Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

 

Click on the right corner

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΝΟΜΙΑΣ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

«ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ»

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η Κέρκυρα ευρισκόμενη στο βορειο-δυτικότερο σημείο του ελληνικού χώρου, στην κορυφή του Ιονίου Πελάγους, στην είσοδο σχεδόν της Αδριατικής κατέχει προνομιακή γεωπολιτική θέση. Αποτελεί μια φυσική γέφυρα που ενώνει τη Δύση με την ελληνική χερσόνησο και την Εγγύς Ανατολή.

 Η προνομιακή της αυτή θέση την έφερε από τους αρχαίους χρόνους σε επικοινωνία με την κυρίως Ελλάδα και την Ιωνία, καθώς και με τα λιμάνια της Κάτω Ιταλίας αλλά και της Αδριατικής. Η επικοινωνία αυτή συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής αλλά και κατά τη διάρκεια της ξενοκρατίας, έξι αιώνων στο νησί, όπου η Κέρκυρα δέχτηκε μεγάλο αριθμό Ελλήνων από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Το ήπιο κλίμα της, η φυσική ομορφιά της, η ιστορική πορεία της και η πλούσια παράδοσή της άμεσα συνδεδεμένη με την παράδοση του υπόλοιπου ελληνισμού και την ξενοκρατία διαμόρφωσαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Κερκυραίων. Είναι φιλόξενοι, εκδηλωτικοί, γλεντζέδες, τους αρέσει ο χορός, το τραγούδι αλλά αγαπούν και τον αθλητισμό και τα θαλάσσια ταξίδια. Είναι ευέξαπτοι, είρωνες και αρκετά εριστικοί μεταξύ τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνουν τους κατοίκους του νησιού στην ιστορική τους πορεία σχεδόν μέχρι σήμερα.

Ως επιστήμη η Λαογραφία παρατηρεί, καταγράφει, μελετά και ερμηνεύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κάθε λαού. Υπάρχουν και στην Κέρκυρα, όπως σ’όλο τον ελλαδικό χώρο, καθαρά λαογραφικά γνωρίσματα, ένας ενιαίος λαογραφικός κόσμος που αφορά τα έθιμα στις γιορτές του χρόνου και στα κοινωνικά-θρησκευτικά-αγροτικά δρώμενα, τα δημοτικά τραγούδια, το κερκυραϊκό ιδίωμα, τη λαϊκή τέχνη (οικοτεχνία-βιοτεχνία), τις φορεσιές, την αρχιτεκτονική-πολεοδομία, τις αγροτικές εργασίες, τα παραμύθια, τις παραδόσεις και τους θρύλους, τα τοπικά φαγητά-γλυκίσματα και βότανα, τα παιδικά παιχνίδια, το θέατρο Σκιών και τους πλανόδιους επαγγελματίες.

Τα κερκυραϊκά, όπως και τα άλλα ελληνικά λαϊκά έθιμα , παρουσιάζουν μια εκπληκτική συνέχεια με τα αρχαία ελληνικά. Τα τελευταία δεν ατόνησαν με την αποδοχή του χριστιανισμού αλλά προσαρμόστηκαν και επέζησαν κατά ένα μεγάλο μέρος. Ο κύκλος της ζωής, της γέννησης, του γάμου και του θανάτου απασχόλησε και προβλημάτισε έντονα τους Έλληνες σ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους και γι’αυτό τον περιέβαλαν, στην προσπάθειά τους να τον εξηγήσουν, μ’ένα πέπλο μυστηρίου, υπερφυσικών πολλές φορές ερμηνειών, δοξασιών και προλήψεων που έπρεπε απαρέγκλιτα να ακολουθηθούν προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Η γέννηση θεωρούνταν αναμφισβήτητα ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή του νέου ζευγαριού, των συγγενικών του προσώπων αλλά και της μικρής κοινότητας που λάμβανε χώρα. Ήταν το ποθούμενο και επιδιωκόμενο παρά τις δυσκολίες της κυήσεως του τοκετού και της ελλείψεως οργανωμένης ιατρικής φροντίδας.

Η αρρενογονία επιδιώκονταν και ενισχύονταν με ευχές ήδη από την ημέρα του γάμου από συγγενείς και φίλους «και του χρόνου με ένα γιο», με τραγούδια του γάμου «τ’αντρόγυνο που γίνηκε να ζήσει να γεράσει. Να κάμει δώδεκα παιδιά, δώδεκα παλικάρια» και με μαγικές πράξεις.. Αν το νεογέννητο ήταν αγόρι, παράχωναν μέσα στο χωμάτινο δάπεδο του σπιτιού τον πλακούντα (αδέλφι στην Κέρκυρα)  και τον ομφάλιο λώρο για να συνεχιστεί η αρρενογονία ή τον ξέραναν και το φύλαγαν.

 Σε περίπτωση που κάποια από τις γυναίκες του σπιτιού γεννούσε κορίτσια ανακάτευαν κρυφά στο φαγητό της σκόνη από αυτό. Τα κορίτσια τα υποδέχονταν τις περισσότερες φορές κατσουφιάζοντας και δε δίσταζαν να επιδιώξουν πολλές συνεχόμενες κυήσεις για να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η προτίμηση στη γέννηση αρσενικών παιδιών ξεκινά από μια πανάρχαια αντίληψη για τη συνέχιση του γένους του πατέρα. Η γυναίκα θεωρείται κατώτερη. Ο άλλος παράγοντας που συντελούσε σ’αυτό είναι το πρόβλημα της προίκας των θηλυκών παιδιών και ο κίνδυνος τεμαχισμού της πατρικής περιουσίας

.

Την ημέρα του τοκετού αλλά και τις ημέρες της λοχείας τοποθετούσαν στην είσοδο του σπιτιού ένα ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα, για να εξαγνίζονται αυτοί που μπαίνουν στο σπίτι από τυχόν δαιμονικά πνεύματα που τους ακολουθούν και ίσως βλάψουν το νεογέννητο. Οι συγγενείς και φίλοι θα φέρουν στο σπίτι ζαχαρωτά ή γλυκά για να γίνει το μωρό γλυκό και πράο, θα το «ασημώσουν» θα του ρίξουν δηλαδή στην κούνια ασημένια νομίσματα ή χρυσαφικά για το καλό. Στη συνέχεια θα το φτύσουν λέγοντας χαρακτηριστικά «φτου σου, να μην αβασκαθείς». Για να καλοπιάσουν τις μοίρες ώστε να φανούν ευνοϊκές θα τοποθετήσουν δίπλα στο μωρό εδέσματα και γλυκά, έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα.

Τις πρώτες φροντίδες παρέχει στο νεογέννητο και στη μητέρα κυρίως η μαμή αλλά και άλλες πρακτικές γυναίκες που έχουν παραβρεθεί και βοηθήσει στον τοκετό. 

Η μαμή θα το σταυρώσει με το βάγιο μπροστά στο εικονοστάσι και θα το ποτίσει με ειδικά βότανα. Την Τρίτη μέρα το νεογέννητο φορά το φωτίκι του πατέρα ή της μητέρας ανάλογα με το γένος. Μετά από σαράντα μέρες το μωρό και η λεχώνα θα δεχτούν τις ευχές από την εκκλησία. Η μητέρα του συνήθιζε τότε να βάζει μέσα στα σπάργανά του διάφορα αντικείμενα τα οποία θα είχαν σχέση με το επάγγελμα που θα ασκούσε στο μέλλον το παιδί, σύμφωνα με την προτίμηση των γονιών του. 

Αν ήταν αγόρι έβαζαν κατσαβίδι, τανάλια, σφυρί ή οτιδήποτε άλλο σχετικό με το επάγγελμα του μάστορα. Αν ήταν κορίτσι έβαζαν ψαλίδι, κλωστή, βελόνα και άλλα για να γίνει ράφτρα, όταν μεγαλώσει.

Η μητέρα στο διάστημα της λοχείας φορά στα χωριά της Μέσης κεφαλομάντηλο σκούρο μπλε με λαχούρια και μαύρα ρούχα για να δείχνει κατηφής και να αποτρέψει έτσι το ενδεχόμενο να την πειράξει ο πειρασμός. 

Για τους ίδιους λόγους αποφεύγει να βγει έξω από το σπίτι μετά τη δύση του ήλιου ή να δεχτεί επισκέπτες. Η λεχώνα και το βρέφος φορούν φυλακτά (κυρίως σκόρδο, κόκκινη κλωστή ή κορδέλα). Κόκκινη κορδέλα θα δεθεί και στο κρεβάτι του μωρού για την αποφυγή της βασκανίας. Ιδιαίτερη προσοχή δίνουν στον «ίσκιο» που προσβάλλει τα μωρά σαν αδύναμα. Για να τον αντιμετωπίσουν φορούν στο βρέφος μια μαύρη κλωστή στον καρπό του χεριού και σκεπάζουν τους καθρέφτες. «Τά’πνιξε ο ίσκιος» λένε για τα μωρά που πέθαναν στην πρώτη αυτή ηλικία.

Αν μια μητέρα μετά το πρώτο της παιδί είχε την ατυχία να της πεθάνουν τα επόμενα, θεωρούσε υπαίτιο το πρώτο παιδί. Το τελευταίο κουβαλούσε άθελά του λόγω της υπερβολικής ζήλιας του μια υπερφυσικά καταστρεπτική δύναμη που επιδρούσε στα αδέρφια του. Για να σταματήσουν το κακό έμπαζαν μέσα στο φούρνο που ήταν σβηστός το πρωτότοκο, ρίχνοντας καραμέλες για να το ξεγελάσουν, με την απειλή πως θα βάλουν φωτιά, αν δεν υποσχεθεί πως θα αγαπά τα αδέρφια του. Έτσι εξαγνίζονταν το πρωτότοκο από την κακία του με τη δύναμη της εξαγνιστικής φωτιάς. Το ίδιο συνέβαινε και σε περίπτωση που το μεγαλύτερο παιδί ζήλευε το μικρότερο.

 

ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ (ΒΑΦΤΙΣΗ)

Το δεύτερο κατά συνέχεια μεγάλο γεγονός που συγκέντρωνε τους πλησιέστερους συγγενείς ήταν η βάφτιση του νηπίου. Συνήθως τα βάφτιζαν σε μικρή ηλικία. Με το μυστήριο της βάφτισης το νήπιο γίνεται μέλος της εκκλησίας της γενέτειράς του και παίρνει το όνομά του, στοιχεία βασικά της ταυτότητάς του.

Το βάφτισμα παλαιότερα γινόταν στο σπίτι για να προφυλαχτεί το παιδί από το μάτιασμα και γενικά από κάθε κακό.

 Συγκεντρωνόταν ο οικογενειακός κύκλος (γονείς, παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, ξαδελφάκια), ο ιερέας, ο ψάλτης και ο νεωκόρος που έφερνε μαζί μ’ένα μεγάλο παιδί την κολυμπήθρα και τα ιερά βιβλία. 

Ωστόσο σε μια μεγάλη πινιάτα ζέσταιναν νερό για το βάφτισμα. Στο μυστήριο δεν παρευρίσκονταν οι γονείς. Λίγο πριν αρχίσει έβγαιναν έξω από το σπίτι ή την εκκλησία και εκεί περίμεναν να ακούσουν το όνομα, και ας το ήξεραν από πριν, από ένα αγόρι ή μια παρέα αγοριών που έτρεχαν να τους το ανακοινώσουν παίρνοντας σχετικό φιλοδώρημα. Ο νουνός ή η νουνά και οι παρευρισκόμενοι συγγενείς δέχονταν τις ευχές για το όνομα του μωρού. Στη συνέχεια ο πατέρας ή ο νουνός έβγαινε στη θύρα και πετούσε κέρματα στα παιδιά που σπρώχνοντας το ένα το άλλο τα μάζευαν.

Τη λαμπάδα του νεοφώτιστου, αν ήταν αγόρι, την έσβηνε ο νουνός στο ανώφλι της ωραίας πύλης, για να γίνει ψηλό μέχρι εκεί πάνω. Αν ήταν κορίτσι, την έσβηνε σε ένα διπλωμένο ύφασμα που τοποθετούσαν στην κοιλιά του, για να μην την ενοχλεί μελλοντικά η έμμηνος ρύση. Σταύρωναν και το αγόρι και το κορίτσι με μια χρυσή βέρα στο στόμα για να βγάζει χρυσά λόγια και τους φορούσαν το φωτίκι,  μια μεγάλη πουκαμίσα από λευκό ύφασμα. Αν ήταν αγόρι, στην πουκαμίσα έβαζαν και τρία χρυσά κουμπιά, αν ήταν κορίτσι, μποκολέτες (σκουλαρίκια). Αν το παιδί δεν είχε φορέσει το φωτίκι, το οποίο είναι διαβασμένο από τον ιερέα, όταν πεθάνει δεν θα δεχτεί την ψυχή του ο θεός.

Μερικοί γονείς, όταν δυσκολεύονταν να βρουν νουνό πήγαιναν στη θύρα της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα κρατώντας το μωρό μήπως βρεθεί κάποιος και δείξει ενδιαφέρον να το βαφτίσει. Έτσι δυο άγνωστες οικογένειες γίνονταν κουμπάροι. Ο ανάδοχος τότε θα δώσει κατά προτίμηση το όνομα Σπύρος προς τιμήν του Αγίου και όχι το όνομα του παππού κατά το συνηθισμένο έθιμο. Το ίδιο συνέβαινε και όταν το’χαν τάξει να το βαφτίσουν στον Άγιο. Σε περίπτωση πάλι που είχε προηγηθεί θάνατος των δυο πρώτων παιδιών της οικογένειας, το τρίτο το τοποθετούσαν καταγής σ’ένα τρίστρατο. Ο πρώτος που θα το συναντούσε αναλάμβανε να το βαφτίσει δίνοντας το όνομα Σταμάτης για να «μην τριτώσει το κακό». Ονόματα συμβολικά, με μαγική όπως θεωρούνταν επίδραση, τάζονταν και δίνονταν και όταν το βρέφος κινδύνευε. Έτσι βαφτιζόταν Γιάννης για να γιάνει ή με το όνομα του προστάτη Αγίου του νησιού. Πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις γινόταν αεροβάφτισμα από τη μαμή ή άλλο παρευρισκόμενο πρόσωπο, όταν δεν προλάβαινε να έρθει ιερέας, κάνοντας τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με τον ιερέα στον αέρα και λέγοντας «βαφτίζεται ο δούλος του Θεού –και το όνομά του- στο όνομα του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Σε περίπτωση που τα βρέφη  πέθαιναν αβάφτιστα πιστεύονταν πως γίνονταν διαβολάκια, κακοποιά πνεύματα, τα λεγόμενα τελώνεια. Τα αβάφτιστα μωρά, αν συμβεί και ανοίξουν τον τάφο τους, τα βρίσκουν άλιωτα, ροδοκόκκινα και μέσα στο στομάχι τους θα βρουν φρέσκο γάλα. Αυτό συμβαίνει γιατί τις νύχτες βγαίνουν και θηλάζουν τις κοιμισμένες νέες μητέρες που έχουν τα στήθη έξω. Οι μητέρες αυτές αχαμναίνουν μέχρι εξαντλήσεως και μπορεί και να πεθάνουν. Γι ‘αυτό πρέπει η κάθε μητέρα να κάμει το σταυρό της, πριν βυζάξει το παιδί της και όταν αποβυζάξει πάλι να προφυλάξει καλά το στήθος της.

Ο    ΓΑΜΟΣ

 

      Η  παραδοσιακή κοινωνία του  χωριού  κράτησε αλώβητη την ηθική και κοινωνική παράδοση μέσα στους αιώνες.

 Οι  κάτοικοι έχουν ως γνώμονα της  κοινωνικής  τους συμπεριφοράς απαράβατες ηθικές αρχές, ο σεβασμός και η τήρηση των οποίων αποτελούν τη βασική προϋπόθεση  για  την επιβίωση  του γάμου και τη δημιουργία μιας γνήσιας οικογένειας με ηθική υπόσταση ως ιδανικό.

Οι άνδρες αποφεύγουν να νυμφευθούν κορίτσια χωρίς ηθικές αρχές και να ενταχθούν σε οικογένεια που δεν υπάρχει ηθική ευστάθεια .

Το  συνοικέσιο αποτελούσε το πρώτο βήμα πριν δύο νέοι φθάσουν στο Γάμο. Οι προξενήτρες και οι προξενητές  με τους απαραίτητους διπλωματικούς χειρισμούς αναλάμβαναν να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανέθεταν, ενώ οι νέοι ήταν, συνήθως, ανίδεοι για τα πεπραγμένα τους . Οι προξενητές και οι προξενήτρες , στην περίπτωση των κοριτσιών, πρότειναν περισσότερους του ενός υποψήφιους γαμπρούς στους  γονείς της κόρης. Για τις υπηρεσίες τους πληρώνονταν, εκτός αν ήταν συγγενείς. Όταν επρόκειτο μάλιστα  ν΄αναζητηθεί νύφη για κάποιο νέο η επιτυχία του συνοικεσίου  ήταν ανάλογη της ομορφιάς και της οικονομικής ευχέρειας της κόρης, της εργατικότητάς, της καλής υγείας της  και του καλού χαρακτήρα της. Ο νέος αντίστοιχα θα έπρεπε να ήταν στην κατάλληλη ηλικία και να έχει υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.

Σε περίπτωση συμφωνίας, του πατέρα της κόρης, ζητούνταν  από την προξενήτρα ή τον προξενητή να μάθει τις απαιτήσεις του  προτεινόμενου γαμπρού, ενώ ταυτόχρονα ενημέρωνε μέσω αυτών τους γονείς του νέου σχετικά με την προίκα  της κόρης σε μετρητά, χρυσάφι, κοσμήματα και ρουχισμό. Ας αναφερθεί ότι στα κορίτσια δεν δίνονταν ως προίκα πατρικά κτήματα, εκτός κι αν δεν υπήρχαν στην οικογένειά αρσενικά αδέρφια.

Αποτελούν, ίσως, εξέλιξη στα έθιμα του γάμου τα λεγόμενα προσιδείσματα που έδιναν την ευκαιρία στους νέους να συναντηθούν, δήθεν, τυχαία με τη συνοδεία συγγενών ή φίλων κι από τις δυο πλευρές·   επρόκειτο για συνάντηση προκειμένου να εγκριθεί εκατέρωθεν ο υποψήφιος γαμπρός ή η υποψήφια νύφη.

Η αναγγελλία του γάμου γινόταν με καμπανοκρουσίες και πυροβολισμούς μετά την τελική συμφωνία που αφορούσε και την προικοδοσία. Μέχρι το 19ο αιώνα η παράδοση της προίκας γινόταν με το προικοσύμφωνο, του οποίου τη σύνταξη αναλάμβανε ο γραμματικός.

Αν υπήρχε κάποιο πένθος σε ένα από τα δυο σπίτια, τότε απλώς «δίνανε λόγο». Η λογοδοσμένη φορούσε άσπρο ή κίτρινο μαντήλι  με λουλουδάκια ,το τσιμπιτό ή της αρεσκιάς.

 Ως την ημέρα των αρραβώνων ο νέος την ακολουθούσε εξ αποστάσεως και δεν την επισκεπτόταν στο σπίτι της.

Την ημέρα των αρραβώνων έφθανε στο σπίτι της νύφης με τη συνοδεία οργανοπαιχτών και το κανίσκι, ένα περίτεχνα φτιαγμένο καλάθι που περιείχε τα δώρα του γαμπρού προς την οικογένεια της νύφης. Γινόταν αμοιβαία ανταλλαγή δώρων κι από την ημέρα εκείνη η νύφη φορούσε πάνω από το άσπρο μαντήλι την τσουτσουμίδα, ένα κόκκινο μαντήλι που έφερε φυτικά σχέδια που είχαν σχέση με το σουσάμι απ’ όπου φέρει και το όνομά της.

 Κατά απαράβατο έθιμο στο δείπνο έτρωγαν χταπόδι με ρύζι, κατά μια εκδοχή επειδή είναι άχολο, για να μη χολεύονται (θυμώνουν) οι μνηστευμένοι και κατά μιαν άλλη, για να παραμείνουν ενωμένοι όπως και το χταπόδι που δεν ξεκολλάει εύκολα απ΄όπου γραπωθεί και ρύζι για να ριζώσει το ζευγάρι.

Για την τέλεση του γάμου αποφεύγεται ο μήνας Σεπτέμβρης επειδή τρυγάει =θανατώνει  το ζευγάρι,ο Μάιος που δεν επιχειρούνταν  γενικά σοβαρές εργασίες, γιατί θ΄ακολουθούσαν κακοτυχία και φοβερά συμβάντα  κι ο Δεκαπενταύγουστος.

Η μεταφορά των προικιών συνηθιζόταν στις φτωχές οικογένειες να γίνεται την Πέμπτη πριν την Κυριακή του στεφανώματος, ενώ στις πλούσιες μπορούσε να γίνει την προηγούμενη  Κυριακή ή Παρασκευή. Τα τοποθετούσαν μέσα στα  βενέτικα που ήταν ρηχά καλάθια και τα μετέφεραν πάνω στο κεφάλι τους  ανύπαντρα κορίτσια ή νεαρές παντρεμένες. Τα κλινοσκεπάσματα  τα μετέφεραν  αμφιθαλλείς έφηβοι , δηλαδή έφηβοι που είχαν ζωντανούς  γονείς. Την  πομπή έραιναν  με ρύζι, κουφέτα κι άνθη ενώ οι οργανοπαίχτες έπαιζαν χαρούμενους σκοπούς που συνόδευαν τα τραγούδια των κοριτσιών.

Οι  προλήψεις και ο φόβος της βασκανίας διαπερνούσαν όλες τις προ και μετά την τέλεση του μυστηρίου φάσεις. Έτσι το πρώτο μέλημα μετά την απόθεση των προικιών στο σπίτι του γαμπρού και το στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού ήταν να σκορπίσουν ρύζι και κουφέτα και να κυλήσουν ένα αμφιθαλλές αγόρι πάνω σ΄αυτό  για να προκαλέσουν αρρενογονία η οποία θα μπορούσε να αποτραπεί, σύμφωνα με τις δεισιδαίμονες αντιλήψεις, μόνο εάν κάποιο κακόβουλο άτομο ψαλίδιζε κάποιο από τα προικιά της νύφης . 

Η νύφη στολιζόταν με την παραδοσιακή στολή της περιοχής της μέχρι τη δεκαετία του 1950 ενώ, αδελφές, ξαδέλφες και άλλα κορίτσια τραγουδούσαν νυφιάτικα τραγούδια. Κατά την προετοιμασία και το στολισμό της νύφης δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στην αποτροπή της βασκανίας. Στο κεφάλι της τοποθετούνταν ένα μικρό κομμάτι από δίχτυ, στο πίσω μέρος της κεφαλής ένα χτενάκι για να χτενιστούν και να απομακρυνθούν τα κακά λόγια  κάποιων μοχθηρών ατόμων, ένα καθρεφτάκι που θα έλιωνε τα μάγια καθώς κι ένα κλειδάκι «αρσενικό» ως εγγύηση για την πρόκληση της αρρενογονίας. Μια άλλη πρακτική που θα επέφερε τη γέννηση πολλών απογόνων ήταν η τοποθέτηση μέρους της νυφικής φορεσιάς μέσα σε κόσκινο, μια πρακτική η οποία έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα όπου οι γονείς συνήθιζαν να κοιμίζουν τα βρέφη τους μέσα σε κόσκινο=λίκνο ταυτίζοντάς τους καρπούς της γης με τα παιδιά.

Τα ήθη της εποχής απαγόρευαν στη νύφη να έχει προγαμιαίες σχέσεις και για να δηλωθεί αυτό  στον κοινωνικό περίγυρο, τουλάχιστο στην περιοχή της Μέσης Κέρκυρας, έφερε στο κεφάλι ένα σύμπλεγμα ανθέων , το φιόρι ή ένα παγωνόφτερο. Στην αντίθετη περίπτωση απαγορευόταν ο προαναφερόμενος στολισμός. Η τελική όμως πιστοποίηση της αγνότητας της νύφης γινόταν με το άπλωμα, σε κοινή θέα, του σεντονιού μετά την πρώτη νύχτα του γάμου. Το έθιμο μέχρι το 19ο αιώνα συνοδευόταν με πυροβολισμούς.

Την Κυριακή  του στεφανώματος  ο γαμπρός, οι συμπέθεροι και οι καλεσμένοι, με τη συνοδεία οργανοπαιχτών, παραλάμβαναν τη νύφη από το σπίτι της ενώ η μητέρα ράντιζε το ζευγάρι με αλατόνερο για να διαλυθεί κάθε κακό που θα το έβλαπτε.

Επειδή  οι κακόβουλες σκέψεις στρέφονταν και κατά του γαμπρού θα έπρεπε να αποτρέψει το λεγόμενο αμπόδεμα=δέσιμο που ήταν η  πρόκληση απώλειας  των συζυγικών του ικανοτήτων και για να  προφυλαχθεί έπρεπε  να έχει μαζί του ένα ψαλίδι ή ένα κλειδί . Αν υπήρχε κάποιο μοχθηρό ή κακόβουλο άτομο παρόν στην τέλεση του μυστηρίου, θα μπορούσε να προκαλέσει το κακό  κρατώντας λουκέτο ή δένοντας κόμπους σε σπάγγο και κάνοντας ταυτόχρονα επίκληση στο σατανά. Η , δε, νύφη θα έπρεπε  ν΄αποφύγει να στρέψει πίσω το κεφάλι, γιατί αυτό προμήνυε επιστροφή στο πατρικό σπίτι και διάζευξη. Οι πρακτικές πρόκλησης της αρρενογονίας  ήταν εμφανείς σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου. Ο παπάς βουτούσε στενόμακρες  φέτες ψωμιού στο κρασί κι έδινε στο ζευγάρι καθώς και σε κάποιο αμφιθαλλές αγόρι. Άλλος  τρόπος πρόκλησης αρρενογονίας ήταν το σύρσιμο του ποδιού της νύφης ή η τοποθέτηση καρφιτσών από ανύπαντρες στο νυφικό που στη συνέχεια καρφίτσωναν στα δικά τους ρούχα. Για τον ίδιο σκοπό γίνεται από αμφιθαλλή παιδιά το κράτημα της «κούδας», δηλαδή της ουράς του νυφικού. Μετά την απόλυση τα νιογάμπρια καθισμένα σε καρέκλα δέχονται τις ευχές. Μερικοί καρφίτσωναν στο στήθος της νύφης ή περνούσαν στα χέρια της χρυσαφικά. Κατά την επιστροφή στο σπίτι προπορεύεται αγόρι κρατώντας  τα στέφανα τα οποία  ήταν δεμένα μεταξύ τους με χρυσή ή κόκκινη κορδέλα ώστε να μην πέσουν κάτω, πράγμα το οποίο  θεωρούνταν κακός οιωνός. Το κόκκινο χρώμα  ήταν αποτρεπτικό της βασκανίας.

Στο γεύμα κατά την επιστροφή στο σπίτι πρόσφεραν, αρχικά, μεζέδες, με κρασί και κατόπιν σούπα με μοσχάρι  ή παστιτσάδα , ενώ το κυρίως πιάτο περιλάμβανε ψητό στο φούρνο με πατάτες κι άφθονο κρασί. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το σούρουπο στην πλατεία του χωριού.

Την επόμενη Κυριακή γίνονταν τα πιστρόφια . Το νιόπαντρο ζευγάρι επέστρεφε στο πατρικό σπίτι της νύφης μετά τη θεία λειτουργία. Εκεί τους υποδέχονταν οι γονείς της νύφης με μεγάλη χαρά κάνοντας πλούσιο τραπέζι. Όταν έφευγαν από το σπίτι έπαιρναν πλούσια δώρα, ιδιαιτέρως πουλερικά, γλυκά και φρεσκοζυμωμένο ψωμί.

 

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Ο θάνατος, ένα φαινόμενο αναπόφευκτο και συγκλονιστικό, αντιμετωπιζόταν με δέος, οδύνη και θυμοσοφική κάποιες φορές διάθεση. Η καμπάνα του χωριού σήμαινε πένθιμα επί δύο ημέρες, για να γίνει γνωστό το λυπητερό γεγονός. Η μικρή κοινωνία του χωριού συγκλονιζόταν, ιδιαίτερα αν ο τεθνεώς ήταν άτομο νεαρής ηλικίας.

Ο θάνατος ήταν παράλογος και στερούσε τη δυνατότητα απόλαυσης των επίγειων αγαθών. Ο λαός στέκεται απέναντί του με αρχαιοελληνική πολλές φορές συνείδηση, η οποία συνυπάρχει χωρίς όμως να σχετίζεται καθόλου, με την χριστιανική. Σε κανένα άλλο κοινωνικό γεγονός δεν παρατηρούνται τόσα πολλά κατάλοιπα και έθιμα από το αρχαιοελληνικό-ειδωλολατρικό παρελθόν όσο σ’αυτό του θανάτου. Ο νεκρός μεταβαίνει στον Άδη, στον κάτω κόσμο, έναν κόσμο ουδέτερο όπου στερείται τις χαρές του φυσικού κόσμου. Ο χάρος, ο αρχαίος χάρων προσωποποιημένος, όπως εμφανίζεται και στα δημοτικά τραγούδια, τον οδηγεί ασυγκίνητος στις ικεσίες και στους θρήνους του.

Ο λαός και στην Κέρκυρα όπως σ’όλο τον ελληνικό κόσμο από αρχαιοτάτων χρόνων θρηνεί το νεκρό με μοιρολόγια παρά τις απαγορευτικές διατάξεις που έχουν εκδοθεί από την εποχή ήδη της Βενετοκρατίας. Το έργο αναλαμβάνουν οι πονεμένες του χωριού, ενθυμούμενες και τους δικούς τους νεκρούς. Οι συγγενείς κατά τη διάρκεια της νύχτας παραστέκουν και ξενυχτούν τον νεκρό και φορούν πένθιμα. Οι άντρες βάζουν μια μαύρη ταινία στο μανίκι του σακακιού ή φορούν μαύρη τρίτσα ή μαύρο πουκάμισο αν έχουν χάσει το παιδί τους και αφήνουν γένια. Οι γυναίκες, αν είναι ανύπαντρες, φορούν στο κεφάλι μαντήλι καφέ με ρόδες στην περιοχή της μέσης και μαύρο σ’όλη τους τη ζωή, αν το πένθος είναι βαρύ. Στην περιοχή της βόρειας Κέρκυρας έβαζαν μια μαύρη ταινία μπροστά στο στήθος. 

Μαντήλι για παντρεμένες με ελαφρύ πένθος από το ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Μαντήλι για παντρεμένες με βαρύ πένθος από το ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

 

Τον νεκρό τον πλένουν με ξύδι, του δένουν τα χέρια σταυρωτά και τον ντύνουν. Οι ζωντανοί παίρνουν ορισμένες προφυλάξεις. Αποφεύγουν να φταρνιστούν πάνω από το νεκρό ή να διασκελίσουν ρούχο του «για να μη τους καλέσει στο χρόνο». Την ώρα της εκφοράς σκεπάζουν τους καθρέφτες, για να μην απεικονιστεί σ’αυτόν ο νεκρός και μείνει στο σπίτι. Σέρνουν επίσης τα έπιπλα, για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο και άλλου μελλοντικού θανάτου. Αν τύχει όμως και δεύτερος θάνατος μέσα στον ίδιο χρόνο, για να αποφύγουν το τρίτωμα τοποθετούν μια κούκλα μέσα στο φέρετρο για να συντελεστεί έτσι συμβολικά. Όταν απομακρυνθεί το ξόδι, οι οικείοι ρίχνουν άφθονο νερό για να ξεπλυθεί το μίασμα και σπάνε ένα πήλινο αγγείο, για να «σπάσει» το κακό. Όταν περάσει η κηδεία δίπλα από κάποια σπίτια, οι νοικοκυρές πετάνε ό,τι νερό υπάρχει σε βάζα, κανάτες ή άλλα αγγεία, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Για τον ίδιο λόγο εκείνη την ώρα δεν πρέπει να’χουν έξω ρούχα να στεγνώνουν ή παράθυρα ανοικτά.

Αφού γίνει η νεκρώσιμος ακολουθία, κατεβάζουν το νεκρό στον τάφο. Τότε όλοι ρίχνουν χώμα πάνω από το μνήμα ή ένα πετραδάκι, για να αποκαθαρθούν και να ξεχάσουν τον νεκρό. Σε κάποια χωριά, ένας συγγενής του νεκρού προσφέρει κρασί σε ποτήρι. Ο καθένας θα χύσει αυτό το κρασί στο χώμα του τάφου, κάτι ανάλογο με τις σπονδές των αρχαίων Ελλήνων. Οι νεκροθάφτες θα πλύνουν τα χέρια τους με κρασί. Αμέσως μετά γίνεται το «συγχώριο» από τον ιερέα ή τους ιερείς οι οποίοι πίνουν κρασί και το χύνουν κάτω τρεις φορές. Το συγχώριο γίνεται κάποιες φορές και στο κατώφλι του σπιτιού. Τελευταίοι στην κηδεία ακολουθούν σε κάποια χωριά οι συγγενείς με καλάθια γεμάτα ψωμί, τηγανητά ψάρια και κρασί. Το φαγοπότι γινόταν μέσα στο νεκροταφείο, κάτι αντίστοιχο με τα νεκρόδειπνα των αρχαίων. Σε άλλα χωριά κερνούσαν στο σπίτι καφέ σ’όσους έσκαψαν τον τάφο και μετέφεραν το φέρετρο καθώς και στους συγγενείς.

Σε περιπτώσεις φτωχών οικογενειών ή και για απόδοση τιμής στο νεκρό η εκκλησία αναλάμβανε τα έξοδα της κηδείας με ανταπόδοση μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα αγροτικών προϊόντων.

Και στην Κέρκυρα πιστεύουν, όπως σ’όλη την Ελλάδα, πως η ψυχή του νεκρού γυρίζει για σαράντα μέρες στα γνώριμά της μέρη. Την Τρίτη μέρα την συνοδεύει άγγελος-και εδώ ακριβώς κάνουν αισθητή την παρουσία τους οι χριστιανικές αντιλήψεις-για να θυμηθεί τις καλές και κακές πράξεις της. Κατόπιν τούτου θα κριθεί και θα πάρει μια θέση στον παράδεισο ή την κόλαση. Και στους δυο αυτούς τόπους υπάρχουν διαβαθμίσεις. Γι’αυτό το λόγο τα μνημόσυνα ήταν απαραίτητα, γιατί βοηθούσαν τη ψυχή να μεταβεί σε καλύτερο μέρος και την ανακούφιζαν. Η ψυχή επανέρχεται και περιφέρεται και κατά τα τρία ψυχοσάββατα. Τότε οι ζωντανοί οφείλουν να προσφέρουν τιμές στους νεκρούς.

Η ψυχή κάποιες φορές μπορεί να πάρει τη μορφή πεταλούδας ή ενός άλλου εντόμου και να επισκεφτεί το σπίτι. Τότε δεν την πειράζουν. Ιδιαίτερα, αν είχε χρώμα λευκό, πίστευαν πως δίκαιος ήταν ο πεθαμένος. Το ίδιο πίστευαν και αν κάποιος πέθαινε Σάββατο βράδυ ή Κυριακή ξημερώματα, γιατί εκείνες τις ώρες αναστήθηκε ο Χριστός. Τους κακούς ανθρώπους απεναντίας παραστεκόταν ο διάβολος, που έπαιρνε την ψυχή τους και τους μετέτρεπε σε βρικόλακες. Γι’αυτό πολλές φορές κάποια νεκρά σώματα έμεναν άλιωτα ή τυμπανίζονταν.

 

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αναφερθήκαμε σε δρώμενα, πρακτικές και δοξασίες που συνθέτουν τη λαογραφική παράδοση και έχουν να κάνουν με σημαντικούς σταθμούς του κύκλου της ζωής του ανθρώπου. Όσο όμως και αν παραμένουν χαρακτηριστικά στοιχεία περασμένης εποχής ωστόσο δεν προσδίδουν στη λαογραφία μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Η ανθρώπινη αυτή δραστηριότητα ως έκφραση του ψυχισμού, της νοοτροπίας, των πεποιθήσεων και του πολιτιστικού επιπέδου των κοινωνιών στο χώρο και στο χρόνο, δεν μπορεί παρά να είναι ζωντανή και διαχρονική. Τα λαογραφικά δεδομένα εμπλουτίζονται, κάποιες φορές ατονούν ή μεταλλάσσονται, για να αφήσουν τελικά το αποτύπωμά τους στο διάβα του χρόνου διεκδικώντας μια πιο δυναμική-ενεργό συμβολή στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι και της ταυτότητας της κοινωνίας μας.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΕΣΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ      Σ Ι Ν Α Ρ Α Δ Ε Σ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

Αμφιθαλλής, ο: αυτός που ζούνε και οι δυο γονείς του.

Αμπόδεμα, το: το «δέσιμο» ενός ατόμου με μαγικό τρόπο.

Βενέτικα, τα: ρηχά κάνιστρα με ιδιότυπο πλέξιμο.

Κανίσκι, το: ένα περίτεχνα φτιαγμένο καλάθι.

Μποκολέτες, οι: μικρά σκουλαρίκια.

Νιογάμπρια, τα: οι νεόνυμφοι, οι νιόπαντροι.

Πιστρόφια, τα: η επιστροφή μετά από εφτά ημέρες του νιόπαντρου   ζευγαριού στο σπίτι της νύφης.

Προσιδείσματα, τα: πάνε προσιδείς= προς ιδείν την υποψήφια νύφη, σε προτεινόμενο συνοικέσιο.

Τρίτσα, η: το ανδρικό ψάθινο καπέλο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

  1. Αλεξάκης Αλέξανδρος, Δουκάδες Κερκύρας, Δεκάλογος ΕΠΕ, Κέρκυρα 2007
  2. Δόϊκας Ν. Γιάννης, Παροιμίες, Δημοτικά, Ευτράπελα και άλλα λαογραφικά Παξών και Κερκύρας, Εκδόσεις Οξύ, Παξοί 2005.
  3. Κατσαρός Σπύρος, Σύντομη Ιστορία της Κέρκυρας, Κέρκυρα 1967.
  4. Μωραΐτης Μενέλαος, ιερέας, Ήθη, Έθιμα και Παραδόσεις της Βόρειας Ορεινής Κέρκυρας, Κέρκυρα 1993.
  5. Πακτίτης Νίκος, Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Δωδώνη, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα 2005
  6. Πακτίτης Νίκος, «Κέρκυρα Εγχειρίδιο Τοπικής Ιστορίας», Η Κερκυραϊκή Λαϊκή Παράδοση, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Δήμος Κερκυραίων, Αθήνα 2000
  7. Χυτήρης Γεράσιμος, Τα Λαογραφικά της Κέρκυρας, Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1988

 

Το Κερκυραϊκό Μουσείο ευχαριστεί ιδιαίτερα την Κα Αναστασία Δαβιδοπούλου,Φιλόλογο--ιστορικό και γραμματέα της Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας, για την μελέτη της αυτή. Επίσης ευχαριστεί και την Κα Δήμητρα Καρδακάρη, τονίζοντας, ότι οι δύο αυτές κυρίες,μέλη του Δ.Σ.της Eταιρείας και του Λαογραφικού Μουσείου Σιναράδων, με πολύ κόπο επιτυγχάνουν την διατήρησή του.Ο ιδρυτής Νικόλαος Πακτίτης, λόγω γήρατος,αδυνατεί πλέον και οι κυρίες αυτές εργάζονται με σεβασμό για την συνέχιση του έργου του,αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα.Το μουσείο μας, καλεί κάθε πολίτη του νησιού μας, να βοηθήσει τις κυρίες αυτές με κάθε δυνατό τρόπο και να σταθεί συνοδοιπόρος για να σωθεί η μεγάλη προσπάθεια του Νίκου Πακτίτη, και η  Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία.

 

 

 

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Εμφανίσεις Άρθρων
3819746