ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ-ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΣΤΟΙ
Λιλή Καραχάλιου προς Corfu museum
Η πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης της Κέρκυρας από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι το 1832 αυξάνει κατά 139%. Οι γεννήσεις δε και η θνησιμότητα ανέρχονται σε 39,14% του πληθυσμού και η κατά 6,89% υπεροχή των γεννήσεων είναι πολύ κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα(7%).
Εάν συγκρίνουμε πληθυσμιακά την πόλη της Κέρκυρας με αυτήν της Αθήνας, της μεγαλύτερης ελληνικής πόλης, που έχει 36.000 κατοίκους και αυτήν της Σύρου με 20.000, θα λέγαμε με βεβαιότητα ότι η Κέρκυρα ήταν μια μεγαλούπολη του καιρού της.
Στα 1857 η πόλη έχει 5.711 άνδρες και 5.718 γυναίκες και 4.492 αλλοδαπούς, σε ένα σύνολο πληθυσμού της πόλης μόνον 15.921 κατοίκων. Τα δε προάστεια 3.567 άνδρες και 3.211 γυναίκες και 881 αλλοδαπούς με συνολικό πληθυσμό 7.650 κατοίκους. Ενώ στα 1864 η πόλη αριθμεί 5.954 άνδρες, 5.718 γυναίκες και 5.442 αλλοδαπούς και στα προάστια 3.500 άνδρες και 3.068 γυναίκες και 1.899 αλλοδαπούς με συνολικό προαστιακό πληθυσμό 8.467 κατοίκους.
Οι Ενετοί ως γειτονικούς οικισμούς (μπόργους) στην περιφέρεια της πόλης θεωρούσαν τον Ποταμό, τους Ευρωπούλους, την Άφρα, τις Χελάνες, Κυρά-Χρυσικού, Γουβιά, Άγ.Λουκά, Κοντόκαλι, Κανάλια και Αλεπού, αντίθετα οι Άγγλοι περιορίστηκαν στις παρυφές της πόλης, δηλαδή το Μαντούκι, τους Γαστράδες και τον Ανεμόμυλο.
Η ταξική διαστρωμάτωση της κερκυραϊκής κοινωνίας κατά τον αιώνα αναφοράς μας παρουσιάζει μία πιο σαφή εικόνα απ’ ό,τι στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Από τη μια υπάρχει η επί τέσσερεις αιώνες παγιωμένη τάξη της γαιοκτημονικής αριστοκρατίας και από την άλλη η πλατειά μάζα του λαού. Η ενδιάμεση αστική τάξη, της οποίας η οικονομική βάση είναι συγκεχυμένη, παρουσιάζει μία απουσία ιδεολογικού και πολιτικού προσανατολισμού.
Στην περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας το σύνταγμα της Έντιμης Αντιπροσωπείας διαχωρίζει τους ανεπάγγελτους αστούς, που από την απογραφή των Άγγλων χαρακτηρίζονται ως benestanti, από τους μέσους και τις ομάδες των εμπόρων και των τεχνιτών.
Αυτό αποτυπώνεται και κατά τη σύνθεση του Κοινοβουλίου («Συμβουλίου»): Υπάρχουν 40 εκπρόσωποι των Ευγενών, 40 των Αστών, 14 των Εμπόρων, 6 των Τεχνιτών και 140 της υπαίθρου.
Ο Ι.Καποδίστριας αναφέρει στον Άγγλο υποκόμη Castlereagh ότι οι ευγενείς (nobilita’, gentry) χωρίζονται σε αντίζηλες κάστες με κληρονομημένο πάθος μέχρι θανάτου, όμως, όταν ξεσπούν εξεγέρσεις των αγροτών-αγροληπτών συνασπίζονται και μέσα από τις αντιπαλότητες αρχίζει να αναδύεται η αστική τάξη της Κέρκυρας. Η παρέμβαση δε των ξένων δυνάμεων θα ανεβάσει την αριστοκρατία στο βάθρο της και πάλι με την παροχή θέσεων στη διοικητική ιεραρχία. Έτσι μέσα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ολοκληρώνεται η σχετική διαδικασία διαμόρφωσής της.
Η Κέρκυρα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ακόμη από την περίοδο της Ενετοκρατίας, αναδείχθηκε ως πρωτεύουσα των νησιών του Ιονίου, γεγονός που διατηρήθηκε και μέχρι και το τέλος της Αγγλοκρατίας.
Ως εκ τούτου η πόλη της Κέρκυρας γνώρισε ημέρες οικονομικής άνεσης και πολιτιστικής άνθισης. Το θέατρο, η μουσική με έντονη τη δυτικοευρωπαϊκή επίδραση, κυρίως την ιταλική και τη γαλλική, κατά το 19ο αιώνα συνέβαλλαν στη διαπαιδαγώγηση γενεών Κερκυραίων.
Μεγάλη ήταν η απήχηση του αριστοκράτη μουσικού Ν.Μάντζαρου στους μεγαλοαστούς, κυρίως, οι οποίοι του συμπαραστάθηκαν στη θεμελίωση αυτής της μουσικής αγωγής για τους πολίτες της Κέρκυρας. «Δημιούργησε τις συνθήκες που επιτρέψανε στην Κέρκυρα να θεωρείται και να είναι η πατρίδα της νεοελληνικής μουσικής. Τέτοια ήταν η αλματώδης πρόοδος του νησιού, στον τομέα αυτόν, ώστε έφθασε γρήγορα στο σημείο να εξυπηρετεί με ντόπια μουσικά στοιχεία (εκτελεστές ) την ορχήστρα του θεάτρου του», στο ανέβασμα μουσικών και άλλων παραστάσεων εφάμιλλων των ευρωπαϊκών.
Λέγεται ότι δίδασκε δωρεάν ταλαντούχους νέους, ήταν πολύ στενός φίλος του Διονυσίου Σολωμού, ενώ αντίθετα επέδειξε απέχθεια, σχεδόν μίσος, στον σπουδαίο ποιητή Ανδρέα Κάλβο.
Αυτό έχει την εξήγησή του, γιατί ο ποιητής και καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία Ανδρέας Κάλβος ήταν επικριτικός στους ευγενείς που κατά τις ψηφοφορίες στη Γερουσία δεν προέβαλλαν καμία αντίρρηση στα προτεινόμενα από τον Προβλεπτή νομοθετήματα και τους αποκαλούσε «Κομεστάδες», από την δουλοπρεπική τους έκφραση «comme sta», (ως έχει).
Αστικές οικογένειες που θεωρούνται ότι αποτελούσαν την τάξη των πλουσιότερων ευγενών της πόλης της Κέρκυρας μπορούμε να αναφέρουμε τα ονόματα Ασπιώτη, Βάρθη, Βασιλάκη, Βασιλά, Βελλιανίτη, Βεντούρη, Βράιλα-Αρμένη, Δενδρινού, Δεσύλλα, Ζαβιτσιάνου, Καλλιβωκά, Καραπάνου, Πατρικίου, Πογιάγου, Ποφάντη, Σκαραμαγκά, Σκάρπα, Στρατηγού, Τοπάλη και άλλων.
Οι Κερκυραίοι ευγενείς και αστοί ήταν μεγαλομανείς και συναγωνίζονταν στην κοσμική και κοινωνική προβολή και επίδειξη, υιοθετώντας ξενικές συνήθειες και δραστηριότητες, αλλά και με τη δημιουργία ενός ανταγωνισμού στην ανοικοδόμηση μεγάρων ως κατοικιών τους, καθ’όλην την Αγγλοκρατία, αλλά και αργότερα.
Οι πρώτοι προτιμούν να κτίζουν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως είναι τα Μουράγια, ο Άι-Θανάσης, ενώ οι αστοί κτίζουν έξω από την Πόρτα Ριάλε, τη Φορτιά και την παραλιακή οδό προς τη Γαρίτσα. Οι κατοικίες αυτές έχουν κήπους και είναι ως προς την έκταση και την πολυτέλεια πολύ πέρα από την απλή ανάγκη της στέγασης των ενοίκων τους.
Αρχοντικά στη Γαρίτσα
Αυτός ο έντονος ανταγωνισμός έκδηλα αποτυπώνεται στους αριθμούς των ανοικοδομούμενων οικιών που συγκριτικά από το 1797, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα Μποντιόλη προς τη γαλλικές αρχές είναι περί τις 2006. Αντίθετα στα 1860, σε αντίστοιχη αναφορά του Αρμοστή στην Ιόνια Βουλή, συμπεριλαμβάνοντας και περιοχές έξω των τειχών, οι κατοικίες ανέρχονται σε 11.000 και που μετά την Ένωση οι ιδιοκτήτες τους αρχίζουν να πληρώνουν φόρο στο Δημόσιο γι’αυτές.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της προβολής, της επίδειξης, αλλά και της ευμάρειας την οποία επιδείκνυαν τόσο οι ευγενείς, όσο και οι αστοί, αλλά και όσοι επιδίωκαν την είσοδό τους στην άρχουσα τάξη, αποτελεί η μόδα, η κατανάλωση ειδών πολυτελείας, εννοείται εισαγομένων από την Ευρώπη και οπωσδήποτε πολυδάπανων. Πολλοί από αυτούς, χάνοντας το μέτρο ή μη κατέχοντες ανάλογη περιουσία, οδηγούνταν σε πολλές των περιπτώσεων σε χρεωκοπία.
Ο Ασπιώτης με τη σύζυγο και το αυτοκίνητο τους
Μία συνήθεια, προτιμητέα μόνο από τους αστούς, ήταν η ενασχόληση με τον αθλητισμό και τα σπορ. Ενδεικτικό κύρους σημείο ήταν επίσης και η χρήση ιδιόκτητων ή εκμισθωμένων μεταφορικών μέσων για τη μετάβαση σε δεξιώσεις, το θέατρο, τις φιλολογικές-ποιητικές βραδινές συγκεντρώσεις στα πλουσιόσπιτα.
Την έντονη εντύπωση αυτής της επίδειξης μεγαλομανίας, αλλά και ξενοφιλίας, των κυριών κυρίως, διαπίστωσε κατά την παραμονή του στην πόλη της Κέρκυρας, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ο Γάλλος Ντε Φερρέ ο οποίος αναφέρει σχετικά:
«Μια υπερβολική ξενοφιλία, μεγάλη πολυτέλεια στις κυρίες
κι ένας τόνος μεγαλοπρέπειας στη διακεκριμένη τάξη της κοινωνίας. Πρέπει να επισκεφτεί κανείς την Κέρκυρα για να πειστεί ότι είναι από τις μικρές πόλεις, όπου μπορείς να ζήσεις ευχάριστα, όσο και σε μια μεγάλη πρωτεύουσα. Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα καφενεία μπορούν να παραβληθούν με αυτά της Φλωρεντίας και του Μιλάνου.»
Έχοντας, λοιπόν, οι ευγενείς και οι αστοί την οικονομική ευχέρεια, στέλνουν τους γόνους τους για σπουδές στα πανεπιστήμια της Ιταλίας και της Ευρώπης. Με την επιστροφή τους οι νέοι επιστήμονες γίνονται φορείς - μετά το 1830 - μιας απαίτησης για διεύρυνση των συνταγματικών δικαιωμάτων του λαού (Μουστοξύδης) και αρχικά συγκροτούν το Μεταρρυθμιστικό κόμμα, στη συνέχεια δε θα επιτύχουν τη συνεργασία με τον ξένο κυρίαρχο. Των δε μικροαστών οι γόνοι, επιστρέφοντας στην Κέρκυρα από σπουδές στην Ευρώπη, εμπνεόμενοι από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ιδρύουν το Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Και ενώ στο τέλος της Ενετοκρατίας αναφέρονται 114 οικογένειες ευγενών, στα 1797 περίπου 166 οικογένειες, στα 1803 γίνονται 150 και τέλος γύρω στο 1920 αναφέρονται 24 ονόματα οικογενειών οι οποίες επιμένουν να διατηρούν τον τίτλο ευγενείας τους.
Η οικονομική τους ευπορία κατά την Ενετοκρατία στηριζόταν στις γαιοπροσόδους σε λάδι και κρασί από τα φεουδαλικώς εκμεταλλευόμενα κτήματά τους ή την ενοικίαση δημοσίων γαιών. Πολλοί από αυτούς, και αναφερόμαστε σε όλη την περιοχή της νήσου Κέρκυρας, ασκούσαν επαγγέλματα με υψηλό κοινωνικό κύρος, όπως είναι αυτό του γιατρού, του δικηγόρου κ.τ.λ.
Σε σύνολο 328 ενηλίκων ευγενών, επιστήμονες-ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν 39 δικηγόροι, ποσοστό 15,24% και υπήρχαν 11 γιατροί, ποσοστό 3,3%. Πολλοί λίγοι προσέφεραν έμμισθες στρατιωτικές υπηρεσίες και λίγοι ήταν εισοδηματίες από την εκμετάλλευση ιδιόκτητων οικοδομών. Αργότερα, σε ποσοστό 25% ασχολούνταν και με το επάγγελμα του φαρμακοποιού.
Η κατοχή υψηλών θέσεων στη διοίκηση των Ιονίων Νήσων κατά την Αγγλική Κατοχή φθάνει σε ποσοστό 80% , δηλαδή τέσσερεις στους πέντε Κερκυραίους που διορίστηκαν Πρόεδροι της Γερουσίας ήταν ευγενείς και από τους έξι Επάρχους της Κέρκυρας (Reggenti) οι πέντε ήταν επίσης ευγενείς, δηλ. ποσοστό 83,3%.
Ένας κήπος στην Κέρκυρα - John Singer Sargent
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Προγουλάκης Γ., "Στην Κέρκυρα τον 19ο αιώνα", Ιστορικά, τομ.4ος, τεύχος 7ο, Μέλισσα, Αθήνα, 1987, σελ.64-66.
Χυτήρης Γεράσιμος, "Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα", Εταιρ.Κερκυρ. Σπουδών, Κέρκυρα, 1988, σελ.7-9
Τρεχλής Βλάσσης, "ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, Το χαμένο πορτραίτο", Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2014, σελ. 502-508 και 560.
Βλάχος-Πολίτης Ξενοφών, "Το τέλος των ευγενών", Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρείας, τομ.24, Κέρκυρα, 2001, σελ169.