώτα του Ελληνορθόδοξου Αρχιεπισκόπου και μετά διάφορων εμπόρων.

Ενώ βρισκόταν σε περιοδεία με τους εμπόρους,  δραπέτευσε στη Ζάκυνθο γιατί ο απώτερος στόχος, όπως υποστήριξε, ήταν  η επανένταξή του στον Χριστιανισμό.

Από τη Ζάκυνθο μετακόμισε στην Κέρκυρα όπου έκανε επαφές με Εβραίους, Ορθοδόξους μοναχούς, στρατιώτες και με τον καβαλάρη Renessi που ήταν αρχηγός μιας ομάδας stradiotι. Ο γενίτσαρος ταξίδευε μεταξύ Αθηνών και Κωνσταντινούπολης ενεργώντας ως φρουρά εμπόρων, οι οποίοι περιηγούνταν σε περιοχές όπως Ιωάννινα, Σαγιάδα, Τρίκαλα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη. Σε αυτές τις περιοδείες, συνάντησε επισκόπους και ιερείς τους οποίους επίσης κλήθηκε σε μαρτυρίες για να επαληθεύσει ότι όλα όσα είχε ισχυριστεί  ήταν αληθή. Συγκεκριμένα, ανέφερε έναν επίσκοπο από τα Ιωάννινα, ο οποίος του έδωσε γράμμα να μεταφέρει στην Κέρκυρα από τον επίσκοπο της Αθήνας τον οποίον υπηρετούσε.

 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αφετηρίες των ταξιδιών των υπόπτων κατασκόπων, αφού και στις δύο περιπτώσεις βρίσκονταν υπό την κυριαρχία  της Βενετίας ή της Ισπανίας που ήταν ανταγωνιστικές δυνάμεις.

 Οι αφηγήσεις των υπόπτων, που εξάγονται μερικές φορές μέσα από βασανιστήρια, και μαρτυρίες άλλων διωκόμενων ανθρώπων, ρίχνουν φως σε μερικές ενδιαφέρουσες μικροϊστορίες. Όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα, στα είδη βασανιστηρίων που υπέστησαν για τις πράξεις τους από  τη Ενετική Εξέταση περιλαμβάνονταν τα εξής: ο τροχός βασανιστηρίων και το τρύπημα του σώματος με ζεστό μέταλλο. Οι κύριοι ύποπτοι για κατασκοπεία, συγκεκριμένα ο Σπαταφόρα κι ο γενίτσαρος Abdabei ήταν ηλικιωμένοι για να αντέξουν όλα τα βασανιστήρια. Πέθαναν και δεν ομολόγησαν την ενοχή τους, αντίθετα, οι σύντροφοί τους, υπό πίεση, αποκάλυψαν την αλήθεια για τους συνεργούς τους. Σύντομα, κι αυτοί υπέκυψαν στα τραύματα που τους προκάλεσαν οι βασανιστές.

 Το 1576-77 δύο υποθέσεις κατασκοπείας που αφορούσαν στρατιώτες, υπογραμμίστηκαν για το ενδιαφέρον

από τις νέες οχυρώσεις της πόλης της Κέρκυρας και το νέο φρούριο του Σαν Μάρκο.

 Το πρώτο αφορά έναν μισθοφόρο στρατιώτη από τη Φλωρεντία και το δεύτερο έναν Πορτογάλο πρώην στρατιωτικό, το Zuanne da Nugere. Ο στρατιώτης από τη  Φλωρεντία κατηγορήθηκε πως υπηρετούσε στις βενετικές στρατιωτικές μονάδες του νησιού. Μετά την εξέταση των εγγράφων στάλθηκε από τις αρχές της Κέρκυρας στη Βενετία. Ο επικεφαλής του Συμβουλίου των Δέκα, διέταξε να εγκαταλείψει το νησί λόγω της σχέσης που είχε καλλιεργήσει με τον Ισπανό πρέσβη εκεί και διέταξε την εκτέλεσή του. Ο Zuanne da Nugere ομολόγησε μετά τα βασανιστήρια ότι στάλθηκε στο νησί ως κατάσκοπος. Και οι δύο  στάλθηκαν συνοπτικά στο δικό τους τραγικό τέλος, ο πρώτος από στραγγαλισμό κι ο δεύτερος από πνιγμό. Η εκτέλεση και των δύο υπόπτων κατασκόπων, καταδεικνύει περαιτέρω τη σκληρή γραμμή που ακολούθησε η βενετική αρχή όταν επρόκειτο για την αντιμετώπιση απειλών ως προς την ασφάλεια του κράτους. 

 Η τελευταία περίπτωση που πρέπει να εξεταστεί διαφέρει από όσες πριν  περιγράψαμε, γιατί έγινε το 1588 κατά την ολοκλήρωση των οχυρώσεων κι εμπλέκονται ένας Κύπριος καπετάνιος , ο Pietro Antonio Brachimi, ο οποίος υπηρέτησε ως μισθοφόρος κι ο οποίος φαίνεται να είχε εμπλακεί σε συνωμοσία. Ο Brachimi ήταν πρόσφυγας από την Αμμόχωστο που είχε υπηρετήσει στην Κύπρο σε διάφορες θέσεις, όπως ως επικεφαλής της πολιτικής φρουράς, ως μέλος της ομάδας του Constanzo Cauriol και τέλος, ως μέλος της ομάδας του Nestor Martinengo. Κατέληξε στην Κέρκυρα ως πρόσφυγας με την οικογένειά του και υπηρέτησε στο νέο φρούριο του Αγίου Μάρκου.

   Η υπόθεση Brachimi έγινε γνωστή στη διοίκηση της Κέρκυρας στις 19 Δεκεμβρίου 1588 μέσω εγγράφου που έστειλε ο Βάϊλος της Κωνσταντινούπολης.  Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν πως ο Κύπριος καπετάνιος που είχε έρθει στο Νέο Φρούριο  είχε έρθει σε μυστική συνεννόηση με τους  Οθωμανούς με σκοπό την κατάκτηση του νησιού. Πιο συγκεκριμένα, ο Brachimi, στην επικείμενη εμφάνιση του οθωμανικού στόλου, θα βοηθούσε τους επίδοξους κατακτητές σαμποτάροντας βασικές δομές του Φρουρίου. Ο Μπραχίμι συνελήφθη μαζί με τους δύο  γιους του, που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι. Εκτελέστηκε κι αυτοί όπως οι προηγούμενοι.

 

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ

Μουσταφά Ένας ιερέας ομολόγησε ενώπιον του Οθωμανού καδή ότι ήταν Οθωμανός κατάσκοπος ονόματι Μουσταφά που πήγαινε στην Κέρκυρα για κατασκοπεία.

 Pantoleo Carrago.  Μηχανικός, ο οποίος στάλθηκε στην Κέρκυρα για να ερευνήσει τις βενετικές άμυνες από τον Σοκολού Μεχμέτ Πασά το 1572, είχε δειπνήσει με τον Βενετό ιερωμένο  Μάρκο Κουερίνι. Ο provveditore τον προσκάλεσε μάλιστα στη γαλέρα του πολλές φορές. Αυτή η φιλία θα ήταν δαπανηρή για τον μηχανικό μας. Τον επόμενο χρόνο, όταν εστάλη σε αποστολή στη Μεσσήνη, δεν μπορούσε να περάσει από την Κέρκυρα, φοβούμενος μήπως τον αναγνωρίσει ο Κουερίνι που βρισκόταν στο νησί εκείνη την εποχή.

 Ντούλι.  Αλβανός ευγενής και αρχηγός χωριών κοντά στη Μπαστιά στις ακτές της Αδριατικής με θέα την Κέρκυρα. Αν και ήταν οθωμανικός υπάλληλος, βοηθούσε τους πράκτορες των Αψβούργων( Ισπανών) που ταξίδευαν από και προς την Κωνσταντινούπολη και τους παρείχε καταλύματα από το 1564. Χωρίς αυτόν θα ήταν αδύνατο για αυτούς τους πράκτορες να ταξιδέψουν μεταξύ των οθωμανικών εδαφών και της Κέρκυρας χωρίς να επιθεωρηθούν στο λιμάνι από τον Οθωμανό κομισάριο, που στάλθηκε εκεί μόνο για να πιάσει κατασκόπους και σκλάβους που δραπετεύουν.

 Μπαλτάσαρ Prototico.  στάλθηκε στα Ιόνια νησιά το 1552, με αποζημίωση 320 εσκούδος ετησίως, για να ενημερώσει τις αρχές για τις εντολές του Οθωμανικού Ναυτικού. Εκεί δημιούργησε ένα αποτελεσματικό δίκτυο το οποίο παρείχε στις αρχές τακτικές και αξιόπιστες πληροφορίες. Ο ίδιος ο Μπαλτάσαρ εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο ενώ ο γιος του Ανιμπάλε κι ο ανιψιός του Χουάν Μανιώτη δρούσαν στην Κέρκυρα. Ένας άλλος γιος, ο Nicolò, εμφανίζεται στην τεκμηρίωση στα τέλη της δεκαετίας του 1560. Ο πατέρας του τον έστειλε στη Μαδρίτη, για να παρουσιάσει ένα έργο για την κατάληψη του Mεθώνης, να ζητήσει αύξηση (στα 400 εσκούδο ετησίως) και να ανακτήσει τις απλήρωτες αποδοχές. Προφανώς, ήταν επίσης μέρος του δικτύου, δεδομένου ότι ισχυρίστηκε ότι έπεσε αιχμάλωτος στους Οθωμανούς. Ο Νικολό ήθελε για τον εαυτό του το γραφείο του καπετάνιου των φρεγατών που έπλεαν στο Λεβάντε, προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες και να πάρει την αλληλογραφία του δικτύου πληροφοριών των Αψβούργων στα Επτάνησα με επικεφαλής τον πατέρα του. Σύμφωνα με την αναφορά του Νικολό, ο Prototico ίδρυσε δίκτυα πληροφοριών σε μια σειρά από μέρη, όπως η Κέρκυρα, το Lepanto, το Algiante, η Κεφαλονιά, η Μεθώνη και το  Νεγκρεπόντε, καθώς και στην αυλή του Κυβερνήτη του Μορέως.

 Amerigo Balassa. Ένας από τους κατασκόπους που έστειλε ο αντιβασιλέας της Σικελίας στην Κωνσταντινούπολη το 1564, απογοητεύτηκε επειδή δεν του πλήρωναν όσα του αναλογούσαν. Όταν αποφάσισε να εκδικηθεί, πρότεινε στον Οθωμανό Μεγάλο Ναύαρχο να συλλάβει  τον Balthasar Prototico στην Κέρκυρα κάτι το οποίο  κατάφερε.

 Juan MiniatiΤο 1571, κατασκόπευε για λογαριασμό των Αψβούργων στην Κέρκυρα. Το 1600, απέπλευσε από τη Μεσσήνη συνοδευόμενος από έναν Γενοβέζο πράκτορα-κατάσκοπο-στρατιωτικό μηχανικό (καθηγητής di cose militari) για τη Χίο. Οι δυο τους σταμάτησαν στην Κέρκυρα όπου οι Γενοβέζοι αντέγραψαν τα σχέδια του φρουρίου.

 Πάλμα και Σίγκουρο: Ο Cesare Palma, λειτουργούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο.

Francesco Sforçio.  Αντικατέστησε τον 85 ετών Anibale Prototico.

 Angelo Salviati.  Αντικατέστησε  τον Francesco Blanco.

 Antonio Lipravotiμφανίστηκε στην Κέρκυρα τη δεκαετία του 1580 κι έδρασε καθ' όλη τη δεκαετία του 1590.

 Carlo Cicala. Έφτασε στην Κέρκυρα με έναν ,  Γενοβέζο πράκτορα κατάσκοπο-με πληρωμή-στρατιωτικό μηχανικό ονόματι Ambrosio Benedetti.

Ambrosio Benedetti. Αντέγραψε γρήγορα τα σχέδια του ενετικού φρουρίου για να τα αποστείλει  στην Κωνσταντινούπολη.

Μορίσκο της Βαλένθια.  Έμπαινε εύκολα στο παλάτι και στο κάστρο.

Joseph Nasi.

 Aron Mazza

 Νικόλαος Di Macedonia  18/12/1570 μετέφερε έγραφα του Βενετού Βάιλου της Κωνσταντινούπολης στην Κέρκυρα.

 

Πιέτρο Λάντζα: Κερκυραίος κουρσάρος που προσλήφθηκε από τον Αντιβασιλέα της Νάπολης. Οι δραστηριότητες του εκτείνονται σε δεκαετίες δημιουργώντας διεθνείς εντάσεις μεταξύ των Αψβούργων και των Ενετών που τον είχαν εξορίσει από τη γενέθλια Κέρκυρα. Η επιδρομή του δημιούργησε διεθνή κρίση μεταξύ Βενετών και Αψβούργων το 1578, με αποτέλεσμα  ο Λάντζας να απολυθεί από τη θέση του καπετάνιου των βασιλικών φρεγατών. Ωστόσο, συνέχισε υπηρετώντας τους Ναπολιτάνους αντιβασιλείς μέχρι την πρώτη δεκαετία του 17ουαι. Επίσης επινόησε ένα σχέδιο δολοφονίας του Οθωμανού Σουλτάνου το 1608.

Αυτές είναι μερικές από τις κατασκοπευτικές δράσεις που είναι εντοπισμένες για το χώρο της Κέρκυρας. Σίγουρα θα υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες που ή δεν έχουν εντοπισθεί ή υπάρχουν στα Οθωμανικά αρχεία τα οποία δεν είναι προσβάσιμα. Πιστεύουμε ότι στο μέλλον, μέσω της έρευνας των ιστορικών, θα αποκαλυφθούν και πλήθος άλλων περιπτώσεων.

 

Δικτυογραφία :

-Emrah Safa Gürkan, M.A. ESPIONAGE IN THE 16TH CENTURY MEDITERRANEAN: SECRET DIPLOMACY, MEDITERRANEAN GO-BETWEENS AND THE OTTOMAN HABSBURG RIVALRΥ https://repository.library.georgetown.edu/bitstream/handle/10822/557617/Grkan_georgetown_0076D_11777.pdf?sequence=1

- Chrysovalantis Papadamou,  A Secret War: Espionage in Venetian Corfu during the Construction of the San Marco https://brill.com/view/book/9789004362048/B9789004362048_018.xml

 

 

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Εμφανίσεις Άρθρων
3819667