Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

Η Σταύρωση της Κέρκυρας Σεπτέμβρης 1943

 

Μία από τις χειρότερες στιγμές της Κερκυραϊκής ιστορίας ήταν η ημέρα της γιορτής  του  Τίμιου Σταυρού  τη 14η  Σεπτεμβρίου του 1943.

Μέσα από  διάφορες πηγές κάναμε μια προσπάθεια ιστορική και συναισθηματική,  ώστε  να παρουσιάσουμε τα τραγικά  γεγονότα της  νύχτας εκείνης (13ης-14ης )αλλά, και της επόμενης ημέρας .

Η Διαταγή του Αρχηγείου των Ιταλικών Δυνάμεων αναφέρει ό,τι οι Ιταλοί στρατιώτες μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τις Συμμαχικές  Δυνάμεις, πρέπει να κρατήσουν κάτω από την Ιταλική κατοχή την Κέρκυρα και την Κεφαλονιά 

 

Η Μοιραία 13η  Σεπτεμβρίου  (1)

 

Αίσθημα αγωνίας κατείχε τον κερκυραϊκό λαό, το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου. Ένοιωθε την απειλή της καταστροφής να πλανάται πάνω από την πόλη και τον εαυτό του ανίσχυρο να την εμποδίσει.

Πρωί-πρωί, γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να πετούν σε χαμηλό ύψος πάνω από την Κέρκυρα. Στην αρχή δεν εκδηλώθηκε καμιά αντίδραση της αντιαεροπορικής άμυνας. Όταν όμως ένα από αυτά επιχείρησε  να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Γαρίτσας, οι Ιταλοί το χτύπησαν και το κατέρριψαν. Συγχρόνως άρχισαν να βάλλουν καταιγιστικά όλες οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες και τα αντιαεροπορικά πολυβόλα. Η ενεργητική αυτή άμυνα των Ιταλών, είχε σαν συνέπεια την κατάρριψη ενός ακόμα γερμανικού αεροπλάνου. 

Το γερμανικό αεροπλάνο που καταρρίφθηκε στην περιοχή του Ποταμού.

 

Τα υπόλοιπα, διαπιστώνοντας την απόφαση των Ιταλών ν’ αμυνθούν, πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τα Γιάννενα, αφού προηγουμένως έριξαν βόμβες  σε διάφορα σημεία της Πόλης.

  Από τη στιγμή αυτή τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Οι Ιταλοί, βέβαιοι πια ότι οι Γερμανοί αργά ή γρήγορα  θα επιτίθονταν, άρχισαν να οργανώνουν πυρετωδώς την άμυνα και να ενισχύουν τα πιθανά σημεία απόβασης. Μεταξύ των πρώτων μέτρων που έλαβαν ήταν η εξουδετέρωση 600 Γερμανών στρατιωτικών που βρίσκονταν στο νησί.

(Τους  είχε προωθήσει στην Κέρκυρα το γερμανικό στρατηγείο των Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1943, μετά την πτώση του Μουσολίνι και την διαφαινόμενη πρόθεση της Ιταλίας να συνθηκολογήσει. Είχαν υπό τον έλεγχό τους ορισμένα πυροβολεία παρατηρητήρια και τα βασικά μέσα επικοινωνιών.)

Ο αφοπλισμός και η σύλληψή τους πραγματοποιήθηκαν χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Εάν εξαιρέσει κανείς σποραδικές συγκρούσεις, η «επιχείρηση» αυτή, προπαρασκευασμένη εκ των προτέρων σε όλες της τις λεπτομέρειες, εκτελέσθηκε εντός ολίγων ωρών και με ασήμαντες απώλειες.

  Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι συγκεντρώθηκαν στα δύο φρούρια. Δεν κατέστη δυστυχώς δυνατόν  να αποφευχθούν κατά τη μεταφορά τους εκδηλώσεις αποδοκιμασίας από μεμονωμένα άτομα, τα οποία, μέσα στην απόγνωσή τους, νόμιζαν ότι η σύλληψη των Γερμανών απομάκρυνε τον κίνδυνο. Πριν όμως κι από τις εκδηλώσεις αυτές, είχαν σημειωθεί  κατά το τετραήμερο της ανακωχής, ζητωκραυγές υπέρ της Αγγλίας, ανάρτηση αγγλικών, αμερικανικών και ρωσικών σημαιών, περιφορά φωτογραφιών του Τσόρτσιλ  και του Ρούζβελτ. Όλα αυτά τα είχαν αντιληφθεί οι Γερμανοί. Κι αν είχαν γελάσει, δεν παρέλειψαν εν τούτοις να τα αναφέρουν με τον ασύρματο στο γερμανικό στρατηγείο των Αθηνών. Έτσι ο πυρπολισμός της Κέρκυρας, έπειτα από λίγες ώρες, δικαιολογήθηκε στην γερμανική συνείδηση από την ψευδή εντύπωση ότι ο κερκυραϊκός λαός είχε ταχθεί  με τους Ιταλούς στην άμυνα εναντίον του Γ! Ράϊχ.

  Παράλληλα προς τα μέτρα των στρατιωτικών αρχών, ο Μπαρατιέρι ( Ιταλός Πρόξενος εν Κερκύρα) αναλάμβανε πρωτοβουλίες και στο πολιτικό επίπεδο. Την 11η π.μ. της 13ης Σεπτεμβρίου καλούσε εσπευσμένα στα Ανάκτορα τον Μητροπολίτη και τους Κομιανό,  Σπ. Κόλλα, Άγγ. Στρούζα και Ερ. Κουρή που την στιγμή εκείνη αποτελούσαν την μόνη σοβαρή αντιπροσώπευση του κερκυραϊκού λαού. Αφού τους ανακοίνωσε ότι η ιταλική φρουρά βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Γερμανία, προέβη στη συνέχεια σε μακρές δηλώσεις με την εντολή να γνωστοποιηθούν  ευρύτατα στο λαό. Οι ανακοινώσεις αυτές έγιναν προφορικά και στην ιταλική γλώσσα, μεταφράσθηκαν δε κατά λέξη από τον επίσημο διερμηνέα της Ιταλικής Διοίκησης,  Φαμπρίτσι. Έπειτα από δύο ώρες, οι ανακοινώσεις του Μπαρατιέρι, αφού προηγουμένως δακτυλογραφήθηκαν στην γραφομηχανή του Υποκαταστήματος της Τραπέζης της Ελλάδος, κυκλοφόρησαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και από χέρι σε χέρι.

 Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο αυτό, γιατί προβάλλει  κατά κάποιο τρόπο ανάγλυφο, τις προθέσεις των Ιταλών και κατά την δραματική εκείνη ώρα.

 

 Σε κλίμα ανησυχίας και ατμόσφαιρα έντασης, έφτασε η νύχτα. Δεν ήταν πολλοί   εκείνοι που είχαν εγκαταλείψει την Πόλη. Οι περισσότεροι έμειναν στα σπίτια ή τα καταφύγια, με την αφελή πεποίθηση ότι οι Γερμανοί θα βομβάρδιζαν στρατιωτικούς στόχους και κυρίως τα δύο φρούρια και την περιοχή του λιμανιού. Εν τούτοις στις καρδιές όλων ήταν διάχυτο ένα αίσθημα αγωνίας. Όλοι προαισθάνονταν ότι κάτι τρομακτικό  θα συνέβαινε, κανένας όμως δεν φαντάστηκε  την τραγωδία που θα παίζονταν  λίγο αργότερα.

 

 Την 31η Αυγούστου, 1η,2η, και 3η του Σεπτεμβρίου του 1942, οι Ιταλοί προέβησαν σε πολλές συλλήψεις ,υπολογίζοντάς  τες σε 70. Τελικά κρατήθηκαν οι 35. Μετά το πέρας πολυήμερων ανακρίσεων, οι Ιταλοί χώρισαν τους κρατούμενους σε δύο κατηγορίες:

 

Στους αρχηγούς και  υπεύθυνους της οργάνωσης η οποία  αποκαλύφθηκε και, σε εκείνους οι οποίοι απλώς συμμετείχαν στους εράνους και την διανομή των παρανόμων εντύπων. Τα έντυπα αυτά ήταν τα φύλλα: «Απελευθέρωσις,» «Εξόρμησις,» και  «Νέος Αγωνιστής.»

 

 Τους μεν  πρώτους τους έστειλαν στο Στρατοδικείο τους δε δεύτερους, τους κράτησαν στη φυλακή μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943, όπου τους μετέφεραν στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων του Λαζαρέτου. Ένας από τους κρατούμενους του Λαζαρέτου, ήταν και ο Γιάννης Μανούσακας.

 Πηγή: Κερκυραϊκά Νέα 18 Μαΐου 1954

 

 

 Μια νύχτα διαφορετική.

 Παραθέτοντας απόσπασμα από το ιστορικό χρονικό του Γιάννη Μανούσακα, 

θα προσπαθήσουμε  παράλληλα με την  γλαφυρή γραφή του, να παρουσιάσουμε τον όλεθρο της  βραδιάς του ολοκαυτώματος της Πόλης της Κέρκυρας τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου του 1943.Μια  βαλπουργιανή νύχτα  στην χώρα του Νησιού μας που ο Μανούσακας  έζησε  μέσα στα καντούνια  της.

 

ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ

ΤΟ  ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ  Αθήνα 1964

 Στο γενναίο και δημοκρατικό λαό της 

                                             Κέρκυρας που τόσο αδερφικά μας παραστάθηκε.

 

Σωπάσετε, παιδιά, να μετρηθούμενε,

να δούμε πόσοι λείπουν.

 

 

   13  Σεπτέμβρη του 1943. Η ώρα είναι εννιά. Το σκοτάδι τύλιξε τη γη. Σε μια αράδα οι εκατό του Λαζαρέτου ξεπορτίζουμε απ΄το κάτεργο κι αντικρύζουμε την προβλητούλα. 

«Οι Ιταλοί το 1943 δημιουργούν στο νησί Λαζαρέτο, στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εξορίες στην Ιταλία πολιτικών αντιπάλων (Διανοουμένων, Αξιωματικών, πολιτευτών κ.α.)…..

Σεπτέμβρης 13. Οι Ιταλοί απελευθερώνουν τους κρατούμενους από το Λαζαρέτο.

Εφημερίδα (Ενημέρωση) 24/12/1999 σελ.14.ΚΕΡΚΥΡΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ του Δημήτρη Κονιδάρη.

Παλαιό σχεδιάγραμμα των κτιρίων στο Λαζαρέτο

 

Δυό  μικρά βενζινόπλοια μας περιμένουνε  δυό μέρες τώρα. Τα πληρώματά τους είναι μέλη του Εθναπελευθερωτικού  Μετώπου.

-  Γειά σας σύντροφοι! Μας υποδέχονται έναν-έναν καθώς πηδάμε στο πλεούμενο.

  Νοιώθουμε τη  ματιά τους και  την ψυχή τους να μας χαϊδολογάει. Η θάλασσα αγγομαχάει λίγο ακόμα κι αφήνει μια  βαριά μυρουδιά φυκιού. Είναι οι στερνοί της ανασασμοί.Την ώρα τούτη καταλαγιάζει και κοιμάται.

 Οι ναύτες μας τοποθετούν αραδιαστά  δεξιά-ζερβά στό κατάστρωμα. Κρατάμε ένα μπογαλάκι, ένα παλτό ή μια κουβέρτα και το τρόφιμο. Το πανάκριβο και  δυσεύρετο τώρα τρόφιμο: λίγο πληγούρι, αλεύρι, μερικά ψωμιά. Το τσαμασίδι έμεινε πελώριος σωρός στην αυλή του στρατοπέδου. Αλάφρωσε η καρδιά μας αντικρύζοντας αυτά τα κουρέλια. Τώρα στρώμα μας η γης-σκέπη μας ο ουρανός.

 Οι ναύτες μας εξηγούν:

-          Οι αρχόντοι μας δέν θέλανε να σας πάρουμε και πίεζαν τους  Ιταλούς να μη  δώσουν την άδεια. Περίμεναν να καταλάβουν οι Γερμανοί την Κέρκυρα και να σας σφάξουν εδώ στην ερημιά. Δεν τους πέρασε όμως. Το ΕΑΜ όμως έκανε συλλαλητήριο, μπήκανε κόσμος κι απ΄ τα χωριά……

-          Μας έφεραν την άδεια πριν λίγη ώρα με βάρκα. Δυό μέρες  περιμέναμ΄ εδώ, νηστικοί,μα δεν πειράζει πια, χαλάλι τους. Νικήσαμε τους γερμανόφιλους.

Στα πρόσωπά τους έλαμπε η χαρά κι η ικανοποίηση του αγωνιστή πούφερε σε πέρας την αποστολή του.

Αφήναμε ν΄αναδεύονται στην ψυχή μας τα περασμένα, νιώθοντας πως σε λίγο δε θάμενε πια καιρός για τέτοιες αναπολήσεις. Ο νους μας σταματούσε στους συντρόφους που  δεν έζησαν να χαρούνε τούτες τις υπέροχες στιγμές της λευτεριάς. Δεν έφτασαν να ζήσουνε το μεγαλείο τούτο: Οι καταφρονεμένοι και ταπεινοί να λευτερώνουν τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Δεν έμειναν να συνεχίσουν το πάλαιμα.

    Ο φίλος μου ο Γιώργης Αναγνωστόπουλος,

Γιώργης Αναγνωστόπουλος

 

 καθισμένος δίπλα μου, σκουπίζει τα δάκρυα του με το μαντήλι. Τον κοιτάζω λίγο. Κι ύστερα για να μη δακρύσω, τον ρωτώ:

  -Γιατί Γιώργη, γιατί;

Ανοίγει πλατιά τα μεγάλα, βρεγμένα μάτια. Ένας τόνος απελπισίας χρωματίζει τη φωνή του:

   - Ε!... Ας ζούσε κι ο Γιάννης. Ας ζούσε κι αυτός τούτη την ευτυχισμένη στιγμή. Δεν είχα κι άλλον αδερφό….

Σηκώνομαι ορθός και του ζουπάω τους ώμους  με τα δυο μου χέρια:

  -Σήκω απάνω…..Κάνε μου τη χάρη, σήκω!

 Σηκώθηκε.

  - Γιατί παλεύουμε τάχατες Γιώργη;

 _ Ναι..Μα…Μου  πονάει η ψυχή…..

Σε μια στιγμή, καθώς κοιτούσαμε στη θάλασσα τον άσπρο αφρό που άφηνε το καΐκι στην σκοτεινή επιφάνεια, τον ρώτησα:

  - Ξέρεις γιατί σ΄αλλαξονομάτισα και σε λέω Γιωώργη;

  Το πρόφερα το «Γιώργη» με κρητική προφορά για να τον κάνω να γελάσει. Γύρισε το πρόσωπο και μούσφιξε το μπράτσο.

  -Δεν ξέρω- έκανε απορημένα -δεν ξέρω. Να έτσι..

  -Ναι. Βέβαια. Που να ξέρεις…δε στο είπα ποτέ…..

  Από σφαίρες του φασισμού έπεσε κι ο πιο μικρός μου αδερφός. Ένας πολύ λεβέντης με μάτια γελαστά….Τον λέγανε Γιώργη…Μια μέρα στη Βόνιτσα είδα τα μάτια σου γελαστά, σαν του αδερφού μου. Τότε σε πρωτοείπα με τ΄όνομά του. Κι ένοιωθα ανακούφιση όταν σε φώναζα με κείνο τ’ όνομα και συ γελούσες. Και τα μάτια σου γελούσανε.

  Μούσφιξε το μπράτσο ακόμα πιο πολύ. Με τράβηξε και καθήσαμε:

  - Άαα, γι΄αυτό….Μ΄αλήθεια, κάτι είχα κι εγώ μαντέψει…Κάτι ένοιωθα…

   Και για ν΄αλλάξουμε ομιλία σχολίασε την πληροφορία για τη στάση των αρχόντων της Κέρκυρας:

   - Οι άρχοντες των Φαιάκων δεν θέλουν να μας φιλοξενήσουν στο νησί τους. Μανταλωμένες οι πόρτες, σβηστά τα φώτα και νέκρα στα παλάτια του Αλκίνοου. Ας είναι, δεν τους πέρασε. Μα κι εμείς…Έλλειψη τάχαμε τα παλάτια τους που μυρίζουνε μούχλα; Τι λες κι εσύ;

  -Σωστά…

  - Το παλάτι που θα μας υποδεχτεί είναι η λαΐκή ψυχή και μόλις πατήσαμε σ΄αυτά τα πλεούμενα ανοίχτηκαν οι πόρτες σ΄αυτό το παλάτι. Έτσι δεν είναι;

  -Ακριβώς.

  Ένα αστείο μας χρειαζόταν. Άναψα τσιγάρο με το τσακμάκι, κράτησα το φιτίλι πούχε ως μισό πόντο και φώναξα τον μπάρμπα Κωστήμπα που καθόταν δίπλα στον Αναγνωστόπουλο:

  - Μπάρμπα Νάσο, διες!!!

  - Τι ναι ορέ σύντροφ’ Γιάν’;

  Να το φιτίλι που μούφτιαξες. Ήτανε μια οργιά. Σούχα πει, πριν καεί ως τη μέση θα λευτερωθούμε….Έπεσα έξω βλέπεις, γιατί τελείωσε.

  Τόριξα στη θάλασσα τη στιγμή που γέρο Νάσος είχε σηκωθεί όρθιος κι άρχισε να φωνάζει:

  -Ορέ Γιάν’ ορέ σύντροφ’, ορέ γιεμ’….Σωστή προοπτική ορέ γιεμ!

Ο γέρο Κωστήμπας τραβολογούσε ένα πάπλωμα έντεκα χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα και σαν έλιωσε τόφτιανε φιτίλα στους συντρόφους. Έτσι δεν πήγαν χαμένα κείνα τα «έρμα τα υλικά». Μια μέρα μούφτιαξε κι εμένα ένα μιαν οργιά μάκρος.

  - Αυτό ‘ναι το τελευταίο μπάρμπα Νάσο, τούχα πει. Πριν πάει ως τη μέση θα λευτερωθούμε….

 Μα κείνος, κάθε φορά πούβλεπε να τρέχει ο νους μας σε φαντασίες λευτεριάς, μ’  είχε κόψει αυστηρά:

  - Να μην πιστεύεις σ’ουόνειρα γιεμ’. Ου πα-πα…

 Και τώρα, να, σωστή η προοπτική. Κι έκανε σαν παιδάκι ο γέροντας.

 Μια ξαφνική βουή απ’ τον ουρανό κόβει στη μέση την κουβέντα. Αεροπλάνα. Τα τσιγάρα σβήσαν. Τα βενζινόπλοια σταματούν.

 Είχαμε πλησιάσει στην Κέρκυρα, ακούσαμε τις φωνές των ανθρώπων που με μιας γινήκαν ουρλιαχτά, γιατί τ’ αεροπλάνα άρχισαν να ρίχνουν τις μπόμπες τους αδιάκριτα πάνω στην πολιτεία.

 Μισή ώρα κράτησε το έγκλημα να καρφώνουν τη φωτιά και το σίδερο στο κορμί της ειρηνικής πόλης, με τους ανθρώπους της, τους γέρους, τους νιους και τα παιδιά, τα παιδιά που τους ήταν αδύνατο να νιώσουν γιατί τους μελλόταν τούτ’ η αδυσώπητη μοίρα.

 Όταν τελείωσε ο βομβαρδισμός, κίνησαν τα καΐκια.

Στο μουράγιο μας περίμεναν πολλοί αγωνιστές του Εθναπελευτερωτικού Μετώπου. 

Ένας φώναξε:

    -Περιμένουμε κι άλλο  βομβαρδισμό και Τρίτη απόβαση.

 Έτσι μαθαίναμε πως οι Γερμανοί κάναν προσπάθεια να πατήσουν το νησί απ’ τη θάλασσα.

  Μας έκανε καλή εντύπωση και μας ενθουσίασε το ηθικό των αγωνιστών που μας υποδέχτηκαν. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου να μας ταχτοποιήσουν σε καταλύματα ν’ αναπαυτούμε λίγο. Είχαμε συγκροτηθεί σε ομάδες από δέκα. Ομαδάρχη μας, στην δική μου την ομάδα, εκλέξαμε το γέρο Κώστα Βασάλο απ΄τη Μυτιλήνη.

  Η ομάδα μας ταχτοποιήθηκε στο πάνω πάτωμα ενός τετραώροφου σπιτιού στο κέντρο της πόλης. Ο σπιτονοικοκύρης μας ήταν ένας μικρόσωμος  με λίγη κοιλίτσα και γερός Κερκυραίος. Με τραγουδιστή φωνή μας κάλεσε να ετοιμάσει το δείπνο απ’ τα βρισκούμενα. Τον ευχαριστήσαμε βρέχοντας λίγο λαδόψωμο απ’ τα τρόφιμα που κρατήσαμε. Προσβλήθηκε λίγο ο άνθρωπος κι ήταν αληθινά αγένεια μας ετούτη η ψωροπερηφάνια, μα λογαριάζαμε να επανορθώσουμε το λάθος μας το πρωί κολατσίζοντας μαζί του κάτι.

  Είμαστε πολύ κουρασμένοι και λαχταρούσαμε ύστερ’ από δυο μερόνυχτα αγρύπνιας λίγον ύπνο. Μα μου φαίνεται πως πιο πολύ τον θέλαμε αυτόν τον ύπνο, γιατί θάταν ο πρώτος που θα κάναμε ύστερ’ από τόσα χρόνια λεύτεροι, και θα ξυπνούσαμε πάλι λεύτεροι το πρωί. Θάταν ένα τέρμα μαζί κι αφετηρία, τέλος της σκλαβιάς και της απραξίας, αρχή της λευτεριάς και της πάλης.

  Στο κατακάθαρο πάτωμα απλώσαμε δυο κουβέρτες και ξαπλώσαμε. Έβαλα το σακάκι προσκεφάλι μα ήταν χαμηλό, πρόστεσα το ένα χέρι, ύστερα και τ’ άλλο, βολεύτηκα μια χαρά. Είναι πολύ ωραία να κοιμάται κανείς λεύτερος κι ο ύπνος ζήλεψε αυτή την ωραιότη και μουντάρησε απ’ τα νύχια των ποδιών και σ’ ένα δευτερόλεφτο, περνώντας το κορμί που το μούδιαζε ευχάριστα, έκλεισε τις βλεφαρίδες.

 Ήτανε δώδεκα ακριβώς η ώρα όταν κοιμηθήκαμε. Σε δυόμισυ ώρες- μου φάνηκε ότι δεν είχαν περάσει ούτε δυόμισυ λεπτά-άκουσα μέσα σε αυτό το γλυκύτατο ύπνο το ούρλιαγμα της βόμβας κοντά στη μονιά μας. Ανακάθισα αυτόματα κι έστρεψα το κεφάλι πίσω στον τοίχο με το φαρδύ παράθυρο. Το μάτι έπεσε πέρα σε μια φωτιά με καπνούς ανάκατη, που πεταγόταν με δύναμη ψηλά, τινάζοντας τα υλικά απ’ τη σκεπή ενός σπιτιού. Χάθηκε αμέσως η φωτιά, τα υλικά πέσανε ανάμεσα στα ντουβάρια που τάκρυψε κι εκείνα ο καπνός. Το χτίριο, εκατόν πενήντα μέτρα κοντά μας, ήταν το μέγαρο της Αστυνομίας πόλεων. Οι βόμβες πέφτανε η μία πίσω από την άλλη σ’ όλη την πολιτεία, μα ούτε οι βροντές ούτε τα τραντάγματα ξύπνησαν τους συντρόφους. Ξύπνησα τον ομαδάρχη που κοιμόταν αριστερά μου:

  - Κώστα σήκω. Βομβαρδισμός.

  Α!...

  Σήκω, βομβαρδίζουνε.

  - Ε;…Τι;…

Σκούντηξα τον αδερφό του το Γιάννη  πούχε ξαπλώσει δεξιά μου. Τινάχτηκε αμέσως ολόρθος σα σούστα κι άρχισε να φωνάζει:

  Ξυπνάτε βρε! Θα μας σκοτώσουν οι άτιμοι!

 Ο Γιάννης, αντίθετα με τον Κώστα, που τον διάκρινε η πραότητα κι η σύνεση, ήταν νευρικός και σ’ όλα αρπάζονταν αυτοστιγμής. Ήταν εργάτης μηχανουργός, είμαστε και καλοί φίλοι. Τώρα οι δυο μας σκουντούσαμε τους συντρόφους να ξυπνήσουν και να ντυθούν. Τους βρίσκαμε τα ρούχα τους, τα παπούτσια και τις κάλτσες, πούταν όλα ανάκατα.

  Στο μεταξύ οι βόμβες πέφτανε ακατάπαυτα ένα γύρω στα χτίρια, τα τζάμια τρίζανε, το σπίτι έτρεμε, ανθρώπινο ουρλιαχτό ακούγονταν στα ελάχιστα διαστήματα ανάμεσα στις εκρήξεις.

  Μπήκε στο δωμάτιό μας ο σπιτονοικοκύρης τραβώντας ένα παιδάκι ως τριώ χρονώ. Βρίζοντας τους Γερμανούς, σταυροκοπιότανε, κι ικέτευε τον Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει. 

Μιλούσε τρομαγμένα και λίγο σαστισμένα, μα η μουσικότητα της Κερκυραίικης προφοράς γινόταν έτσι πιο γλυκιά. Το παιδάκι, που το άφησε απ’ το χέρι μόλις μπήκε στο δωμάτιο, έτρεξε πριν προλάβει άλλος σύντροφος να το χαϊδέψει κι αγκάλιασε το δεξί μου γόνατο. Έβαλα το χέρι στο κεφαλάκι του κι εκείνο, σηκώνοντας τα δυο χεράκια του ψηλά, είπε πολύ μουσικά σαν γνήσιος Κερκυραίος «παάλεμε».

Το σήκωσα στο στήθος κι εκείνο αγκαλιάζοντάς με απ’ το λαιμό άφησ’ ένα νευρικό ξεφωνητό  και μ’ έσφιγγε δυνατά, όλο και πιο δυνατά ύστερ’ από κάθ έκρηξη, λες και ζητούσε να σβήσει ολόκληρο, να χαθεί όλο μέσα μου, για να γλυτώσει απ’ το κίνδυνο που τον εκαταλάβαινε με το ένστικτό του. Η καρδούλα του χτυπούσε πάνω στο στήθος μου γρήγορα και δυνατά, όπως του ξεπετάρικου πουλιού μέσα στη χούφτα.

  Ήρθε η μητέρα κι έβαλε στον άντρα της τις φωνές που άφησε τη φροντίδα του παιδιού της «στον κύριο». Άπλωσε να το πάρει. Μα κείνο τσίριζε πάλι και μ’ έσφιξε πιο πολύ. Η γυναίκα απόρησε. Και κάτι σαν ευχαρίστηση ανακατεύτηκε με την αγωνία στο πρόσωπό της:

  -Παναγία μου! Αυτός δεν πλησιάζει ξένο….Πως  τόπαθε; Σε καλό σου παιδί μου.

  - Με γνώρισε, είπα. Με κατάλαβε πως είμαι Κρητικός κι αγαπώ τα παιδιά, γι’ αυτό.

  - Κρητικιά είναι κι η γυναίκα μου, φώναξε ο πατέρας του παιδιού.

  Μα δε δώσαμε γνωριμιά εκείνη τη στιγμή, γιατί ο μικρός χαλάρωσε το σωματάκι του, έκανε λίγο πίσω το κεφαλάκι, κάρφωσε απάνω μας τα φοβισμένα υγρά του ματάκια, που τα’ ανοιγόκλεινε σε κάθε καινούργια έκρηξη, και μας κοιτούσε με μια παράξενη εμπιστοσύνη.

  _ Πως σε λένε; -ρώτησ’ ένας σύντροφος-πες μας, πως σε λένε;

  _ Πως σε λένε; τον ρώτησαν πολλοί μαζί.

  _Για-ννά-κη, είπε μουσικά.

  _ Φοβάσαι Γιαννάκη; Δε φοβάσαι,…ε;

    -Ζιε φο-βά-μαι…..

Μα έλεγε ψέματα ο κατεργάρης.

Τον κάθησα στον ώμο. Έχωσ’ εκείνος τα δαχτυλάκια του στα μαλλιά μου και σε κάθε βροντή  τάνιωθα να σφίγγονται στις τρίχες, να σφίγγονται, και τα νυχάκια του να χώνονται νευρικά στο δέρμα.

  Όλοι οι σύντροφοι τον γεμίζουν ερωτήσεις και χάδια. Πόσα χρόνια είχαμε να δούμε παιδί! Ένιωσα μια ανείπωτη χαρά μέσα σε κείνες τις άγριες στιγμές, που ο ουρανός έριχνε το θάνατο, απ’ τη φιλία μου με το Γιαννάκη.

Τα παιδάκια, τα σκυλιά, τάλογα κι οι γερόντισσες μου προσφέρανε πάντοτε αγάπη κι εμπιστοσύνη. Όσο για τη μητέρα του μικρού μου φίλου, την είχε παντρευτεί ο Κερκυραίος στην Αθήνα που δούλευε εργάτρια. Βρεθήκαμε σχεδόν χωριανοί.

    -Είμαι από τον Άη Κωσταντίνο, του Ρεθύμνους, ο Γιάννης της Αργυρένιας, της είπα.

    - Παναγία μου, και δε σε γνώρισα…. Ο Χριστός να φυλάει τη μητέρα σου κι εμάς όλους…Που να ξέρει η καημένη τούτη την ώρα τι φουρτούνες περνάς. Θέ μου και Παναγία μου, κάψε τους κακούς.

  Είχε διάθεση η πατριώτισσα να συνεχίσει με ξόρκια και με παρακάλια και με νάκλεια  κρητικά, μα αφού συνεχιζόταν ο βομβαρδισμός αποφασίσαμε να πάμε στο καταφύγιο. Μπροστά ο Κερκυραίος, τρέχοντας φτάσαμε και χωθήκαμε σ’ ένα υπόγειο. Ένα βαθύ, τεράστιο υπόγειο, που τόχαν διαρρυθμίσει σε καταφύγιο, κι είχε πολλά χωρίσματα ανοιχτά.

Από την τεχνοτροπία του χαρακτικού υπολογίζουμε ότι είναι της Βάσως Κατράκη

 

 Βρήκαμε εκεί κι άλλους συντρόφους. Ο Αντώνης  Παπαγγέλου μας οργάνωσε σε ταξιθέτες και τοποθετούσαμε τον κόσμο που ακατάπαυτα ερχόταν, στ’ αλλεπάλληλα  χωρίσματα αρχινώντας απ’ το βάθος. Μα σε λίγο ήταν αδύνατο να διατηρηθεί και να επιβληθεί οποιαδήποτε τάξη, γιατί άνθρωποι ορμούσαν μέσα λαχανιάζοντας από τρόμο. Γέμισε το καταφύγιο, μα εξακολουθούσε ο κόσμος να ορμά μέσα σαν ποτάμι. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει όψη, τα χείλια είχαν στεγνώσει κι ένα ακατάληπτο σύθρηνο βούιζε στον υπόγειο θόλο.

 

 Μέσα σε κείνο το βουητό ξεχώριζες των μανάδων τις φωνές που γυρεύαν τα παιδιά τους και των παιδιών τα καλέσματα που αποζητούσαν τις μανάδες και τα’ άλλα τ’ αδέρφια.

 

 Κι ο κόσμος συνέχισε να ορμά, στριμώχτηκε, κι έγινε τέτοιο στρίμωγμα και τόσο λιγόστεψε ο αέρας, που άρχισαν οι λιποθυμιές. Μια φωνή ακούστηκε: «Ρήξαν εμπρηστικές, η πολιτεία καίγεται». Πολλές φωνές φώναζαν μαζί: « Πάμε στο φρούριο. Εδώ θα πνιγούμε». Ο σπιτονοικοκύρης μας παρακάλαγε από πολλή ώρα. Μπήκε μπροστά αυτός, τον ακολούθησε ένας άρρωστος σύντροφος, ο Αντώνης Μαυρομιχελάκης, καρδιακός με πρησμένα τα πόδια, πίσω το παιδάκι πάνω στον ώμο μου, και ξοπίσω μου ο Γιάννης Πλακούδας, εργάτης απ’ τον Πειραιά. Μόλις άρχισα ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά φρουφρούρισε κάτι στην πλάτη μου. Έστρεψα βιαστικά. Ένα τετράγωνο εμπρηστικό φύλλο είχε πέσει στο πορτί, άναψε σαν έκανε επαφή με τη γη μια κιτρινοπράσινη δυνατή φωτιά που θάμπωνε το βλέμμα. Έμεινε ο Πλακούδας κι οι άλλοι σύντροφοι μέσα. Άκουσα φωνές. Σαν ανεβήκαμε ολότελα πάνω, είδα τους συντρόφους  νάχουν πετάξει ένα παλτό πάνω στη φωτιά και να την πατάνε.

  Βρεθήκαμε σε μια μικρή πλατεία. Ήταν τόσο φωτισμένη, που ποτέ της δε θάχε γνωρίσει τέτοια φωτοχυσία. Κάμποσα εμπρηστικά φύλλα άναβαν τις πολύχρωμες φωτιές τους, κι οι στέγες των σπιτιών είχαν λαμπαδιάσει. Έπεφταν ακατάπαυτα φύλλα κι εμπρηστικές μπόμπες όσο μποτίλιες της μισής οκάς. Αυτές έχουν βάρος και τρυπούν τα κεραμίδια, σταματάνε στο ταβάνι και σκάζουνε, σκορπάνε σε κομματάκια κι η φωτιά τους φτάνει  χιλιάδες βαθμούς θερμοκρασία, λαμπαδιάζει αμέσως το σπίτι απ’ την κορφή.

 Οι οικοδομές της πολιτείας τούτης, από το δεύτερο ή τρίτο όροφο και πάνω είναι ξύλινες, σκεπασμένες με σουβά. Ο σουβάς έπεφτε με  τη ζέστη και ολόκληρο το σπίτι έμοιαζε πυροτέχνημα.

  Δεν είναι μπορετό σ’ εμένα τον αγράμματο να περιγράψω κείνο το μακάβριο μεγαλείο της καταστροφής. Ήτανε σα να γιόρταζε η ίδια η πολιτεία τον αφανισμό της κι είχε μεταβληθεί σε φωταγωγημένη κόλαση.

«Δυστυχώς όμως δεν υπήρξε καμιά οργανωμένη αντίδραση για την αντιμετώπιση της φωτιάς .Και δεν μπορεί βέβαια κανείς να ζητά σχέδια και αποτελεσματικές παρεμβάσεις ανάλογες προς εκείνες που είχαν οι Άγγλοι και οι Γερμανοί όταν βομβαρδίζονταν οι Πόλεις τους. Αλλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία, ενώ στεγαζόταν στο Δημοτικό Θέατρο, το εγκατέλειψε με την πρώτη φωτιά.»

Ομιλία Σπύρου Καλούδη Δημοτικό Θέατρο Κερκύρας 14/9/1993.Εφημερίδα:(ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 10/9/2000.)

 

Τ’ αεροπλάνα, σαν αόρατοι δαιμόνοι, φέρνοντας κύκλους ρίχναν το φορτίο τους στα σημεία όπου δεν είχαν ανάψει ακόμα τα σπίτια της ανυπεράσπιστης Κέρκυρας

Κι όπως  τ ‘αντιαεροπορικά είχαν σιγήσει, κυρίαρχα τώρα ουρανού και γης, πολυβολούσανε μ’ ατέλειωτες ριπές, που μοιάζανε πιότερο εμετός από μίσος και χλευασμό στον άνθρωπο, παρά σφαίρες που μπορούσαν ν’ αφαιρέσουνε ζωές.

  Τρέχαμε σ’ ένα δρόμο με πολυώροφα σπίτια, οι φλόγες έτρωγαν τους απάνω ορόφους. Ο δύστυχος σπιτονοικοκύρης μας, κοντός και χοντρός καθώς ήταν, πηδούσε σα βάτραχος τα παραθυρόφυλλα που πέφταν  αναμμένα, τραγουδώντας: « οι βάρβαροι, οι βάρβαροι», και παρακαλώντας τον Άη Σπυρίδωνα να τους κάψει.

  Λαός πολύς τραβούσε λαχανιάζοντας, με την ψυχή στο στόμα, κατά την έξοδο της πολιτείας, κρατώντας μπόγους ρουχισμό, μικρά παιδιά ή τραυματίες κι ανήμπορους. Άλλοι πισωγυρνούσαν κι έψαχναν για τους δικούς τους, που έχασαν, ήταν παραφρονισμένος  όλος ετούτος ο κόσμος.

  Ο Γιαννάκης καθόταν ήρεμος πάνω στον ώμο μου.

 Κάθε τόσο τον ρωτούσα:

  Φοβάσαι Γιαννάκη, φοβάσαι;

Κι αυτός μου κάρφωνε τα νυχάκια στο κεφάλι και μ’ αποκρινόταν τραγουδιστά με μια τρεμουλιαστή φωνούλα:

   - Ζιε  φο-βά-μαι,  ζιε  φο-βά-μαι.

  Χαλάρωσε όμως το κορμάκι του κι αυτό μου θύμισε τα γουρουνάκια που τεντώνονται, στήνουν τ’ αυτάκια όρθια σα ν’ ακουρμένουνται και κατουράνε.

  - Κερατά μη με κατουρήσεις;

  Μα ένοιωσα κιόλας μια υγρασία στο γόνατο κι ένα ρυακάκι έτρεχε πάνω στο πέτο του σακακιού μου, που το χρυσώναν οι φλόγες.

   -Κατούρα κερατά, κατούρα. Εδώ τη φωτιά φοβούμαστε τώρα.

 Αιτία στάθηκε το παιδάκι αυτό να μη φοβηθώ και να μη σκεφτώ για τη δική μου ζωή. Πρόσεχα μόνο γι’ αυτό, να μην πάθει κακό. Ο πατέρας του, όπως χοροπηδούσε ανάμεσα στις φωτιές, σταμάτησ’ απότομα μια στιγμή, σήκωσε τα χέρια δείχνοντας κάπου κι άρχισε να βρίζει: «Ωχ! άτιμοι-άτιμοι! Και το θέατρό μας άναψε…Πούσαι Άγιε Σπυρίδωνα που σ’ ανάβαμε κεριά στην κάσα!».

 Οι φλόγες είχαν τυλίξει ένα μεγάλο κι επιβλητικό χτίριο. Οι Κερκυραίοι έχουν ιδιαίτερη λατρεία και υπερηφάνια για τα δημόσια οικοδομήματα της πολιτείας τους, ακόμα και για τις φυλακές τους. Κι είχαν αγάπη ξεχωριστή για το θέατρό τους, θεωρώντας το ανώτερο κι απ’ το Εθνικό της Αθήνας. Και τώρα τόβλεπαν με σπαραγμό να σπαράζει μέσα σε κείνη τη φωτιά, παραδομένο, ανίσχυρο, στην παντοδυναμία της.

Αρχείο  Γιάννη Πετσάλη: Το καμένο θέατρο.

Οι Γερμανική αεροπορική επιδρομή με εμπρηστικές βόμβες κατακαίει σχεδόν όλη την Κέρκυρα. Καταστρέφονται μεταξύ άλλων, ο Καθολικός Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Ιακώβου (Ντουόμο),η πρώην Ορθόδοξη Μητρόπολη, η εκκλησία των Αγίων Πατέρων, η Καθολική Εκκλησία της Ευαγγελιστρίας (Ανουντσιάτα),άλλοι Ναοί, το κτίριο της Γερουσίας της Επτανήσου Πολιτείας, η Δημόσια Βιβλιοθήκη, η Ιόνιος Ακαδημία, η Ιόνιος Βουλή(Αγγλικανική Εκκλησία),το Δημοτικό Θέατρο, τα Δικαστήρια (σημερινή Τράπεζα της Ελλάδος),το ιστορικό ξενοδοχείο Bella Venezia,  το σπίτι του Σολωμού….Ολόκληρες συνοικίες και ιστορικά μνημεία.

Εφημερίδα (Ενημέρωση) 24/12/1999 σελ.14.ΚΕΡΚΥΡΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ του Δημήτρη Κονιδάρη.

Τα δικαστήρια καμένα.

Ο Μαρκάς.

 

Η Περιοχή του Αγίου Αθανασίου.

    Τρέχοντας ρωτούσα τον Κερκυραίο, αν ήταν μακριά ακόμα το φρούριο, μα κείνος προχωρούσε πηδηχτά, δίχως να μ’ απαντά κι αυτή του η σιωπή άρχισε να με υποψιάζει.

   - Που πάμε, πες μου επιτέλους που είναι αυτό το φρούριο;

  - Να φύγουμε απ’ τη φωτιά! Να φύγουμε απ’ την κόλαση.

  Αφήσαμε την πολιτεία και βαδίζοντας σε χωράφια ανεβήκαμε ένα χωματομαστό. Ένα γύρω του ήταν λιόδεντρα και κάτωθέ τους είχαν καταυλιστεί μια ορεινή πυροβολαρχία Ιταλοί.

 Ο Κερκυραίος, πούχε λαχανιάσει ο κακομοίρης, άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές, κοιτώντας την πολιτεία που ανάβλυζε φλόγες ψηλά στον ουρανό, και να ξεφωνίζει μ’ ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του:

  -Ώ!  Ώ!  Ώ!  Να θαυμάσω την πολιτεία μας που καίγεται! Να τη θαυμάσω όπως ο Νέρωνας τη Ρώμη, ώ! ώ! ώ!

 Ο άρρωστος σύντροφος πούχε ξαπλώσει να ξελαχανιάσει ανακάθισε:

  -Πάει τούστριψε του ανθρώπου,είπε.

  Δεν είχα αυτή τη γνώμη. Καταλάβαινα πως αυτού του ανθρώπου η τρέλα ήταν εκείνη που λέμε στην Κρήτη «τροζάδα» και που είναι περαστικό κακό. Μα τώρα θύμωσα ξαφνικά. Ένιωσα προσβολή κι αγανάκτηση για τον ίδιο μου τον εαυτό. Αιστανόμουνα σα λιποτάχτης, αυτή τη στιγμή που έπρεπε να βοηθάω τους συντρόφους και μαζί να βοηθήσουμε τους ανήμπορους ανθρώπους που τους αφάνιζε του δολοφόνου το σίδερο κι η φωτιά. Τώρα καταλαβαίνω πως  κοντά σ’ αυτά μπλέχτηκε και το συναίστημα που δοκιμάζει ένας άνθρωπος που μένει μόνος ύστερα από πολύχρονη ομαδική ζωή.

  -Θα με πας πίσω Κερκυραίο, στο καταφύγιο που αφήσαμε τους συντρόφους μου.

  -Τρελλάθηκες; που θα πάω να καώ μόνος μου!

  - Θα με πας! Του φώναξα πάλι με θυμό.

  Να πάμε στο χωριό! Έχω βίλλα, έχω αμπέλι. Τι θα κάνεις στην κόλαση;

  -Καλά, Κερκυραίο…Καλά….

Ντρεπόμουνα και λυπόμουνα να πληγώσω το παιδάκι και προσπαθούσα να το κοιμήσω. Θάμενε ο άρρωστος σύντροφος να το φυλάει.

  -Κοιμήσου Γιαννάκη, κοιμήσου.

Τόχα ξαπλώσει στο στεγνό χώμα με προσκέφαλο το πεσκίρι μου και μη ξέροντας τι να του κάνω να κοιμηθεί αμέσως, κάρφωσα το βλέμμα μου σαν υπνωτιστής στα μαύρα ματάκια του και το παρακαλούσα μαζί και προστάζοντάς το:

-          Κοιμήσου Γιαννάκη, κοιμήσου.

Σε λίγες στιγμές, όπως μου κρατούσε το μπράτσο με τα χεράκια, τάριξε ο ύπνος μαλακά στο στηθάκι του-ήταν κουρασμένο. Κοιμήθηκε.

  -Πάμε Κερκυραίο!

  - Τρελάθηκες σύντροφε;

  -Όχι ακόμα!

Τον έπιασα απ’ το στήθος, τραβήχτηκε πίσω και τότε τον άφησα απότομα-στεκόταν σε κατηφοριά- πήγε να πέσει τ’ ανάσκελα, τον άρπαξα, τούδωσα μισή στροφή, τον έβαλα μπροστά.

  -Μπρος, βάδιζε γρήγορα!

 - Οχού άγριος, οχού άγριος Κρητικός! Να καώ, να καώ…

Και τρέχοντας ο δύστυχος, έτσι άγρια που τον έσπρωχνα μπροστά μου, αποκατάστησε πάλι σχέσεις με τον Άγιο και την κάσα του:

  -Ώ! Άγιέ μου, διώξε τους Ούννους και ν’ ανάψω κερί στην κάσα σου.

Μόλις φτάσαμε στο δρόμο με τα’ αναμμένα σπίτια, έφυγαν τα’ αεροπλάνα.

Ο δαιμονισμένος βόμβος κι οι πολυβολισμοί τους πάψαν, εκείνα ξεμάκρυναν, απόμεινε πίσω η πολιτεία να λιώνει ανάμεσα στις φλόγες.

  Κόσμος πολύς έτρεχε τώρα στους δρόμους, αλαλάζοντας, κι ο Κερκυραίος μου, κουρασμένος, πηδούσε στ’ αναμμένα υλικά, βαρύς κι αμίλητος και μόνο σα φτάσαμε στο θέατρο που τόλουζ’ ένας μαύρος καπνός άρχισε ξάναρχα τη χυδαία συμπεριφορά του στον Άγιο και την κάσα του, ξεχνώντας πως  λίγο  πριν του απεύθυνε τις πιο θερμές του ικεσίες.

Όταν φτάσαμε στο καταφύγιο βρήκα λίγες γυναικούλες να προσεύχονται. Δεν πήραν είδηση το τέλος του βομβαρδισμού. Μετά μου είπε ο Κερκυραίος να πάμε ως το σπίτι του «να δούμε αν το έσωσε ο Άγιος». Τραβήξαμε κατά κει. Η φωτιά είχε κατέβει ως το κάτω πάτωμα. Έκανα  νάμπω μέσα. Μια φλόγα ανάκατη με καπνό όρμησε καταπάνω μου. Ο δύστυχος ο Κερκυραίος κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα απ’ την απελπισιά, βουβός. Τον άφησα εκεί να σπαράζει τους κόπους όλης της ζωής του, πούχαν γίνει στάχτη.

 Τράβηξα στην τύχη σ’ ένα δρόμο, δε μπορεί, κάποιο σύντροφο θ’ ανταμώσω…Από την πόρτα ενός σπιτιού έβγαζαν κάτι σα μπόγον πάνω σ’ ένα χειράμι. Δυο γυναίκες, ένας γέρος κι ένα παιδί το κράταγαν απ’ τις τέσσερις άκριες. Πήγα γονάτισα και κόλλησα την πλάτη μου από κάτω, σηκώθηκα ορθός.

  -Χριστέ μου ποιος είστε; ποιος είστε;

  -Που θα τον πάτε; μπήτε ένας μπροστά.

Μια γυναίκα νέα με τορνευτές γάμπες, με παπούτσι ψηλοτάκουνο στο ένα πόδι με οδήγησε. Ξυπολήθηκε όμως σε λίγο κι απ’ το άλλο, γιατί τρέχαμε. Σε μια πλατεία στεκόταν εν’ αυτοκίνητο. Πλησιάσαμε. Δυο Ιταλοί με κράνη πήραν το φορτίο μου. Ο τραυματίας ήταν νέος που ζούσε ακόμα.

  Έτρεχα- σε τέτοιες στιγμές ξεχνάς το βάδισμα- και χώθηκα σ’ άλλο δρόμο. Τρακαρίστηκα με δυο φάτσες που βγαίνουν προφυλαχτικά από ένα σπίτι. Κράταγαν δυο μπόγους. Με κοίταξαν σκιαχτά. «Τη δουλειά σας», σκέφτηκα κι αυτοί χάθηκαν σ’ ένα παρασόκακο. Έτρεχα και πηδούσα τις φωτιές. Μακριά μου ένας άντρας κρατούσε έναν άνθρωπο στην πλάτη. Τρίκλιζε απ’ το βάρος. Έτρεξα ακόμα πιο πολύ. Ήταν αυτός.

  -Γιωώργη, του φώναξα.

Ο Αναγνωστόπουλος έβαλε τα γέλια.

  -Έγινα τραυματιοφορέας, μου αντείπε.

Πήγαινε στ’ αυτοκίνητο. Οι  δυο Ιταλοί με τα κράνη, σοβαροί κι ευγενικοί, στεκόνταν εκεί σαν πονεμένα αγάλματα, πήραν τον τραυματία. Συμφωνήσαμε με το φίλο μου, πως καλύτερη διαγωγή ήταν αδύνατο να δείξουν σε τέτοιες στιγμές άλλοι άνθρωποι, γιατί και στην πιο μεγάλη ένταση του βομβαρδισμού, δεν τους έλλειψε η συμπόνια, και με την ίδια ψυχραιμία έκαναν το καθήκον τους. Όσο μίσος μας έμενε για τους Ιταλούς φαντάρους το προστέσαμε τώρα ολόκληρο στο μίσος μας για το φασισμό, που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε χτήνη.

  Βαδίζαμε βιαστικά με το φίλο μου.

  -Κατάλαβες τίποτα; Με ρώτησε.

  -Τι;

  -Για οσφράσου….

 -Έ τι;

 -Μυρουδιά ψητού…Είναι από κρέας ανθρώπινο…

  - Μα κι άλλες μυρουδιές καταλαβαίνω.

  Ναι, μα πρόσεξε αυτή του ψητού ανθρώπου… Όσοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και δεν τους πήραν, ψένονται τώρα. Ένας άναβε σα λαμπάδα-τον είδα με τα μάτια μου.

  -….. Η συζήτηση κόπηκε απότομα. Μια οικογένεια μάχουνταν ν’ αδειάσει το σπίτι της, πούχε πάρει φωτιά από το διπλανό. Πετάξαμε γρήγορα ότι είχε μέσα κι η οικογένεια τα κουβαλούσε μακριά απ’ τη φωτιά.

  -Ποιοι είσαστε παιδιά; ξένοι φαίνεστε. Ο Θεός σας έστειλε!...

  -Ο Άη Σπυρίδωνας, είπε γελαστά ο φίλος μου και φύγαμε.

  Είχε πάρει να ξημερώνει, όταν μας ανακάλυψαν δυο σύντροφοι που χαν βγει παγάνα………..

ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Ανάμεσα στα μεγάλα ιδιόκτητα κτίρια που καταστράφηκαν ολοσχερώς  την βραδιά εκείνη στην πόλη, ήταν οι οικίες των: Δημουλίτσα, Κογεβίνα, Μαρκέτη, Λινάρδου, Πολίτη, Σκάρπα, Γιαλλινά και το παλιό και ιστορικό αρχοντικό των Ρίκκηδων , όπου στεγαζόταν παλαιότερα το ξενοδοχείο «ΕΛΒΕΤΙΑ». Στα σπίτια αυτά -- γενεές ολόκληρες είχαν συγκεντρώσει ανεκτίμητα ιστορικά και καλλιτεχνικά κειμήλια, που η φωτιά τα έκανε  στάχτη μέσα σε λίγες ώρες.

Ο Σπύρος  Λινάρδος (μεγαλέμπορος της εποχής),

Σπύρος Λινάρδος

 είχε ένα τριώροφο σπίτι που απέκτησε  από τον Βιάρο Καποδίστρια, δίπλα από την Καθολική Αρχιεπισκοπή που κι αυτή κάηκε ολοσχερώς. Τα εγγόνια του που έζησαν   την νύχτα  της καταστροφής, ήταν ο Αλέκος Πετσάλης και οι Σπύρος και Αλέξανδρος Κοκοτός.

 Το μεγαλύτερο από αυτά, ο Αλέξανδρος, ηλικίας  τότε 15 ετών, μεταφέρθηκε με όλη την οικογένεια  σʼ ένα  χωριό, ενώ ο παππούς Σπύρος παρέμεινε στην Πόλη μήπως και μπορέσει να σώσει ότι ήταν δυνατόν.

  Όταν συνάντησε και πάλι την οικογένειά του, κρατώντας στο χέρι του μια αρμαθιά κλειδιά κι απευθυνόμενος προς την γυναίκα του,  με μάτια δακρυσμένα, είπε: «Έμιλυ- αυτά είναι τώρα όλη μας  η περιουσία».

 

Θύμηση του Αλέξανδρου Κοκοτού.

 

 

Ένα σπάνιο ντοκουμέντο από το αρχείο της ΕΡΑ Κέρκυρας. Το τραγούδι Νοσταλγία γράφτηκε από το Γιώργο Καρδάμη με αφορμή τον βομβαρδισμό του Σεπτεμβρίου 1943. Τραγουδάει ο αξέχαστος Σπύρος Βλάχος υπό την διεύθυνση του αείμνηστου μαέστρου της Σ.Ο Δημήτρη Δαπέργολα.


Γιώργος Καρδάμης    

 

 

                                    Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ (1)

 

 

Το ξημέρωμα  της 14ης Σεπτεμβρίου βρήκε την Κέρκυρα μέσα στις φλόγες και τον κόσμο χωμένο  στα καταφύγια. Ήταν ευτύχημα ότι δεν είχαν καεί οι αποθήκες τροφίμων των Ιταλών, αλλά, για να λυθεί το πρόβλημα του επισιτισμού των αστέγων και να γίνει μία κατάλληλη διανομή, έπρεπε να υπάρχει ένα κεντρικό όργανο. Επιπλέον, πάρα πολλοί πολίτες είχαν φύγει προς τα κοντινά χωριά και η κάθε Κοινότητα των χωριών αυτών, θα έπρεπε να μεριμνήσει αφενός για μία καταγραφή των προσφύγων και αφετέρου να παραλάβει τα άλευρα και τα άλλα είδη που θ’ αναλογούσαν σε αυτούς,  μαζί με τα δικά της. Εκτός  αυτού, ο συνωστισμός σε ορισμένα χωριά, είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη  νερού και οι πρωτόγονοι όροι διαβίωσης δημιουργούσαν και οξύτατα  υγειονομικά προβλήματα. Αλλά για όλα αυτά έπρεπε κάποιος να διατάξει. Αλλά ποιος; Ελληνικές αρχές δεν υπήρχαν. Οι Ιταλοί δεν εύρισκαν πρόθυμους  τους  πρώην Νομάρχη Ι. Κομιανό και τον Δήμαρχο Σπύρο Κόλλα νʼ αναλάβουν τα καθήκοντά τους  εν όψιν του ότι ο Διοικητής Μπαρατιέρι και ο Συνταγματάρχης Λουζινιάνι, 

 

Συνταγματάρχης Λουζινιάνι. (Κέρκυρα 8-25 Σεπτεμβρίου 1943)

δεν ήθελαν να παραδώσουν τη διοίκηση στους Έλληνες. Τελικά η διοίκηση της όλης κατάστασης στην Πόλη ανατέθηκε από τους Ιταλούς σε έναν αντάρτη από την Βόρειο  Ήπειρο, τον Σπύρο Παππά.

  Όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα των πρώτων πρωινών  ωρών  της 14ης Σεπτεμβρίου, συζητούσε στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής, η επιτροπή της  ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κερκύρας) προσπαθώντας να βρει τρόπους επίλυσής τους  και οι ιδρυτές της αναζητούσαν δυναμικά στελέχη για επικίνδυνες αποστολές.

« Ο Μητροπολίτης Μεθόδιος γράφει για την ΕΟΚ: Η μυστική οργάνωση Κερκύρας –απετελέσθη εκ του γράφοντος Μητροπολίτου Μεθοδίου, του  Εφέτου  Κ. Ιωάννη Κομιανού, του κ. Αγγ. Στρούζα και του κ.  Χριστόδουλου Μούχα. Αντί τούτου συληφθέντος υπό των ιταλών και εξορισθέντος προσελήφθη ο Κ. Σπύρος Χατζάρης. Μετά την σύλληψην και απέλασην και τούτου προσελήφθη αντ’αυτού ο κ. Κοσμάς Αναγνώστης. Κατά δε τον Απρίλιον του 1943 είχε προσληφθεί εις την μυστικήν οργάνωσιν και ο κ. Σπυρίδων Βελιανίτης»…..

 Οι συνεχείς επισκέψεις του Μητροπολίτη και των άλλων στα καταφύγια,  έδιναν κουράγιο στον κόσμο. Και μόνον που τους έβλεπε να κυκλοφορούν, ανάμεσά του έπαιρνε θάρρος. Στα διαλείμματα των βομβαρδισμών επιχειρούσαν να σώσουν  από τα σπίτια ό,τι ήταν δυνατό να σωθεί. Κατά την  μαρτυρία  του Σπύρου Ξ. Δεσύλλα του  είχε αναπτυχθεί και ένα πλιάτσικο. Εξʼ αιτίας αυτού, πολλοί προσπαθούσαν να σώσουν ότι είχε απομείνει από  τα μισοκαμένα σπίτια τους, καρφώνοντας  τάβλες, καδρόνια ή ότι άλλο έβρισκαν, στις πόρτες και τα παράθυρα που είχαν καταστραφεί. Επιπλέον, ομάδες νέων μάζευαν ρούχα που περίσσευαν από τους κατοίκους των γύρω περιοχών και τα μετέφεραν στους ανθρώπους των καταφυγίων.

   Ένα από τα ζητήματα που χρειαζόταν άμεση ρύθμιση, ήταν κι αυτό της μεταφοράς και λειτουργίας του Αστικού Νοσοκομείου, καθώς και των άλλων αγαθοεργών ιδρυμάτων. Ο πανικός, που είχε καταλάβει ασθενείς, τροφίμους και προσωπικό, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε η μεταφορά να καθίσταται απαραίτητη. Ο βομβαρδισμός του κτιρίου του Ορφανοτροφείου την επέσπευσε τόσο, ώστε να πραγματοποιηθεί βιαστικά και χωρίς σύστημα. Το Αστικό Νοσοκομείο μεταφέρθηκε στην Άφρα, το Ορφανοτροφείο στους Καλαφατιώνες και το Γηροκομείο στο Βυρό.

  Στην μεταφορά των ασθενών, των νηπίων και του υλικού, βοήθησαν οι Ιταλοί οι οποίοι διέθεσαν τα απαραίτητα αυτοκίνητα. Εννοείται ,ότι και στην μεταφορά δεν έλειψαν οι διαρπαγές ιματισμού και φαρμακευτικού υλικού. Τα παιδιά του Ορφανοτροφείου και οι τρόφιμοι του Γηροκομείου, έφτασαν στα χωριά με τα πόδια. Συγκινητικό ήταν, μικρά παιδιά και γέροντες με μπόγους στην πλάτη και με τρόμο στα μάτια, εγκαταλελειμμένοι, να οδεύουν προς τα χωριά. Είναι γεγονός, ότι οι κάτοικοι των χωριών τους χάρισαν την στοργή και την περιποίησή τους……………..

 

Μετά την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Γερμανούς, τα Ιταλικά στρατεύματα οδηγήθηκαν σε αφανισμό. Σε πολλές παραλίες του νησιού ξεβράζονταν τα πτώματά τους. Προς τιμή των νεκρών , το Ιταλικό κράτος εξέδωσε το ακόλουθο μετάλλιο:

Ο Ελληνικός αντιστασιακός τύπος, ένεκα της λογοκρισίας και της μη δυνατότητας ύπαρξης ανταποκριτών, μόνο σύντομες αναφορές έκανε επί του γεγονότος.

Η εφιαλτική εκείνη νύχτα  παρουσιάζεται σε τρία εξαιρετικά Βίντεο του 2ου Γενικού Λυκείου Κερκύρας τα οποία παραθέτουμε πιο κάτω:

 

 

 

   

Σημειώσεις:

(1) Κύρια Πηγή: ΚΕΡΚΥΡΑΊ΄ΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ-ΤΟΜΟΣ ΧΙΙ - ΚΩΣΤΑ ΔΑΦΝΗ .

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ. ΚΕΡΚΥΡΑ 1940-1944.     

 

(2)

Γιάννης Μανούσακας

 

Βιογραφικό  (1907-1995)

Ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία 5 ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου. Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, αυτό ήταν κατά τον ίδιο η αιτία να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του.

   Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92% . Από τη θέση αυτή τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας.

 Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους , μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός.

 

Ακροναύπλι: Το προαύλιο διαβάσματος ονομαζόμενο Γληνού.

 Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ . Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά την διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση , ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία , δίνοντας πολλές μάχες. Την περίοδο 1946 – 47 ,την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του , μετά το τέλος του Εμφυλίου ( 1949 – 52 ), γράφει ημερολόγιο και λογοτεχνικές σελίδες, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν σώθηκε . Στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών. Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963, οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή, διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.


     Το 1964, απολαμβάνοντας την ελευθερία του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)".

 Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά - εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή» - χωρίς σπίτι χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το "Χρονικό από την Αντίσταση ( Μετά την Ακροναυπλία )" - 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το "Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα )" και το μισό από το τέταρτο το "Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)". Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία. Στα 1976 του απονέμεται από το Υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του.

  Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία :

 "Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)" (1978),

 "Ο Φυγόδικός"(1980).

Τα τελευταία βιβλία μαζί με το "Στα χρόνια της Χούντας" (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας.

 Επίσης εκδίδει τα έργα : "Η αίθουσα" (1980), "Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος" (παραμύθι) (1981), "Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ" (μυθιστόρημα) (1983), "Η βράβεψη" (μυθιστόρημα) (1983), και "Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία" (1992) .
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών. Το έργο του έχει αποσπάσει πολλές επαινετικές κριτικές από έγκριτους κριτικούς για τις λογοτεχνικές και γλωσσικές αρετές και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

 

 

 

 

 

 

 

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Εμφανίσεις Άρθρων
3819672