Δήμητρα Καρδακάρη:Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΤΗΣ.
|
|
Εργασία της: Καρδακάρη Δήμητρα- Χρυσούλα. Η εργασία αυτή αφιερώνεται, Που να πω τον πόνο μου. Θέλω να κάτσω μοναχή τον πόνο μου να γράψω, Αν θα τον πω σε άνθρωπο το ξέρω δεν θ’ αντέξει Αν θα το πω στην θάλασσα κι αυτή θα φουρτουνιάσει τ’ αγριεμένο κύμα της τον κόσμο θα χαλάσει. Αν θα τον πω αγάπη μου στον ήλιο στο φεγγάρι Ερμιόνη Κ. Κουρτέση, ετών 36, Κάτω Γαρούνας 1978, στο Νίκος Πακτίτης, Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Δεύτερη Έκδοση, Δωδώνη, Αθήνα 2005. Περιεχόμενα Βιογραφικό Σημείωμα. 5 Εισαγωγή. 6 Λαογραφία και Τοπική Ιστορία. 8 Το νησί της Κέρκυρας. 18 Το χωριό Σιναράδες. 23 Η Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας. 28 Νίκος Πακτίτης. 32
Σεμινάρια και Ομιλίες. 52
Μουσεία: Η Ίδρυση και η Λειτουργία τους. 58
Επίλογος-Συμπεράσματα. 75 Ευχαριστίες. 78 Φωτογραφικό Αρχείο. 80 Βιβλιογραφία. 113 Βιογραφικό Σημείωμα. Ονομάζομαι Καρδακάρη Δήμητρα και φοιτώ στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Στα πλαίσια του προγράμματος πρακτικής άσκησης φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας, που εδρεύει στους Σιναράδες. Έτσι μου ανατέθηκε η συγγραφή της Ιστορίας της Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας και των Μουσείων της, με απώτερο σκοπό να έρθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το αντικείμενο που σπουδάζω, την Ιστορία.
Εισαγωγή. Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να αποδοθεί η Ιστορία της Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας και των Μουσείων της, το Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας που στεγάζεται στο χωριό Σιναράδες O Νικόλαος Πακτίτης(ιδρυτής του Μουσείου) την ημέρα των εγκαινίων ΑΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ και το Μουσείο Κεραμικής που στεγάζεται στο Νέο Φρούριο, κάνοντας ένα μικρό ταξίδι στο παρελθόν. Εικόνα VIΑπό την Ομιλία του Νίκου Πακτίτη στα εγκαίνια Μουσείου Κεραμικής στο Νέο Φρούριο ΑΛΛΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΆ ΕΚΘΕΜΑΤΑ Εικόνα VII Ο Νίκος Πακτίτης με την Ρούλα Μαυρίδη και της "Κερκυραίες του", Αναστασία Δαβιδοπούλου και Μαρί Ζερτσιάνου. Θα αναφερθώ στην ίδρυση της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας και στον εμπνευστή της τον κ. Νίκο Πακτίτη. Εν συνεχεία, θα εξεταστούν οι δράσεις της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας από το 1978 που ιδρύθηκε έως σήμερα, μέσα από τις αρχειακές πηγές και τα δεδομένα των προφορικών συνεντεύξεων από ιδρυτικά μέλη, υπαλλήλους και τους κατοίκους των Σιναράδων. Θα σκιαγραφηθεί η δράση της Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας, μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα που συμμετείχε και τις εκθέσεις που κατά καιρούς πραγματοποίησε. Τέλος, θα γίνει μια μικρή μνεία στην δημιουργία και εξέλιξη των δυο Μουσείων της Εταιρείας, το Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας που στεγάζεται στο χωριό Σιναράδες και το Μουσείο Κεραμικής που στεγάζεται στο Νέο Φρούριο. Στο τέλος της παρούσα εργασίας, θα παρουσιαστεί μέσα από φωτογραφικό αρχείο που προέρχεται από την Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, η δράση του Σωματείου στα τριάντα χρόνια ύπαρξής της. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση των παραπάνω, θεωρείται σκόπιμο να αποσαφηνιστούν οι όροι λαογραφία και τοπική ιστορία, να δοθούν τα πρώτα ψήγματα λαογραφικής έρευνας στο νησί της Κέρκυρας και εν συνεχεία να αναφερθούν λίγα πράγματα για την ιστορία της Κέρκυρας και το χωριό Σιναράδες. Ένας από τους βασικότερους στόχους της δεδομένης πρακτικής άσκησης, είναι να εντρυφήσει σε εμάς τους μελλοντικούς ερευνητές-ιστορικούς, στην θεωρία της Έρευνας και της Τεκμηρίωσης. Βασικοί ζωοποιοί παράγοντες μιας έρευνας είναι η Μεθοδολογία σε πρώτο στάδιο, καθώς διασαφηνίζονται οι τρόποι με τους οποίους μελετάμε ένα φαινόμενο. Στις κοινωνικές επιστήμες, η μεθοδολογία μπορεί να οριστεί με περισσότερο ευρύ τρόπο (π.χ. ποσοτική και ποιοτική), ή με λιγότερο ευρύ τρόπο (π.χ. ανάλυση κειμένου ή θεμελιωμένη θεωρία). Όπως ακριβώς και η θεωρία, η μεθοδολογία δεν είναι αληθής ή ψευδής, αλλά απλώς περισσότερο ή λιγότερο χρήσιμη και βιώσιμη. Σε δεύτερο στάδιο έχουμε την Μέθοδο, όπου αντικατοπτρίζονταισυγκεκριμένες ερευνητικές τεχνικές, όπως η συμμετοχική παρατήρηση, η συνέντευξη και η μαγνητοσκόπηση. Οι μέθοδοι, επίσης, είναι περισσότερο ή λιγότερο χρήσιμες, ανάλογα με τη θεωρία και τη μεθοδολογία που επιλέγουμε (και δεν μπορούν να θεωρηθούν ψευδείς ή αληθείς). Τα εργαλεία αυτά, αποτελούν με την σειρά τους σημαντικά εφόδια για την ιστορική έρευνα.[1] Μέσα από την έρευνα λοιπόν αυτή, συνειδητοποίησα πως η Ιστορία δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική ιστορία ενός λαού, ούτε αποδίδεται κατά κόρον μέσα από τους πολέμους. Η Ιστορία επομένως, δεν είναι μια ευθύγραμμα εξελισσόμενη πορεία αλλά μια διαρκής επίδραση από αλληλοδιαδοχικούς και αλληλεπιδρώντες παράγοντες, που διαφοροποιούνται συνεχώς ως προς το στόχο αλλά και ως προς το είδος τους.
[1] Χαράλαμπος Τσέκερης, Εισαγωγή στην Κοινωνική Έρευνα ΙΙ, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειον Πανεπιστήμιον, Αθήνα 2008. Φωτογραφία του Φιλέλληνα Ελβετού Fred Boissonnas περ.1903 Εικόνα I Κερκυραϊκό Πανηγύρι στο χωριό Γαστούρι. Από προσωπικό Αρχείο. Λαογραφία και Τοπική Ιστορία. Η μελέτη της Λαογραφίας, κατά την γνώμη μου συνδέεται στενά με την «Τοπική Ιστορία». Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι «Λαογραφία» και «Τοπική Ιστορία». Για δεκαετίες, υπήρξε η αντίληψη ότι η παράδοση του λαϊκού πολιτισμού μας έχει κατά κόρον μνημονικό χαρακτήρα. Έλληνες αλλά και ξένοι λαογράφοι στις μελέτες τους, τονίζουν ότι για την συγγραφή των τελευταίων, στηρίχθηκαν στην προφορική παράδοση, καθώς οι πληθυσμοί όπου πραγματοποιούσαν την επιτόπια έρευνα, ήταν ως επί των πλείστων αγράμματοι. Από τους πρώτους λαογράφους που επεσήμαναν την αναγκαιότητα της προφορικής παράδοσης για την επιστήμη της λαογραφίας, ήταν ο Αμερικανός W. Newell. Στον ελληνικό χώρο η Άλκη Κυριακίδου- Νέστορος υποστηρίζει, ότι η έννοια της παράδοσης είναι βασικά συνάρτηση της «προφορικής επικοινωνίας», δηλαδή, «του δια ζώσης», «αυτού που δεν έχει γραφτεί». Παρόλα αυτά όμως, οι αντιλήψεις αυτές με το πέρασμα των χρόνων δεν διατηρηθήκαν, καθώς η κοινωνική και οικονομική εξέλιξη που επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου διαδέχθηκε τον αναλφαβητισμό, με αποτέλεσμα οι λαϊκές μάζες, άρχιζαν σταδιακά να εκφράζονται με τον Γραπτό Λόγο. Έτσι η σημασία της γραφής όπως τόνισε και ο ανθρωπολόγος Jack Goody, παραμένει κυρίαρχη στην δημιουργία ενός νέου μέσου επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. [1]Χαρακτηριστικό δείγμα γραπτής λαϊκής παράδοσης στον ελληνικό χώρο μπορεί να θεωρηθούν οι έμμετρες επιστολές που αντάλλασαν διάφορα άτομα μεταξύ τους. Τα γράμματα αυτά συντάσσονται στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο και απευθύνονται σε αγαπημένα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται συνήθως στο εξωτερικό.
[1] Αλεξιάδης Μηνάς, Γραπτός και Προφορικός Λόγος στην Λαϊκή Παράδοση, για το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 245, 1990. Ωστόσο ο γραπτός χαρακτήρας της παράδοσης αυτής, αποδίδεται επαρκέστερα και με την μορφή της έντυπης λαϊκής ποίησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα μοιρολόγια και οι μαντινάδες. Η Λαογραφία, καθιερώθηκε ως επιστήμη από το Νικόλαο Πολίτη το 1909. Μεταγενέστεροι επιστήμονες, αμφιταλαντεύονται για το περιεχόμενο και την μέθοδό της και εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να μην έχει αποσαφηνιστεί πλήρως η έννοια της λαογραφίας. Η Κυριακίδου - Νέστορος αναφέρεται στις αμφιταλαντεύσεις αυτές που δημιουργούνται γύρω από το περιεχόμενο του όρου: «Λαογραφία είναι η συλλογή λαογραφικού υλικού. Λαογραφία είναι η συναισθηματική και λογοτεχνική παρουσίαση του λαογραφικού υλικού. Λαογραφία είναι η εθνική, καθώς τονίζεται, ανάγκη να περισωθεί και να επιβιώσει η εθνική μας παράδοση. Λαογραφία είναι η παρουσίαση των έργων της λαϊκής μας τέχνης, της λαϊκής μουσικής και των λαϊκών χορών, ακόμα και η οργάνωση τελετών με εθνικές ενδυμασίες». [1] Ένας ορισμός που μπορεί να δοθεί για την ερμηνεία της λαογραφίας είναι «η επιστήμη του λαϊκού μας πολιτισμού». Σημαντικός αρωγός για την εξέλιξη της λαογραφίας είναι ο λαογράφος, ο οποίος προέρχεται από τον λαό που μελετά. Σύμφωνα με τον ιδρυτή της επίσημης ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαο Πολίτη, αντικείμενο μελέτης της λαογραφίας είναι οι πράξεις του βίου και μάλιστα οι «κατά παράδοσιν» και όχι αυτές που «οφείλονται εις την ανατροφήν και την μόρφωσιν». Ο ορισμός αυτός συνάδει με τον όρο folklore, που εισήγαγε η αγγλική λαογραφία και καθιερώθηκε σχεδόν διεθνώς. Ο όρος σημαίνει «αυτό που γνωρίζει ο λαός», δηλαδή, «το τι πιστεύει, λέει και πράττει κατά παράδοση».[2] [1] Κυριακίδου- Νέστορος Α, Λαογραφία:· Η Ουσία και η Μέθοδος, στο Λαογραφικά Μελετήματα, εκ. Ολκός, 1975, σελ. 59-77. [2] Κυριακίδου- Νέστορος Α, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Δ΄ Έκδοση, 1997. Το 1909, στον πρώτο τόμο της Ελληνική Λαογραφικής Εταιρείας,
ο Πολίτης διατύπωσε επίσημα τον ορισμό της ελληνικής λαογραφίας: «Η λαογραφία εξετάζει τας κατά παράδοσιν δια λόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού». Ο ορισμός αυτός συμπεριλαμβάνει τόσο τη λαϊκή λογοτεχνία, τα «μνημεία του λόγου», όπως τα ονομάζει ο Πολίτης (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, ξόρκια), όσο και τον υλικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο του λαού, τις «κατά παράδοσιν πράξεις και ενέργειαι». Στην περίπτωση του νησιού της Κέρκυρας, οι Κερκυραίοι ήταν οι πρωτοπόροι στον Ελληνικό χώρο που άρχισαν να ασχολούνται με την Λαογραφία-Εθνογραφία. Ανάμεσα τους ξεχώρισαν, ο Εμμανουήλ Θεοτόκης, Ο Ανδρέας Μουστοξύδης, Ο Αντώνιος Μανούσος, Ιάκωβος Πολυλάς και άλλοι. Έχοντας αναπτύξει γνωριμίες με σημαίνοντα πρόσωπα της Ευρώπης κατά την διάρκεια των σπουδών τους κυρίως στην Ιταλία, άρχισαν να ασχολούνται με την καταγραφή της λαϊκής παράδοσης του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον για την Ελληνική Λαογραφία εκφράστηκε και από ξένους διανοούμενους πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του Δανού Φιλλέληνα καθηγητή Jean Pio, καθηγητής και ερευνητής, ο οποίος ήρθε στην Κέρκυρα όπου διέμεινε στο χωριό Γαστούρι το 1855 και φιλοξενήθηκε από τον παπαδάσκαλο Γεώργιο Κοντό. Η πρώτη συλλογή Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών πραγματοποιήθηκε το 1850 από τον Αντώνιο Μανούσο, καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας με τίτλο «Τραγούδια Εθνικά συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου». Λίγο αργότερα το 1877, κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή του Γεωργίου Κοντού με τον τίτλο «Ανέκδοτα Δημοτικά Τραγούδια Κέρκυρας».[1] Σημαντική υπήρξε και η πνευματική προσφορά του Γερασίμου Σαλβάνου, ένα από τα πρώτα τακτικά μέλη της «τρίτης» Ιονίου Ακαδημίας(Κέντρο Έρευνας και Διεθνούς Επικοινωνίας), που ιδρύθηκε το 1972. Το 1918, υπήρξε συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Η «εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία», του απένειμε το Α’ Βραβείο για την γλωσσική συλλογή, που είχε συντάξει στο χωριό Αργυράδες Κέρκυρας και που την τύπωσε αμέσως με δικά του χρήματα. Η συλλογή αυτή είχε τίτλο: «Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κέρκυρα Αργυράδων».
[1] Πακτίτης Νίκος, Λαογραφία και Εθνογραφία στην Κέρκυρα, από το Αρχείο της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Μέσα από την συλλογή αυτή ο ερευνητής διαπίστωσε ότι το γλωσσικό ιδίωμα των αγροτών της Κέρκυρας είχε διατηρήσει αμιγή φραστικά ελληνικά στοιχεία, πράγμα που διαλύει την παλαιότερη αντίληψη, ότι το Κερκυραϊκό ιδίωμα ήταν «σύμφυρμα παραμορφωμένων ελληνικών και ενετικών λέξεων». Ο Γιάννης Μαρτζούκος, ένας από τους σημαντικότερους της Κερκυραϊκής γενιάς, που συνέδεσε το όνομά του με το κίνημα του δημοτικισμού και της αναγέννησης, φιλόλογος, καθηγητής, εραστής της προόδου ζούσε στα μεταπολεμικά χρόνια στον Φέλεκα, στο παλιό αρχοντικό του Βιάρου Καποδίστρια, όπου συχνά πήγαινε και ο Σολωμός, όταν κυνηγούσε την έμπνευση στην κερκυραϊκή ύπαιθρο. Η αγάπη του Μαρτζούκου για την κερκυραϊκή παράδοση, τον οδήγησε στην συγκέντρωση άφθονου λαογραφικού υλικού, από το οποίο δημοσίευσε τα «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», στηριγμένο στις παραδόσεις των χωριών Κορακιάνας, Σκριπερού και Λευκίμμης.[1]
[1] Λουκάτος Δημήτριος, Στην εφημερίδα «Κάτω Γαρουνιάτικη Φωνή», που εκδόθηκε τον Ιούλιο-Αύγουστο το 1992. Εν συνεχεία ο καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου Αύγουστος Σορδίνας, εκδίδει το· 1977 την «Παπυρέλλα», αλιευτική σχεδία, εξελεγκτική μορφή πλοιαρίου μεσολιθικής εποχής, Ο καθηγητής Αύγουστος Σορδίνας παρατηρεί την Παπυρέλλα το 1981 τους «Νερόμυλους-Ανεμόμυλους-Χειρόμυλους» και το 1997 τις «Μπίντες(δέστρες)στο Μαντράκι». Ο Νίκος Πακτίτης αντίστοιχα συγγράφει το 1982, «Τα Διαπόντια νησιά: Οθωνοί, Ερείκουσα, Μαθράκι και η ναυτική τους παράδοση», και το 1989τα «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια». Λίγο αργότερα το 1988, ο Γεράσιμος Χυτήρης εκδίδει «Τα Λαογραφικά Της Κέρκυρας», που αφορούσαν τα έθιμα γύρω από την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τον θάνατο, την μαγεία, την λαϊκή λατρεία, τα ξόρκια. Όσον αφορά τον τομέα της μεθοδολογίας, το άνοιγμα της λαογραφίας προς τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες είχε σαν αποτέλεσμα να υιοθετηθούν νέοι ερευνητικοί μέθοδοι. [1] Η λαογραφία της ‘’πολυθρόνας’’ αντικαταστάθηκε από την επιτόπια λαογραφική μέθοδο, με την οποία όχι μόνο συλλέγεται νέο υλικό, αλλά και διασταυρώνεται το υπάρχον. [2] Στην περίπτωση που ο ερευνητής στοχεύει στη μελέτη ενός «παραδοσιακού πολιτισμικού συνόλου» τότε συλλέγει κάθε είδους λαογραφικό υλικό, από την περιοχή την οποία εξετάζει, ώστε να μπορεί να διαμορφώσει και να έχει μια άμεση και πλήρη για την παράδοση της περιοχής που πραγματοποιείται η έρευνα.[3]
[1] Πακτίτης Νίκος, Λαογραφία και Εθνογραφία στην Κέρκυρα, από το Αρχείο της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. [2] Laburthe – Torla, Warnier, Εθνολογία – Ανθρωπολογία, εκδόσεις Κριτική, Α΄ έκδοση 1993, Αθήνα, 2003 [3] Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σελ.14. Όταν ο ερευνητής θέλει να διασταυρώσει ένα υλικό πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, το οποίο έχει εντοπίσει στη ανάλογη βιβλιογραφία, τότε στοχεύει στην «εξακρίβωση λεπτομερειών, στη διερεύνηση των συναφειών του θέματος, στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινότητας και ζωής, στη διερεύνηση και εμπλουτισμό της βάσης δεδομένων, όπου θα στηριχτεί η μελέτη του. Προσπαθεί ακόμη να σχηματίσει εικόνα για τη χρονική διάρκεια και τις εξελικτικές τάσεις των εθιμικών μορφών που μελετά, τις αποδομήσεις, τις μεταλλαγές και τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει, εργαζόμενος σε συγχρονική και διαχρονική βάση.»[1] Πέρα όμως από τη μελέτη και την διαμόρφωση του προϋπάρχοντος υλικού, ο ερευνητής οφείλει να γνωρίζει και μια σειρά από άλλα στοιχεία του τόπου που πρόκειται να μελετήσει. Όπως είναι το φυσικό περιβάλλον, η ιστορία της περιοχής, η πληθυσμιακή σύνθεση, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.[2] Ο λόγος που πρέπει να μελετήσει αυτούς τους παράγοντες είναι το γεγονός ότι οι τελευταίοι μπορούν να διαμορφώνουν και να επηρεάζουν τις συνθήκες ζωής. Για να είναι επιτυχημένη μια επιτόπια έρευνα οφείλει ο ερευνητής «να ενταχθεί, κατά το δυνατόν, στην κοινωνία που μελετά, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη αλλά και την εκτίμηση των πληροφορητών του.»[3] Μέσα από μια βιωματική και άμεση σχέση με το αντικείμενο και τους πληροφορητές, όπου συνήθως πραγματοποιείται σε χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών, ο ερευνητής γνωρίζει καλύτερα τι πρόκειται να ερευνήσει, με ποιο τρόπο θα το κάνει και ποιοι θα τον βοηθήσουν
[1] Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σελ.18. [2] Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σελ.61-62. [3] Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σελ.47. Άλλη μια συνήθης τεχνική στην μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας είναι η χρήση των ερωτηματολογίων, καθώς «Τα εκάστοτε ερωτηματολόγια ανταποκρίνονται στις ανάγκες και το επίπεδο της έρευνας, χωρίς να έχουν γενικευτικό χαρακτήρα ή καθολική ισχύ».[1] Όπως ανέφερα και παραπάνω, υπάρχει αλληλένδετη σχέση μεταξύ Λαογραφίας και Τοπικής Ιστορίας. Παρόλο που ο όρος «Τοπική Ιστορία» φαίνεται απλός και κατανοητός, στην πραγματικότητα όταν ζητηθεί να προσδιοριστούν τα όρια του «τόπου», τότε δημιουργείται ένας εύλογος προβληματισμός, ο οποίος σχετίζεται με την έννοια του «τόπου». Δηλαδή αν νοείται η ιδιαίτερη πατρίδα καθενός, δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος ζωής και δράσης του ατόμου ή η αναφορά σε μια ευρύτερη περιοχή. Γενικότερα με τον όρο «Τοπική Ιστορία», νοείται το ιστορικό εκείνο υλικό που βρίσκεται στη γειτονική περιοχή και είναι ήδη γνωστό και οικείο ή μπορεί να εγνώσθη κυρίως ως το αποτέλεσμα εργασιών και επιτόπιας έρευνας. Με τον όρο «Ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας» γίνεται αναφορά στην ιστορία ενός περιορισμένου γεωγραφικού χώρου, όπου ο καθένας αναπτύσσει μια άμεση και προσωπική σχέση. Αυτό, δηλαδή που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη πατρίδα είναι το πυκνό δίκτυο των κοινωνικών δεσμών.[2] Σε αυτήν την κατηγορία υπάγεται ο τόπος κατοικίας, ο τόπος που βρίσκεται το σχολείο, το εμπορικό κέντρο της πόλης, οι διάφοροι γειτονικοί τόποι όπου κατοικούν οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί.
[1] Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994, σελ.102. [2] Δρ Ιωάννης Φυκάρης, Τοπική Ιστορία: Σημασία, Δυνατότητες και Προοπτικές, Κατερίνη 2003. Το ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία πήγασε από την ειλικρινή προσπάθεια για στήριξη του ίδιου του έθνους και της ανεξαρτησίας του, ως όργανο διαμόρφωσης της ιστορικής συνείδησης. Ο ρόλος της Τοπικής Ιστορίας είναι διαφωτιστικός και ερμηνευτικός, προκειμένου να έρθουν στην επιφάνεια αλήθειες ξεχασμένες, να εξηγηθεί καλύτερα το παρόν και να σηματοδοτηθεί το μέλλον. Γενικότερα, η Τοπική Ιστορία ασχολείται με θέματα που χαίρουν άμεσης μεταχείρισης και ενδιαφέροντος ενός τόπου παρά τις αναγκαίες αναγωγές σε ευρύτερα πλαίσια. Στηρίζεται στην άμεση και προσωπική επαφή του ατόμου με την μητέρα γη, την φύση, τις αξίες και τα ιδανικά της τοπικής κοινωνίας. [1]
[1] Δρ Ιωάννης Φυκάρης, Τοπική Ιστορία: Σημασία, Δυνατότητες και Προοπτικές, Κατερίνη, 2003. Το νησί της Κέρκυρας. Η Κέρκυρα ένα από τα επτά νησιά του Ιονίου Πελάγους, το βορειότερο, βρίσκεται λίγο νοτιότερα από το σημείο που το Ιόνιο σμίγει με την Αδριατική θάλασσα. Ανατολικά συνδέεται μέσω θαλάσσης με τα παράλια της Ηπείρου και δυτικά και βορειοδυτικά επικοινωνεί με τα παράλια της Νότιας Ιταλίας. Ένα νησί γνωστό παγκόσμια ως τουριστικό θέρετρο με αναμφισβήτητο φυσικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλούτο. Η Κέρκυρα δεν ήταν πάντα νησί, καθώς στην Παλαιολιθική Εποχή ήταν ενωμένη με την απέναντι ηπειρωτική χώρα. Ψήγματα αυτής της περιόδου εντοπίζονται στο χωριό Άγιος Ματθαίος. Στην βορειοδυτική Κέρκυρα και ιδιαίτερα στο Σιδάρι εντοπίζονται ίχνη της Νεολιθικής Εποχής. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει στα ‘Αργοναυτικά’ πως στο νησί της Κέρκυρας βρήκε καταφύγιο ο Ιάσωνας με τους Αργοναύτες και τη Μήδεια για να αποφύγει τους Κόλχους. Ο Όμηρος από την άλλη στην ‘Οδύσσεια’ αναφέρει τον Οδυσσέα εξαντλημένο και γυμνό στο νησί μέχρι που τον βρήκε η Ναυσικά, η κόρη του βασιλιά του νησιού, Αλκινόου. Οι κάτοικοι ήταν Φοινικικής καταγωγής, ενώ αργότερα άρχιζαν να έρχονται μετανάστες από την Υπερία, την σημερινή Σικελία.[1] Η πρώτη Ελληνική αποίκηση πραγματοποιήθηκε από τους Ερετριείς της Εύβοιας περίπου το 775-750πΧ. Λίγο αργότερα, καταφεύγουν πολιτικοί φυγάδες από την Κόρινθο στην Κέρκυρα, αναπτύσσοντας και μεταφέροντας εκεί την πολιτική τους νοοτροπία. Σύντομα, η Κέρκυρα καθιερώθηκε από το 735 έως το 435πΧ, ως μια ισχυρή ναυτική δύναμη δημιουργώντας αψιμαχίες στην πολιτική κοινωνία του νησιού, με αποτέλεσμα οι Φαίακες να διαχωριστούν σε Ολιγαρχικούς και Δημοκρατικούς. Τριακόσια χρόνια συμμαχίας μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων δεν αποτέλεσαν αστάθμητο παράγοντα για την σύγκρουση που δημιουργήθηκε ανάμεσα τους για την κοινή τους αποικία την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο. Στο προσκήνιο εμφανίζονται οι Αθηναίοι, οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό των Κερκυραίων δίνοντας με αυτό τον τρόπο το έναυσμα για την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. [1] Παναγιώτης Αναγνωστάκος, Terra Kerkyra, περιηγητικός οδηγός για τον Νομό της Κέρκυρας, Ελληνική Έκδοση, Terra Editions. Η συμμαχία αυτή διήρκησε περίπου ένα αιώνα από το 435 έως το 338π.Χ στην μάχη της Χαιρώνειας όπου οι Μακεδόνες με βασιλιά τον Φίλιππο κερδίζουν την μάχη και διαλύουν την Αθηναϊκή Συμμαχία. Εν συνεχεία ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέπτεται το νησί και γοητευμένος από την φυσική ομορφιά του, το θέτει υπό την προστασία του για 35 χρόνια περίπου. Από το 300π.Χ και μετά η Κέρκυρα γίνεται προσωρινή κτίση των Σπαρτιατών, των Συρακουσών και των Ιλλυριών, οι οποίοι την παραδίδουν στην Ρώμη το 229π.Χ. Οι Ρωμαίοι με την κατάκτηση της Κέρκυρας από το 229π.Χ έως το 337μ.Χ, που αποτέλεσε και την πρώτη υπαγωγή Ελληνικού εδάφους στην Ρώμη, εξασφάλισαν την ασφάλεια που επιζητούσαν μεν οι Κερκυραίοι από τις επιδρομές των Ιλλυριών πειρατών.[1]
[1] Παναγιώτης Αναγνωστάκος, Terra Kerkyra, περιηγητικός οδηγός για τον Νομό της Κέρκυρας, Ελληνική Έκδοση, Terra Editions. Οι Ρωμαίοι δε έβλεπαν την προστασία που παρείχαν στους τελευταίους, ως ένα τρόπο για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην ανατολική λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Η Κέρκυρα έχαιρε ιδιαίτερων προνομίων επειδή κατέφυγε στους Ρωμαίους οικειοθελώς. Συγκεκριμένα είχε το δικαίωμα να κόβει δικά της αργυρά νομίσματα, να γίνει σύμμαχος των Ρωμαίων και να διαθέτει σε αυτούς τα λιμάνια της. Την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Κέρκυρα ιδρύθηκε η εκκλησία της Κέρκυρας στο τέλος του 1ου αιώνα μΧ, από τους μαθητές του αποστόλου Παύλου, Ιάσονα και Σωσίπατρο, στα συντρίμμια του οποίου οικοδομήθηκε η τρίκλιτη βασιλική Εκκλησία Χριστιανική που σώζεται στην Παλαιά Πόλη.[1] Το 337μ.Χ. το Ρωμαϊκό κράτος διαιρείται σε Ανατολικό και Δυτικό. Η Κέρκυρα συμπεριλαμβάνεται το 395μ.Χ. στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος.
[1] Δημητρίου Χρ. Καπαδόχου, Αφιέρωμα στην Ιστορία της Κέρκυρας, Ημερολόγιο του 2002. Αθήνα, 2001. Ακολουθεί μια περίοδος ακραίων βανδαλισμών καθώς το νησί δέχεται αλλεπάλληλες καταστροφές από τις επιδρομές των βαρβάρων. Η λεηλασία του 550μ.Χ. από τους Γότθους-Ερούλους του Τοτίλα, έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία οχυρώσεων στο Παλαιό Φρούριο. Κατά την διάρκεια του 7ου αιώνα μΧ, Σαρακηνοί καταλαμβάνουν το νησί της Κέρκυρας χρησιμοποιώντας την ως ορμητήριο μέχρι το 733μΧ, όπου οι Βυζαντινοί εκδιώκουν τους τελευταίους, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο του βυζαντινορθόδοξου πολιτισμού στην Κέρκυρα. [1] Η μεσαιωνική πόλη Κορυφώ όπως ονομάστηκε, απέκτησε ισχυρά βυζαντινά τείχη, μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια και γενικότερα βρισκόταν σε ακμή από τον 9ο μέχρι και τον 13οαιώνα που περιήλθε στους Ανδηγαυούς. Κάτω από την κυριαρχία τους, ηΚορυφώ παρακμάζει καθώς προσπαθούν να διαδώσουν τον Καθολικισμό διώκοντας τους Ορθοδόξους. Έτσι μεγάλος μέρος των κατοίκων φεύγει και κτίζει το Ξώπολι, στην θέση περίπου της σημερινής πόλης.[1] Το 1386, οι Ευγενείς του νησιού παραδίδουν την πόλη στην προστασία της Βενετίας με σχετική έγγραφη συμφωνία. Οι Βενετσιάνοι με οχυρωματικά έργα και με την κατασκευή του λιμανιού Μαντράκι και την δίαυλο Κόντρα Φόσα, διαμορφώνουν μια ισχυρή άμυνα και προστασία για το νησί. Δυο αιώνες αργότερα λόγω των καταστροφικών επιδρομών των Οθωμανών του 1537, 1571, 1573, κτίζουν τείχη γύρω από το Ξώπολι και το Νέο Φρούριο. Το 1716, μετά την περιτείχιση μια νέα επιδρομή των Οθωμανών στάθηκε άκαρπη με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των τελευταίων για την κυριαρχία στην Κέρκυρα να παύσει να επικρατεί. Η Ενετοκρατία στο νησί της Κέρκυρας, διήρκεσε για τέσσερις αιώνες μέχρι το 1797, που καταλύθηκε από την Γαλλική Επανάσταση. Στο διάστημα αυτό οι Κερκυραίοι γαλουχήθηκαν στον τρόπο ζωής των Ενετών και αναπτύχθηκε το εμπόριο, η γεωργία αλλά κυρίως η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.
Το 1800, με Διεθνή Συνθήκη, δημιουργείται κάτω από την Ρωσοτουρκική επικυριαρχία αυτόνομο Επτανησιακό Ελληνικό Κράτος που συνεχίζει την ύπαρξή του με κυρίαρχους προστάτες τους Γάλλους αυτοκρατορικούς, από το 1807 έως το 1814 , όπου εμφανίζονται και οι Βρετανοί. Την εποχή της Αγγλικής κυριαρχίας-προστασίας(1814-1864), το κράτος των Ενωμένων Ιονίων Νήσων παρότι είχε αναπτυχθεί οικονομικά, πολιτισμικά και οργανωτικά, η Ιόνιος Βουλή, εκφράζοντας την επιθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ιονίου Λαού, με ομόφωνο ψήφισμά της, αποφάσισε την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε επίσημα το 1864. Από την επίδραση των αναφερομένων ιστορικών γεγονότων με πολιτιστικές επιδράσεις από την Βυζαντινή παράδοση και τον Δυτικό πολιτισμό διαμορφώθηκε η πόλη Κέρκυρα με την μοναδική της ιδιαιτερότητα. [1]
[1] Νίκος Πακτίτης, Κέρκυρα η Νύφη του Ιονίου, Κέρκυρα 1960. Φωτογραφία του Φιλέλληνα Ελβετού Fred Boissonnas περ.1903 Εικόνα 2 Από προσωπικό Αρχείο. Το χωριό Σιναράδες. Το χωριό Σιναράδες βρίσκεται στα κεντροδυτικά του νησιού Κέρκυρας, και απέχει από την πόλη Κέρκυρα 13 χιλιόμετρα, χτισμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος στην πλαγιά ενός λόφου κατάφυτου από ελιές και αμυγδαλιές. Μια συστάδα ταφών Ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκαν τυχαία ένα χλμ έξω από το χωριό, οδηγούν στο συμπέρασμα για την ύπαρξη του οικισμού από την περίοδο της Ρωμαϊκής περιόδου. Το χωριό στην σημερινή του θέση χτίστηκε κατά τον 10ο και 11οαιώνα από κατοίκους παραθαλάσσιου οικισμού, οπού τον εγκατέλειψαν λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών κουρσάρων. Η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για την προφύλαξη των κατοίκων από αυτές τις επιδρομές των πειρατών, λόγω της γειτνίασης με την θάλασσα. Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν δυο εκδοχές. Αρχικά θεωρούνταν ότι το χωριό ονομάστηκε «Αξιναράδες», από την λέξη αξίνα που είναι το τσαπί, επειδή στην περιοχή υπήρχαν πολλοί γεωργοί και η χρήση της αξίνας ήταν ευρέως διαδεδομένη. Με την πάροδο του χρόνου πήρε την σημερινή ονομασία Σιναράδες για να είναι πιο εύηχο στο άκουσμα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, όπου είναι πιθανόν και η επικρατέστερη, η ονομασία του προήλθε από το Βυζαντινό επώνυμο Σιναράς. [1] Ακολουθώντας την ιστορική πορεία του νησιού όπως αναφέρεται παραπάνω, το χωριό πέρασε περιόδους ακμής και παρακμής, επιδρομές Τούρκων και Αλγερινών, όπου η παράδοση μέχρι σήμερα διατηρείται με άσβεστη ζωντάνια μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού. Πλακόστρωτα δρομάκια, καμπυλωτές κατωγόπορτες, πορτόνια με ανάγλυφα οικόσημα, διώροφα σπίτια με μικρούς βοηθητικούς χώρους, εξωτερικές πέτρινες σκάλες, βεράντες γνωστές ως μπότζοι, συμπαγή παραθυρόφυλλα, κατατάσσουν το χωριό σε έναν παραδοσιακό οικισμό. Στο χωριό υπάρχουν αρκετές εκκλησίες, χώροι λατρείας που η κατασκευή τους χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα, μέχρι σήμερα. Κοντά στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και Αγίου Σπυρίδωνος, όπου αποτελεί και τον Μητροπολιτικό Ναό του χωριού. Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του χωριού είναι το αρχοντικό του Βασιλάκη. Σύμφωνα με τον μύθο ο Βασιλάκης ήταν ο πιο φτωχός του χωριού και ζούσε σε μια καλύβα έξω από το χωριό. Δούλευε σκληρά μαζί με την γυναίκα του για να ζήσει, σε ξένα κτήματα. Μια μέρα η γυναίκα του δούλευε κοντά στην θάλασσα και όταν τελείωσε την δουλειά της πήγε να πλυθεί. Καθώς πλενόταν είδε να κατευθύνεται προς το μέρος της, από την μεριά της θάλασσας ένα μπαούλο. Το άνοιξε και διαπίστωσε ότι ήταν γεμάτο λίρες και κοσμήματα. Το πήρε κρυμμένο με ξύλα στον άντρα της. Από τότε έγιναν πάμπλουτοι.[1] Το αρχοντικό χτίστηκε το 1950 και βρίσκεται στην αρχή του χωριού. [2]
[2] Πακτίτης Νίκος, Το χωριό μας Σιναράδες στο περιοδικό Image Κέρκυρα, τεύχος 34, Κέρκυρα 2006. Ένα χιλιόμετρο από το χωριό Σιναράδες βρίσκεται το Αερόστατο. Η ονομασία αυτή δόθηκε από έναν ντόπιο δάσκαλο, όπου σ’ ένα σημείο της απότομης δυτικής πλαγιάς του λόφου Αιθόχτιστος, πάνω ακριβώς από το νησάκι Κεραδικιά, έχτισε ένα εξοχικό κέντρο με μια βεράντα που αντικρίζει το πέλαγος. Αγόρασε τα αγροτεμάχια που γειτνίαζαν με την δική του περιοχή και με τις ενέργειές του χαράχτηκε το 1965 αμαξωτός δρόμος. Η περιοχή αυτή αποτελούσε κομμάτι μιας πιο μεγάλης περιφέρειας που ονομάζεται Βάρδια. Αρχές του 8ου αιώνα, όταν Αλγερινοί πειρατές έφταναν με τα κουρσάρικα καράβια τους στην περιοχή, οι βαρδιόλοι που ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη της περιοχής, ειδοποιούσαν τους κατοίκους του χωριού για να κρύψουν τα υπάρχοντα τους και εν συνεχεία να βρουν και οι ίδιοι καταφύγιο. Κάτω από την περιοχή και Βορειοδυτικά της περιοχής Βάρδιας, είναι η τοποθεσία Μοναστήρι. Εκεί κοντά σε μια καλύβα, δεμένο από τους κλώνους μιας ελιάς ήταν ένα σήμαντρο. Αυτό το χρησιμοποιούσαν οι καλόγεροι της Κεραδικιάς αφενός για να έρθει το καΐκι από το νησί να τους πάρει και αφετέρου το χρησιμοποιούσαν και ως σύμβολο κινδύνου όταν διέκριναν στον ορίζοντα κουρσάρικα καράβια. [1] Κάτω από την περιοχή Αερόστατο βρίσκεται το νησάκι της Κεραδικιάς. Το νησάκι έχει μάκρος 60 μέτρα και πλάτος 30 μέτρα και έχει από την επιφάνεια της θάλασσας 15 μέτρα ύψος. Οι όχθες του είναι πολύ απόμακρες εκτός από την ανατολική που είναι απέναντι από την παραλία Μαύρου Άμμου. Αυτή είναι πιο ομαλή και ένα μονοπάτι οδηγεί στο Μοναστήρι. Στο κέντρο σχεδόν του νησιού υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία Κυρά Δικαία. Είναι ένα παλιό κτίριο που η ημερομηνία κατασκευής του δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή. Στο δεξιό τοίχο υπάρχουν δυο τοιχογραφίες. Μια της Παναγίας με το Χριστό βρέφος και μια με το τρίμορφο(Παναγία-Χριστός-Αγ. Γιάννης Πρόδρομος). Κοντά στην εκκλησία βρίσκονται τα ερείπια ενός κτιρίου που αποτελούσε τα κελιά και τις αποθήκες του μοναστηριού. Σύμφωνα με τα δεδομένα ενός χειρόγραφου εγγράφου του 1771, το νησί γνώρισε στο παρελθόν μεγάλη ακμή και φιλοξενούσε πολλούς καλόγερους.
Ο λόγος που γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ιστορία του χωριού των Σιναράδων, είναι για να περιγραφεί το μέρος και τα χαρακτηριστικά του εφόσον εκεί στεγάζεται το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας και θα δοθεί στην συνέχεια της εργασίας η περιγραφή του.[1] [1] Πακτίτης Νίκος, Κερκυραϊκή Ύπαιθρος. Αερόστατο-Κεραδικιά, από Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Η Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας. Όπως κάθε οργανισμός, σύλλογος, ερευνητικό κέντρο και γενικότερα όπως κάθε ανθρώπινη πνευματική δραστηριότητα, απαρτίζεται από μια ομάδα καλλιεργημένων ανθρώπων διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο, έτσι και η Ιστορική-Λαογραφική Εταιρείας Κέρκυρας ξεκίνησε την ενεργό δράση της το Μάρτιο του 1978. Η Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό αρωγό για την μεταλαμπάδευση του Κερκυραϊκού πολιτισμού και παράδοσης όχι μόνο στο νησί της Κέρκυρας αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έχοντας λάβει συμμετοχή σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια. Τις 13 Μάρτιου του 1978, με πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού Νίκου Πακτίτη, συγκεντρώθηκαν δώδεκα άτομα καταγόμενα από την περιοχή της Μέσης Κέρκυρας και υπέγραψαν το ιδρυτικό της Ένωσης Προσώπων, που απέβλεπε στην έρευνα, συλλογή, μελέτη και προβολή των ιστορικών λαογραφικών, γλωσσολογικών και καλλιτεχνικών στοιχείων και μνημείων της επαρχίας της Μέσης Κέρκυρας. Έδρα της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Μέσης Κέρκυρας όπως ονομάστηκε αρχικά, ορίστηκε η πόλη της Κέρκυρας με χώρο έρευνας ολόκληρο το νησί. Η Ένωση αυτή, εμφανίστηκε στον πνευματικό χώρο της Κέρκυρας με το βραχύβιο περιοδικό «Η Κερκυραία».[1]
[1] Από μπροσούρες Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Η απήχηση ήταν θετική και γρήγορα κέντρισε το ενδιαφέρον και την εκτίμηση του Κερκυραϊκού πνευματικού κόσμου. Συγκεκριμένα στην εβδομαδιαία κερκυραϊκή εφημερίδα, Ο Ελεύθερος Λόγος, που κυκλοφόρησε την Κυριακή 13 Αυγούστου του 1978, αναφέρεταi χαρακτηριστικά: : “Πρέπει να θεωρηθεί αξιόλογο πνευματικό γεγονός για την πόλη μας, η εμφάνιση-κυκλοφορία του περιοδικού «η Κερκυραία». Εκδόθηκε από μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων που έχουν συστήσει την «Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Μέσης Κέρκυρας». Πυρήνας της ομάδας αυτής είναι ένας αθόρυβος και συνάμα δραστήριος εκπαιδευτικός, ο Νίκος Πακτίτης. Σ’ αυτόν αντιπροσωπεύεται επάξια ο δάσκαλος που σαν κοινωνικός παράγοντας έχει προσφέρει τόσα και τόσα στην ελληνική κοινωνία. Το περιοδικό με την πολύ ενδιαφέρουσα ύλη του και την άρτια εμφάνιση του συμπληρώνει ένα μεγάλο πνευματικό κενό του τόπου μας. Γράφουν σ’ αυτό εκλεκτοί πνευματικοί άνθρωποι αρχίζοντας από μια μαθήτρια του Λυκείου και φτάνοντας στον διαπρεπή επιστήμονα Αύγουστο Σορδίνα, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Μέμφιδος των Η.Π.Α. Η εφημερίδα μας χαιρετίζει με ενθουσιασμό την έκδοση του περιοδικού και εύχεται να προχωρήσει προς τα μπρος δίνοντας μεγαλύτερη ώθηση στην πνευματική κίνηση του Νησιού μας”.[1] Επομένως ο θαυμασμός που προσκόμισε το Σωματείο από την κυκλοφορία του περιοδικού αυτού, προώθησε την εγγραφή νέων μελών, με αποτέλεσμα να συνταχθεί πρακτικό ίδρυσης Σωματείου, το οποίο αναγνωρίστηκε και επίσημα με την υπ’ αριθ. 51/1980 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας. Η κυκλοφορία του περιοδικού «η Κερκυραία», ήταν βραχύβια καθώς λόγω οικονομικών προβλημάτων και ελλείψεως χρηματοδότησης κυκλοφόρησε μόνο σε τέσσερα τεύχη. Τα μέλη που απάρτιζαν το σώμα της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Μέσης Κέρκυρας ήταν 21 και ήταν τα ακόλουθα: Νικόλαος Πακτίτης, Αθηναγόρας Αλαμάνος, Μελέτιος Γραμμένος, Κων/νος Γραμμένος, Νικόλαος Παπαδάτος, Περικλής Παγκράτης, Στυλιανός Γραμμένος,Κων/νος Παπαδάτος, Σπυρίδων Γραμμένος, Ανδρέας Παϊπέτης, Ιωάννης Δόϊκας, Ανδρέας Πακτίτης, Ιωάννης Σκιαδόπουλος, Θεόφιλος Κένταρχος, Μαίρη Γραμμένου, Αντώνιος Παγκράτης, Γεώργιος Αλαμάνος και Δημήτριος Κονιδάρης.[1] [1] Καταστατικό της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Μέσης Κέρκυρας υπ’ αριθ. 51/1980. Αρχείο Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας Εικόνα XV Παραδοσιακή Βρύση Κουζίνας. Εικόνα XVII Μαντήλι Παντρεμένης με λουλούδια. Έτσι λοιπόν, συγκεντρώνοντας από δωρεές και με αγορές Λαογραφικό υλικό, τον Αύγουστο του 1982 εγκαινιάστηκε το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας στο χωριό Σιναράδες. Το έτος 1985, αγοράστηκε για την στέγαση του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου, παραδοσιακό σπίτι από τα πιο αντιπροσωπευτικά της ντόπιας αρχιτεκτονικής, στο χωριό Σιναράδες. Τα έτη 1987 και 1988 γίνεται η μελέτη και πραγματοποιείται η επισκευή του παραδοσιακού σπιτιού, όπου αποτελεί και την οριστική στέγαση του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Μέσης Κέρκυρας. Επιπροσθέτως, το Σωματείο συμπαραστάθηκε ηθικά και οικονομικά στα μουσικά σωματεία της υπαίθρου καθώς και σε κάθε πρωτοβουλία ιδιωτική, σωματείου ή κοινότητας, που απέβλεπε στην διατήρηση των πνευματικών και υλικών στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού στα χωριά της Μέσης και κατ’ επέκταση σ’ όλο το Νησί της Κέρκυρας. Επίσης δόθηκε το κίνητρο και το έναυσμα για την συγγραφή έργων, μελετών και συλλογών σχετικές με το νησί σε νέους ερευνητές, με την μορφή απονομής βραβείων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βράβευση από την Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Μέσης Κέρκυρας το 1982 στο έργο του Σπυρίδωνος Καρύδη-Χριστοδούλου με τίτλο Άγιος Προκόπιος(Ψωραροί). Χρονολογία ορόσημο για την δράση του Σωματείου ήταν το 1991, όπου αναγνωρίστηκε επίσημα από το Πρωτοδικείο Κέρκυρας υπ’ αριθμόν 65/1991, με τίτλο Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας. [1] [1] Καταστατικό της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Μέσης Κέρκυρας υπ’ αριθ.65/1991. Αρχείο Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Πριν προχωρήσω εναργέστερα στην δράση του σωματείου, θεωρώ σκόπιμα να αναφέρω με δυο λόγια το έργο και την δράση του εμπνευστή της Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας τον κ. Νίκο Πακτίτη. Ο Νίκος Πακτίτης Ο Νίκος Πακτίτης, γεννήθηκε το 1930 στον Πειραιά, από πατέρα Κερκυραίο και μητέρα Συριανή. Το 1949 τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο της Κέρκυρας και το 1951 τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Υπηρέτησε στο στρατό έφεδρος αξιωματικός από το 1952 έως το 1954. Από μικρός έδειξε κλίση προς την λογοτεχνία και την ποίηση και σε ηλικία 17 ετών άρχισε να γράφει πεζά ποιήματα. Όταν απολύθηκε από το στρατό το 1954, διορίστηκε δάσκαλος στην Αιτωλοακαρνανία. Εργάστηκε σε διάφορα σχολεία 33 χρόνια και διακρίθηκε για την παιδαγωγική του κατάρτιση, τη γενική του μόρφωση και την ιδιαίτερη αγάπη του για το παιδί.[1]Στα χωριά και στην πόλη της Κέρκυρας που υπηρέτησε, ανέπτυξε πλούσια σχολική και εξωσχολική πολιτιστική-κοινωνική δράση. Εργάστηκε και στον συνδικαλισμό και διακρίθηκε για την αγωνιστικότητα και την ανιδιοτέλεια του. Ασχολήθηκε με την λογοτεχνία, την ποίηση και ιδιαίτερα με την Λαογραφία, την Ιστορία, Διηγήματα, ποιήματα και άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες και ομιλίες του έχουν μεταδοθεί από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Β.Δ Ελλάδας. Όπως μου ανέφερε και ο ίδιος η αγάπη του για την Λαογραφία προήλθε από την διάθεση του να έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τους ανθρώπους της υπαίθρου και από την ομορφιά και τον πλούσιο πνευματικό διάκοσμο του νησιού της Κέρκυρας.Ο Νίκος Πακτίτης αποκόμισε μέσα από την πνευματική και την κοινωνική του δράση στο νησί της Κέρκυρας τον σεβασμό και την αγάπη από όλους τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον στήριξαν στην προσπάθεια του να θεμελιώσει ένα αξιόλογο πνευματικό έργο. Στο έργο του αυτό εντάσσεται η ίδρυση του σωματείου «Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας» και στα πλαίσια αυτά συγκρότησε το Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας στους Σιναράδες το 1982 [1] Χειρόγραφο Βιογραφικό Σημείωμα Νίκου Πακτίτη. Από το Αρχείο της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. και το Μουσείο Κεραμικής στο Νέο Φρούριο το 1999. Διατέλεσε πρόεδρος της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας από το 1978 έως το 2010, όπου την προεδρεία ανέλαβε ο Ξενοφώντας Αλαμάνος, παιδαγωγός δημοτικής εκπαίδευσης. Στο έργο αξίζει να σημειωθεί επίσης η δημιουργία του Ιστορικού Αρχείου Σιναράδων το 1975 όταν διατελούσε πρόεδρος της Φιλαρμονικής Σιναράδων. (Συγκεκριμένα η καθημερινή απογευματινή εφημερίδα της Κέρκυρας, Εσπερινή, που κυκλοφόρησε την Τρίτη 3 Δεκεμβρίου το 1975 αναφέρει: «Την πρωία της παρελθούσης Κυριακής ετελέσθησαν εις Συναράδες τα εγκαίνια του Ιστορικού και Λαογραφικού Αρχείου της Κοινότητος, το οποίο στεγάζεται εις το οίκημα της Φιλαρμονικής. Εις τα εγκαίνια παρέστησαν πολλοί κάτοικοι της Κοινότητος και αρκετοί προσκεκλημένοι από την πόλιν. Δια το ιστορικόν της οργανώσεως του Αρχείου ωμίλησεν ο Πρόεδρος της Φιλαρμονικής και διδάσκαλος κ. Νίκος Πακτίτης, ο οποίος εν συνεχεία εξενάγησε τους επισκεπτάς εις τας αιθούσας όπου εκτίθενται τα έγγραφα, οι πίνακες, αι συλλογαί του Αρχείου. Δέον να σημειωθή ότι το Αρχείον Συναράδων είναι δημιούργημα του κ. Πακτίτη, ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικώς με την λαογραφίαν και του οποίου διάφοροι εργασίαι έχουν βραβευθεί κατά καιρούς εις διαγωνισμούς. Μεταξύ των παρευρεθέντων εις τα εγκαίνια ήσαν οι Επιθεωρηταί Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και οι Πρόεδροι της Αναγνωστικής Εταιρείας και της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, οι οποίοι υπεσχέθησαν εις την διοίκησιν της Φιλαρμονικής και εις τον κ. Πακτίτην κάθε βοήθειαν δια την καλυτέραν οργάνωσιν του Αρχείου». [1] [1]· Κερκυραϊκή Καθημερινή Απογευματινή Εφημερίδα, Εσπερινή, Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 1975, Αριθμός Φύλλου 274. Εικόνα XLII Ο Νίκος Πακτίτης σε ομιλία του στο 6ο Δημοτικό Σχολείο στην Γαρίτσα, Μάιος 1980 Συνομιλώντας με συγχωριανούς του από το χωριό Σιναράδες, με παλιούς μαθητές του και με άτομα που τον γνώρισαν στην Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, ιδρυτικά μέλη αλλά και άτομα που απαρτίζουν το σημερινό διοικητικό συμβούλιο του Σωματείου, η αγάπη και η ευγνωμοσύνη που δείχνουν στο πρόσωπο του είναι βαθιά χαραγμένη στις καρδιές τους. Ο «δάσκαλος», όπως συνεχίζουν να τον αποκαλούν διακρίνονταν για τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο, είχε πολλές ευαισθησίες, είναι απλός, ταπεινός, με αισθητή την διάθεση του για χιούμορ καθώς ήταν εύκολα προσεγγίσιμος από τους άλλους και γενικότερα είναι πολυπράγμων και οραματικός χαρακτήρας.[1]Όσον αφορά την δραστηριότητά του στο Μουσείο Σιναράδων ήταν αυστηρός ως προς την διαχείριση των θεμάτων του Μουσείου και ιδιαίτερα πείσμων και σταθερός στις απόψεις, αλλά παρόλα αυτά δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα άτομο που ενέπνεε τον σεβασμό από την τοπική κοινωνία.
[1] Από προφορικές συνεντεύξεις στους Κατοίκους των Σιναράδων και Ιδρυτικών Μελών. Με βάση τα λεγόμενα του κ. Μιχάλη Πακτίτη, παιδαγωγός Δημοτικής Εκπαίδευσης, πρώην μέλος του Σωματείου και μαθητής του Νίκου Πακτίτη: «Ο Νίκος Πακτίτης ήταν δάσκαλος για ‘όλη την μέρα’, αγαπούσε ιδιαίτερα τους μαθητές του και είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα στο χωριό. Ασχολήθηκε με τον προσκοπισμό, διατέλεσε πρόεδρος της Φιλαρμονικής Σιναράδων, αρθρογραφούσε σε εφημερίδες για θέματα λαογραφικού περιεχομένου αλλά και για θέματα που αφορούσαν προβλήματα της τοπικής κοινωνίας. Γενικότερα ήταν δραστήριος σε πολλά επίπεδα και διακατέχονταν από την αντίληψη περί κοινής συμμετοχής σε διάφορες δραστηριότητες. Διακρίνονταν για την ανιδιοτέλεια του καθώς μέσα από την μακροχρόνια δράση του στην Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, δεν εξυπηρετούσε το προσωπικό του συμφέρον, αλλά αντιθέτως στόχευε στην ανάδειξητου Κερκυραϊκού πολιτισμού και παράδοσης». [1] [1] Από προφορική συνέντευξη του Μιχάλη Πακτίτη Ιούλιος 2011. Εν συνεχεία η κ. Αναστασία Δαβιδοπούλου, απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και γραμματέας του Σωματείου περιγράφει: « Τον Κύριο Πακτίτη τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην παράδοση των μαθημάτων του καθηγητή Αύγουστου Σορδίνα, το ακαδημαϊκό έτος 1992-1993. Μου έκανε εξαρχής εντύπωση η φυσιογνωμία του. Κοντούλης, πολύ αδύνατος, με ένα χαρακτηριστικό μπερεδάκι, μου θύμιζε έντονα ζωγράφο των νεώτερων χρόνων. Ο κύριος Σορδίνας μας τον σύστησε ως δάσκαλο και διευθυντή της Λαογραφικής Εταιρείας. Έκτοτε τον βλέπαμε συχνά. Θυμάμαι ακόμα την σκηνή που ο κύριος Σορδίνας με το χαρακτηριστικό χιούμορ, τον σταμάτησε τρεις φορές λέγοντας “Σκάσε Δάσκαλε”, στην απόπειρα του δεύτερου να επέμβει στα λεγόμενα του σχετικά με την παράδοση του μαθήματος που αφορούσε την κοιλάδα του Βίκου και τις προϊστορικές θέσεις της. Ο κύριος Πακτίτης αντέδρασε χαμογελώντας. Μια άλλη φορά ήρθε στο μάθημα για να δείξει στον κύριο Σορδίνα μια μεγάλη τριχιά που είχε βρει στην θαλάσσια περιοχή του Αγίου Γόρδιου. “Αυτή την τριχιά να την κρεμάσεις στο λαιμό σου Δάσκαλε, δεν είναι αρχαιολογικής αξίας”, του είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο κύριος Σορδίνας, γεγονός που προκάλεσε το κρυφό γέλιο όλων μας. Ο κύριος Πακτίτης αποδέχτηκε συνεσταλμένα την ετυμηγορία του καθηγητή. Μετά από 2-3 χρόνια και αφού είχα αποφοιτήσει, τον συνάντησα στην Γαρίτσα στο Πανηγύρι του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδας. Ήμουν μικροπωλήτρια σε ένα πάγκο με βιβλία και μόλις είδα τον κ. Πακτίτη τον αναγνώρισα αμέσως. Ο ίδιος δεν φαινόταν να με θυμόνταν. Πλησίασε αμέσως τον πάγκο λόγω των βιβλίων και πιάσαμε την κουβέντα. Κάποια στιγμή χωρίς περιστροφές και περιττά λόγια, μου πρότεινε να εργαστώ στο Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας στους Σιναράδες, πρόταση που αποδέχτηκα αμέσως. Μου έκανε εντύπωση η αμεσότητα του και το ότι χωρίς να με γνωρίζει ιδιαίτερα μου είχε προτείνει εργασία. Ο ίδιος μου αποκάλυψε αργότερα ότι εκτίμησε την ταπεινότητα και την εργατικότητά μου, χαρακτηριστικά που συνήγαγε από το γεγονός ότι καταδέχτηκα να δουλέψω ως μικροπωλήτρια σε πανηγύρι, αν και απόφοιτη πανεπιστημίου. “Οι Κερκυραίοι είναι τεμπέληδες και ψωροπερήφανοι”, μου είχε πει χαρακτηριστικά. Έκτοτε έγινα το δεξί του χέρι, υπάλληλος στο Μουσείο, Γραμματέας και Συνεργάτιδά του». [1] Από προφορική συνέντευξη κ. Αναστασίας Δαβιδοπούλου, Ιούλιος 2011. Καταλαβαίνουμε επομένως εύλογα με βάση τα λεγόμενα των συνεργατών του, ότι ο Νίκος Πακτίτης χαίρει μεγάλων επαίνων καθώς με την προσφορά του κατάφερε να διαδώσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ταυτότητα της Κέρκυρας. Όσον αφορά τα έργα του τα βιβλία που κυκλοφόρησαν ήταν: Το 1956 «Κύπρος Ηρώων Γη», το 1960 « Κέρκυρα η νύφη του Ιονίου», το 1962 «Η Κέρκυρα(Πατριδογνωσία)» εγχειρίδιο για παιδιά του δημοτικού, το 1967 η ποιητική συλλογή «Ξεκίνημα», 1976 «Ιωάννης Καποδίστριας, ο τραγικός θεμελιωτής του νεοελληνικού κράτους». Το 1992, Το Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας: «Η Βυζαντινή και Μεταμεσαιωνική Κορυφώ». Στην Λαογραφία έχει προσφέρει τα ακόλουθα έργα: τέσσερις γλωσσικές συλλογές με την ονομασία «Λεξιλόγιο του Κερκυραϊκού Ιδιώματος», Συλλογή εθίμων από την Μέση Κέρκυρα, το 1989 το «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια», το οποίο επανακυκλοφόρησε το 2005 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Σιναραδιτών Αθήνας. Το 2003 , «Η Κερκυραϊκή Παραδοσιακή Κεραμική και το Μουσείο της». Τέλος, στο «Εγχειρίδιο Τοπικής Ιστορίας», που εξέδωσε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο το 2000, με επιμέλεια του Θεοδώρου Παπά, στο κεφάλαιο 13 περιλαμβάνεται το “Κερκυραϊκή Λαϊκή Παράδοση”.
[1] Χειρόγραφο Βιογραφικό Σημείωμα Νίκου Πακτίτη. Αρχείο της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Επιπλέον τις 23 Αυγούστου το 1992, ο Σύλλογος Των Εν Αθήναις ΚατωΓαρουνιατών Κέρκυρας, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα για την συμβολή του στην συλλογή και διατήρηση του Κερκυραϊκού Δημοτικού Τραγουδιού και των εθίμων. Τιμητικό δίπλωμα του απένειμε και η Φιλαρμονική Σιναράδων τις 25 Δεκεμβρίου το 1996, σε αναγνώριση των μακροχρόνιων υπηρεσιών του, ως πρόεδρος του Σωματείου.[1] Κλείνοντας, σχετικά με την δραστηριότητα του Νίκου Πακτίτη, εκτός από πρόεδρος της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας, αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, μέλος του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας. Εικόνα III Κερκυραίες στο πηγάδι σώζεται μέχρι σήμερα στο χωριό Γαστούρι. Από Προσωπικό Αρχείο 38Λουκάτος Δημήτριος, Στην εφημερίδα «Κάτω Γαρουνιάτικη Φωνή»,που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο-Αύγουστο το 1992 Δραστηριότητες της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Πολιτιστικές Εκδηλώσεις. Γιορτές Λαϊκής Παράδοσης. II. III. Το Σεπτέμβρη του 1983 και 1984 η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας οργάνωσε διήμερες γιορτές Κερκυραϊκής Λαϊκής Παράδοσης στο χωριό Σιναράδες, όπου συμμετείχαν μουσικοχορευτικά συγκροτήματα από την πόλη και τα χωριά της Κέρκυρας, όπως αυτό της κ. Ασπιώτη, Σιναράδων και Νεοχωρίου Λευκίμμης. Ηθοποιοί της Κερκυραϊκής σκηνής διάβασαν κείμενα, δημοτικά τραγούδια και παρουσίασαν ηθογραφικές παραστάσεις στην πλατεία του χωριού Σιναράδων. Σκοπός της οργανώσεως των δυο άνωθεν εκδηλώσεων ήταν αφενός μεν η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του Νησιού, αφετέρου ήταν η προσέλκυση των νεαρών ατόμων στις μεθόδους της έρευνας και ιδιαίτερα την εντρύφησή τους στην μελέτη του Κερκυραϊκού πολιτισμού. IV. Στις εκδηλώσεις Λαϊκής Παράδοσης συμπεριλαμβάνονταν εκτός από τους χορούς και τις θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις διαφόρων μελετών λαογραφικού περιεχομένου όπως το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι, η Κερκυραϊκή Φορεσιά και η Εντόπια Κεραμική.[1] Η ημερήσια Κερκυραϊκή εφημερίδα, η Σημερινή που κυκλοφόρησε τις 21 Σεπτεμβρίου το 1983, αναφέρει: «Το Σάββατο και την Κυριακή 10 και 11 του Σεπτέμβρη, στο χωριό Σιναράδες έγιναν διήμερες πολιτιστικές εκδηλώσεις οργανωμένες από την Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Μέσης και τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Σιναράδων με τη συμπαράσταση της Κοινότητας και της Λαϊκής Επιμόρφωσης. Το Σάββατο, η ‘Κερκυραϊκή Σκηνή’, εδώ σε παράσταση με το έργο του Τσέχωφ “Αίτηση σε γάμο”, και στην συνέχεια η Χορωδία της Κέρκυρας, έδωσε συναυλία υπό την διεύθυνση του Παναγιώτη Σπίνουλα. Την Κυριακή στις 7μ.μ στη μεγάλη πλατεία του χωριού έγινε η γιορτή ‘‘Κερκυραϊκής Λαϊκής Παράδοσης’’, με την συμμετοχή των χορευτικών συγκροτημάτων της κ. Ασπιώτη, της κ. Θεοτόκη, του Πέλεκα και των Σιναράδων. Διαβάστηκαν δύο υπομνήσεις για τους Κερκυραϊκούς χορούς και την τοπική φορεσιά, ακούστηκαν καντάδες και δίστιχα κι’ απαγγέλθηκε ερωτικός περιπαιχτικός διάλογος από δυο μέλη της Κερκυραϊκής Σκηνής. Προσφέρθηκαν κρασί άσπρο και συκόπητα. Η συμμετοχή του κοινού ήταν πολύ μεγάλη, κυρίως τη δεύτερη μέρα, όπου ήρθε πολύς κόσμος από την Πόλη και τα κοντινά χωριά. Μεταξύ των παρευρεθέντων ήταν οι δυο βουλευτές κ. Ράλλης και Γκίκας, ο Καθηγητής Αύγουστος Σορδίνας, εκπρόσωποι επιστημονικών και πολιτιστικών σωματείων, πρόεδροι Κοινοτήτων κ.α. Μετά την λήξη του προγράμματος πλήθος κόσμου επισκέφτηκε το Λαογραφικό Μουσείο Μέσης και συνεχίστηκε λαϊκό γλέντι. Χαρακτηριστικά των διήμερων εκδηλώσεων ήταν η αυθόρμητη συμμετοχή του κοινού».[1] [1] Αρχείο Εισερχόμενων Εγγράφων Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Πολιτιστικές Εκδηλώσεις. V. Οι εκδηλώσεις Λαϊκής Παράδοσης παρότι δημιούργησαν μια εκτίμηση από το μεγαλύτερο μέρος της τοπικής κοινωνίας στο πρόσωπο του κ. Πακτίτη, όπου ο ίδιος κέρδισε την εμπιστοσύνη πολλών συγχωριανών του δεν τελέσθηκαν τα επόμενα χρόνια καθώς ήταν χρονοβόρες και το Σωματείο έστρεψε την προσοχή του σε θέματα διοικήσεως και εσωτερικής οργάνωσης του. Παρόλα αυτά όμως η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία συνέχισε με σθεναρό τρόπο τις πολιτιστικές εκδηλώσεις σε διάφορες περιοχές του Νησιού με διάφορα θέματα όπως, η Κερκυραϊκή Παραδοσιακή Κεραμική, Η Κυροπλαστική στην Κέρκυρα και η λατρεία της Θεάς Αρτέμιδος, και Τα Λιθόστρωτα της Κερκυραϊκής Υπαίθρου και η Σημασία τους. Το καλοκαίρι του 1985, λειτούργησε Έκθεση Παραδοσιακής Κερκυραϊκής Κεραμικής στο νεοκλασικό κτίριο του 6ου Δημοτικού Σχολείου στην Γαρίτσα. Τον Απρίλιο του 1986, η Λαογραφική Εταιρεία οργανώνει στο χωριό Σιναράδες εκδήλωση για το ακριτικό δημοτικό τραγούδι με απαγγελίες και χορό με τοπικές ενδυμασίες.[2] I. Προστασία του Περιβάλλοντος. Στον τομέα αυτό η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία ανέπτυξε ενεργό δράση, υποβάλλοντας κατά καιρούς υπομνήματα για την προστασία του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος προς την Νομαρχία Κέρκυρας στο Δήμο Κερκυραίων, στο τμήμα Πολεοδομίας, στο Τεχνικό Επιμελητήριο μέχρι και την Βουλή στην Αθήνα.[1]
[1] Ημερήσια Κερκυραϊκή Εφημερίδα, Σημερινή. Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 1983. Αριθ. Φύλλου, 3404. [2] Από μπροσούρες Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. VI. Γιορτάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος τις 5 Ιουνίου το 1998, διοργανώνοντας εκδήλωση στην πόλη της Κέρκυρας, μοιράζοντας ενημερωτικά φυλλάδια αναφέρεται: «Κερκυραίες, Κερκυραίοι, Συμμετέχοντας στο σημερινό γιορτασμό, σας καλούμε σε μαζικό ξεσήκωμα για την προστασία του οικιστικού και φυσικού περιβάλλοντος που καθημερινά τραυματίζεται. Η πόλη μας έχει μια μοναδική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι αντίγραφο άλλης πόλης της Ανατολής, ούτε της Δύσης. Χτισμένη σ’ ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, εναρμονίζεται σ’ αυτήν, σαν μουσική μελωδία, η αρχιτεκτονική γραμμή του Βυζαντίου, με δυτικές επιδράσεις με νεοκλασικά και ντόπια στοιχεία. Όμορφη η Πόλη μας με τα δυο απόρθητα φρούρια της στάθηκε πειρασμός στους ξένους αλλά και φραγμός στις επιδρομές των Βαρβάρων, ασπίδα της Χριστιανοσύνης και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Έχοντας βαθιά συνείδηση αυτής της ανεκτίμητης κληρονομιάς που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, οφείλουμε να διαφυλάξουμε την πόλη μας, σαν τα μάτια μας. Να σταματήσουμε κάθε επέμβαση που αλλοιώνει την ταυτότητά της. Να γίνει συντήρηση και επανόρθωση κάθε μνημείου ή κτιρίου που έχει φθαρεί ή αλλοιωθεί(φρούρια, εκκλησίες, αρχοντικά, μαγαζιά). Δεν φτάνει το ενδιαφέρον της κρατικής μηχανής και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Την πρωτοβουλία και την ευθύνη της προστασίας θα την πάρει ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί…… Τεράστιες ποσότητες καυσαερίων, αεροψεκασμοί με τοξικά φάρμακα, ραντίσματα για την αποξήρανση χόρτων σε ποσότητες που κρατάμε τα πρωτεία σε όλη την Ελλάδα, πυρκαγιές και απόβλητα, με συνέπειες επιβλαβείς άμεσες και έμμεσες στην ποιότητα ζωή μας. Κερκυραίες, Κερκυραίοι, ξεσηκωθείτε μαζικά. Ενωμένοι θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε αποτελεσματικά την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, την υγεία μας και το μέλλον των παιδιών μας». [1] Επομένως διακρίνεται το σθένος με το οποίο το Σωματείο με πρωτεργάτη τον Νίκο Πακτίτη, προσπαθεί με κάθε τρόπο να εντρυφήσει την τοπική κοινωνία στην περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Η Εταιρεία από την ίδρυση της έθεσε ως κεντρικό της στόχο όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, την όξυνση του πνευματικού και καλλιτεχνικού έργου στην νέα γενιά δίνοντας το κίνητρο και το έναυσμα για την συγγραφή έργων, μελετών και συλλογών σχετικές με το νησί σε νέους ερευνητές, με την μορφή απονομής βραβείων. Από τις δραστηριότητες του Σωματείου αξίζει να αναφερθούν: Η λειτουργία βιβλιοθήκης στο Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης στους Σιναράδες και μια δεύτερη στην Γαρίτσα. Την διάθεση δασκάλας που εξασκούσε Ελληνικούς Χορούς στους μαθητές του 6ου Δημοτικού Σχολείου της Πόλης. Στην σχολική αυτή μονάδα, διοργανώνονταν από τον ίδιο τον κ. Νίκο Πακτίτη κάθε χρόνο τον Απρίλιο η ‘Εβδομάδα Ελληνικής Παραδόσεως’ που καθιερώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας το 1979.[2] Με αυτόν τον τρόπο δίνονταν η ευκαιρίας στους νεαρούς μαθητές, να γνωρίσουν και να διατηρήσουν την πολιτιστική τους παράδοση. [1] Αρχείο Εισερχόμενων Εγγράφων Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Εκδηλώσεις. Επιπλέον, το σχολικό έτος 1993-1994, το Σωματείο διοργάνωσε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους μαθητές, επισκέπτες του Μουσείου, όπου θα ολοκληρώνονταν με αυτό τον τρόπο η γνώση και η έρευνα των παιδιών σχετικά με τις λαογραφικές συλλογές που είχαν παρατηρήσει στο Μουσείο. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, χρηματοδοτήθηκε στα πλαίσια ενός προγράμματος με την ονομασία “Μελίνα”, από το Υπουργείο Πολιτισμού όπου δίνονταν έμφαση στην τόνωση και ενίσχυση των μικρών μουσείων της υπαίθρου.[1] Πιο συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που οργάνωσε το Σωματείο περιλάμβανε τα ακόλουθα θέματα: Η εξέλιξη του Πλοίου, δίνοντας έμφαση στην περιγραφή της παπυρέλας, όπου εκτίθενται στο Μουσείο στους Σιναράδες, Το Θέατρο Σκιών και ο Καραγκιόζης, δίνοντας την προέλευση και τον τεχνική του θεάτρου σκιών, ενημερώνοντας τους μαθητές παράλληλα για την δράση του Κερκυραίου Καραγκιοζοπαίχτη Σπύρο Γραμμένο, ο οποίος θεωρούνταν ο καλύτερος καραγκιοζοπαίχτης στην Ελλάδα και συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Ευγένιο Σπαθάρη, όπου επάξια εκπροσώπησε τον Καραγκιόζη διατηρώντας για πολλά χρόνια την παράδοση αυτή αλώβητη. Επιπλέον, η εξέλιξη της κατοικίας και η περιγραφή της Κερκυραϊκής Φορεσιάς αποτελούν με την σειρά τους άλλες θεματικές ενότητες που παρουσιάστηκαν στα πλαίσια του εκπαιδευτικού αυτού προγράμματος.[1] Κλείνοντας για αυτή την ενότητα αξίζει να σημειωθεί ότι η Εταιρεία δέχεται χωρίς εισιτήριο μαθητές και φοιτητές, κάνοντας ειδική ενημέρωση στις συλλογές του Μουσείου και επιπλέον, παρέχει προφορικές και γραπτές πληροφορίες σε ερευνητές, εκπαιδευτικούς και φοιτητές.
Η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, δεν θα μπορούσε να παραμείνει αμέτοχη στην δημιουργία οργανώσεως εκθέσεων με απώτερο στόχο την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς Του Νησιού της Κέρκυρας. Στο χρονικό πλαίσιο 1990 έως 2004, το Σωματείο διοργάνωσε τρεις Εκθέσεις στην πόλη της Κέρκυρας, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών. Το φωτογραφικό αρχείο από την οργάνωση αυτών των εκθέσεων βρίσκεται στην τελευταία ενότητα της εργασίας μου, που περιλαμβάνει κατά κόρον φωτογραφίες, που αντικατοπτρίζουν την δράση του Σωματείου στα 33 χρόνια παρουσίας του, στην Κέρκυρα. Η πρώτη οργανωμένη Έκθεση, πραγματοποιήθηκε, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου του έτους 1990, στο νεοκλασικό κτίριο του 6ου Δημοτικού Σχολείου Κέρκυρας που βρίσκεται στην Γαρίτσα, με την θεματική ενότητα «Η Κερκυραϊκή Κεραμική». Η Έκθεση αυτή εγκαινιάστηκε στις 14 Ιουλίου το 1990 από τον τέως δήμαρχο κ. Ιωάννη Κούρκουλο, και διήρκεσε μέχρι τις 28 Ιουλίου. Η επιλογή του κτιρίου για το στήσιμο της έκθεσης δεν ήταν τυχαία καθώς η Γαρίτσα όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη ενότητα, ήταν άλλοτε το κέντρο παραγωγής και εξαγωγής ειδών αγγειοπλαστικής. Η Έκθεση περιλάμβανε 120 αντικείμενα μικρού και μεγάλου μεγέθους παραδοσιακών κεραμικών, από τον 19ο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Σε άλλη αίθουσα, εκτέθηκαν 95 αντικείμενα σύγχρονης κεραμικής από βιοτεχνίες παραγωγής αγγείων και βιοτεχνίες που παρήγαν υλικά για οικοδομική χρήση. Παράλληλα, υπήρχαν σχεδιαγράμματα, βιβλία, φωτογραφίες, εργαλεία και έπιπλα που εναρμόνιζαν και συμπλήρωναν την Έκθεση. Την Έκθεση επισκέφθηκαν πάνω από τριακόσια άτομα και κινηματογραφήθηκε από το συνεργείο της ΕΡΤ-2. [1] Η Δεύτερη Έκθεση, πραγματοποιήθηκε στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας στο χρονικό διάστημα 30 Οκτωβρίου έως 6 Νοεμβρίου το 1996, με την θεματική ενότητα «Κερκυραϊκή Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική».
Σκοπός της έκθεσης ήταν να γνωρίσει το Κερκυραϊκό κοινό την πόλη της Κέρκυρας, μέσα από την παρουσίαση φωτογραφιών κτιρίων και μνημείων που δεν υπάρχουν σήμερα ή σώζονται ελάχιστα τμήματά τους. Επιπλέον μέσα από την προβολή και άλλων στοιχείων, όπως αρχιτεκτονικά σχέδια και μελέτες της Εποχής του Ιονίου Κράτους, όπως και βιογραφικά σημειώματα των δυο μεγάλων Κερκυραίων αρχιτεκτόνων Σταμάτη Βούλγαρη και Γιάννη Χρόνη, έγινε αισθητή η προσπάθεια του Σωματείου να προστατεύσει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού.[1] Εικόνα XXV Τράπεζα της Ελλάδος το 1752, στα παλιά Δικαστήρια. Καταστράφηκε το 1943. Εικόνα XXIII Παραδοσιακό Πορτόνι στους Σιναράδες. Εικόνα XXIV Η Ιονική Τράπεζα. Εικόνα XXVII Παραδοσιακό Σπίτι στο χωριό Γαρδελάδες. Εικόνα XXIX Άγιος Ιάκωβος, Καθολική Εκκλησία. Κτίριο του 17ου αιώνα. Υπέστη σοβαρές βλάβες κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εικόνα XXVIII Παραδοσιακό Καντούνι στο χωριό Σιναράδες. Εικόνα XXXI Το Αρχοντικό του Δεσύλλα. Εικόνα XXII Η Πόρτα Ριάλια. Πύλη της Παλαιάς Πόλης. Εικόνα XXXII Τριώροφο Κτίσμα με Στοά στην Πλατεία Βραχλιώτη. Εικόνα XXVI Ο Παραδοσιακός Μπότζος(Βεράντα) στο χωριό Γαστούρι. Εικόνα XXX Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική στην Περίθεια. Η Τρίτη και Τελευταία Έκθεση μέχρι σήμερα, πραγματοποιήθηκε στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Κέρκυρας, στο χρονικό διάστημα 12 έως 18 Οκτωβρίου το 2004, με την θεματική ενότητα «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896». Επιπλέον, αναφέρονταν οι Ολυμπιονίκες της Αρχαίας Κέρκυρας, από άρθρο της Κατερίνας Κάντα-Κίτσου, αρχαιολόγου της Η΄ Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων Κέρκυρας-Θεσπρωτίας σε τοπική εφημερίδα. Η διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων ολυμπιακών αγώνων ήταν δημιούργημα του Γάλλου Βαρόνου Pierre de Coubertin, ο οποίος ενορχήστρωσε την επανίδρυση των Αγώνων, θέλοντας να προωθήσει τον συνδυασμό του αθλητισμού με τις αξίες της Κλασσικής Ελλάδας. Το Ελληνικό κοινό, από την πρώτη στιγμή υποστήριξε την αναβίωση των Αγώνων και συμμετείχε στις προσπάθειες διοργάνωσή τους. Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε το κράτος δεν αποτέλεσε τροχοπέδη για την ανακαίνιση του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου, το οποίο φιλοξένησε τους πρώτους σύγχρονους Αγώνες. Η προσπάθεια αυτή χρηματοδοτήθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ, εθνικό ευεργέτη από την Βόρεια Ελλάδα.[2] [2] Μ. Αγάθου, Η Αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Από Αρχείο της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Εικόνα XXXIV Ο Ανδριάς του Αβέρωφ. Εικόνα XXXIII γραμματόσημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Εικόνα XXXVI Οι Ανακαλυφθέντες Ερμαί. Εικόνα XXXVII Η Κρύπτη του Σταδίου. Εικόνα XXXIX Ποδηλατικός Αγώνας. Εικόνα XL Παρέλαση Ολυμπιονικών στο Στάδιο. Εικόνα XXXVIII Οι πρίγκιπες Νικόλαος και Γεώργιος στην εξέδρα των λεμβοδρομιών. Εικόνα XLI Έλληνες Ολυμπιονίκες. Όσον αφορά τους Αρχαίους Κερκυραίους Ολυμπιονίκες, η Κέρκυρα μαρτυρείται από τις αρχαίες, ως μια από τις δυναμικότερες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διάδοση των αρχαιοελληνικών ιδεωδών, με δυναμική συμμετοχή σε πολλούς πανελλήνιους Αγώνες.[1]Με βάση τους αρχαίους συγγραφείς και τον κατάλογο των αρχαίων Ολυμπιονικών, η Κέρκυρα ανέδειξε μεγάλους Ολυμπιονίκες. Ανάμεσά τους ήταν στο δρόμο του σταδίου οι: Αγάθαρχος, Αρχίλοχος και Παρμενίσκος. Στην κατηγορία των παίδων στο στάδιο τον Φίλωνα και στο αγώνισμα της πυγμής στην κατηγορία των ανδρών, ξεχώρισε ο Φίλων, γιος του Γλαύκου. [1] Κατερίνα Κάντα-Κίτσου, Οι Ολυμπιονίκες της Αρχαίας Κέρκυρας, στην εφημερίδα, Η Κέρκυρα Σήμερα. Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2004. [1]· Από το Βιβλίο Επισκεπτών της έκθεσης Ολυμπιακών Αγώνων, Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Η Έκθεση κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών, καταγράφοντας ορισμένοι στο βιβλίο επισκεπτών αυτό που αποκόμισαν από την παρουσία τους στην Έκθεση. Ένας από τους επισκέπτες ο Στέφανος-Ανδρέας Μιχαλόπουλος, αναφέρει με σθεναρό και εύγλωττο τρόπο τα ακόλουθα: «Όταν ένας άνθρωπος σαν τον Δάσκαλο Πακτίτη κάνει τόσα πράγματα, θα ήταν εύλογο να πει ότι έχει δίπλα του ‘πολύ κόσμο’ για να τον βοηθά. Έλα όμως που τα πράγματα δεν είναι έτσι! Για αυτό φίλε Κερκυραίε, επώνυμε ή ανώνυμε, στάσου μια στιγμή να σκεφτείς τι βοήθεια μπορείς να δώσεις. Όλα αυτά που γίνονται καθημερινά στην Κέρκυρα είναι ίσως τόσα πολλά, που δεν τα προλαβαίνεις, και όμως γίνονται από λίγα άτομα. Ένας από τους λίγους και αξιόλογους ο Δάσκαλος Πακτίτης, αξίζει συγχαρητήρια για την ακούραστη και ασταμάτητη δράση του. Θυμηθείτε! Και αυτός έχει τις δουλειές του και αυτός έχει οικογένεια. Γεια σας Κερκυραίοι που τουλάχιστον επισκεφθήκατε αυτή την παρουσίαση-έκθεση. Γεια σου Δάσκαλε!».[1]
Επίσης, ο ίδιος συμμετείχε με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, σε ομιλίες στην Πόλη της Κέρκυρας. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του Νίκου Πακτίτη και της Αναστασίας Δαβιδοπούλου, γραμματέας του Σωματείου στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα τον Ιωάννη Καποδίστρια, που διοργανώθηκε από το τμήμα Πολιτισμού και Ισότητας της Νομαρχίας Κέρκυρας το 2002, στο Μουσείο Σολωμού.[1] Άλλες ομιλίες του Νίκου Πακτίτη πραγματοποιήθηκαν στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Κέρκυρας, στο Παλαιό Φρούριο και στην Χριστιανική Ένωση Νεανίδων, με θέματα λαογραφικού περιεχομένου. Η τελευταία επίσημη ομιλία που πραγματοποιήθηκε από το Σωματείο ήταν αυτή της κ. Αναστασίας Δαβιδοπούλου τις 16 Ιουνίου 2010, στο τμήμα Αρχειονομίας-Βιβλιοθηκονομίας, στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος, «Διοίκηση και Οικονομία Πολιτιστικών Φορέων». Η ομιλία της κ. Δαβιδοπούλου αφορούσε τα Ήθη και Έθιμα στα Κοινωνικά Δρώμενα, με κεντρικούς άξονες την γέννηση, την βάπτιση, τον γάμο και τον θάνατο, όπου με την σειρά τους αποτελούν τον Κύκλο της Ζωής. Όσον αφορά τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία συμμετείχε το Σωματείο, αφορούσαν θέματα κυρίως συντηρήσεως ενός Μουσείου και των Εκθεμάτων του, όπως την συντήρηση του ξύλου, του υφάσματος, των μεταλλικών και κεραμικών αντικειμένων κ.α. Ένα από τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που Συμμετείχε το Σωματείο, ήταν το «Λαογραφικά Μουσεία και Συλλογές. Οργάνωση και Λειτουργία», που έλαβε μέρος στην Αθήνα τον Μάιο του 1985, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.[1]
Το Νοέμβριο του 2003, στα πλαίσια του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας με το Λαογραφικό Μουσείο Μέσης, σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Παξών και το αντίστοιχο Λαογραφικό Μουσείο Παξών, τον Εκπολιτιστικό Καλλιτεχνικό Αθλητικό Όμιλο Κέρκυρας, ‘Ο Λαοδάμας’ και το Επιμελητήριο Κέρκυρας, συμμετείχαν στο Ευρωπαϊκό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα με τίτλο, «Κοινωνία της Πληροφορίας»2000-2006, με σκοπό την καταγραφή, τεκμηρίωση και ανάδειξη του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού στο Νομό της Κέρκυρας. Παράλληλα το πρόγραμμα αυτό στόχευε, στην βελτίωση της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, παρέχοντας μια βάση δεδομένων με στόχους την διάθεση αξιόπιστης πληροφορίας που είναι απαραίτητη σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις για την άσκηση παραδοσιακών επαγγελμάτων καθώς και την συγκέντρωση πληροφορίας που είναι απαραίτητη για την προβολή της πολιτιστικής παράδοσης του Νομού.[2] Το έργο αυτό σχεδιάστηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει τους κατοίκους της Κέρκυρας, ενημερώνοντάς τους για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και την ιστορία του τόπου, τους απόδημους Κερκυραίους, οι οποίοι θα έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν για την πολιτιστική τους ταυτότητα καθώς και τους υποψήφιους επισκέπτες του Νησιού, οι οποίοι αναζητούν να μάθουν την ταυτότητα του, καθώς και τα ειδικά σημεία προβολής από τα οποία να ενημερωθούν για τις παραδόσεις. Οι δράσεις οι οποίες έλαβαν μέρος για την πραγμάτωση του προγράμματος αυτός ήταν οι ακόλουθες: Ο εντοπισμός πρωτογενούς υλικού(οικιακά σκεύη, προφορική παράδοση, ήθη και έθιμα), καταγραφή αντικειμένων λαογραφικών μουσείων και την ακόλουθη τεκμηρίωση και αναλυτική περιγραφή τους, καταγραφή προφορικού λόγου και βιντεοσκόπηση χώρων, φωτογράφηση παραδοσιακών κτιρίων υπαίθρου και καταγραφή και τεκμηρίωση παραδοσιακών στολών.
Εν συνεχεία μέσα από τις μεταφράσεις των κειμένων που προέκυψαν από την καταγραφή και τεκμηρίωση στα Αγγλικά και τα Γερμανικά, πραγματοποιήθηκε η ψηφιοποίηση της συλλεγμένης πληροφορίας, δημιουργώντας την ιστοσελίδα corfuculture.gr. Παράλληλα, το Σωματείο χρηματοδοτήθηκε για την αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού και ενισχύθηκε οικονομικά.[1] Έναν χρόνο αργότερα τον Οκτώβριο του 2004 με ανάλογο τρόπο, Η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, ο Δήμος Παλαιοκαστριτών, το Ίδρυμα Βουθρωτού και η Southern Albania Cultural Heritage Organization, συμμετείχαν στο έργο «Κέρκυρα και Νοτιοδυτική Αλβανία: Κοινός Πολιτιστικός Προορισμός». Στόχος του έργου ήταν να δημιουργηθεί ένα επιστημονικό υπόβαθρο, το οποίο θα αναδείκνυε τα Φρούρια της Βόρειας Κέρκυρας και της Νοτιοδυτικής Αλβανίας ως ενιαίο τουριστικό προορισμό, για επισκέπτες οι οποίοι ενδιαφέρονται για την πολιτιστική κληρονομιά των περιοχών αυτών.[1]
Τον Οκτώβριο του 1989, Η Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, εκδίδει το βιβλίο «Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια» έργο του Νίκου Πακτίτη, τυπωμένο με τον παραδοσιακό τρόπο και την πνευματική καλλιτεχνική επίβλεψη του Φίλιππα Βλάχου. Με την συλλογή αυτή παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελληνική Λαογραφία ολοκληρωμένο και μελετημένο το Κερκυραϊκό Δημοτικό Τραγούδι. Τον Αύγουστο του 1992, εκδίδεται και κυκλοφορεί δίγλωσσο φυλλάδιο αναφερόμενο στο Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας. Το 1992, εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο του Νίκου Πακτίτη, Το Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας: «Η Βυζαντινή και Μεταμεσαιωνική Κορυφώ». Σε αυτό αναφέρεται συνοπτικά η ιστορία του Παλαιού Φρουρίου από τον 7οαιώνα μέχρι σήμερα. Άλλες εκδόσεις του Σωματείου, αποτελούνται από τα συγγραφικά έργα του Γεώργιου Σουρτζίνου, μεταξύ άλλων το «Κέρκυρα, Ταξίδι στο Χρόνο», όπου ο τελευταίος ξεναγεί με τον δικό του τρόπο στο νησί της Κέρκυρας, παρουσιάζοντας τα μνημεία του τόπου μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια. Το δεύτερο συγγραφικό έργο με τίτλο «Τα Ρόπτρα της Κέρκυρας», που εκδόθηκε το 2011, όπου αντικατοπτρίζονται μέσα από τα ρόπτρα, στολίδια που τοποθετούνταν στις εξώπορτες, η κοινωνική θέση, ηοικονομική ευχέρεια, ακόμη και οι καλλιτεχνικές προτιμήσεις των παλιών Κερκυραίων. [1]
Μουσεία: Η Ίδρυση και η Λειτουργία τους.
Το Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας, εγκαινιάστηκε όπως αναφέρεται και παραπάνω, τον Αύγουστο του 1982 στο παραδοσιακό χωριό Σιναράδες 13 χλμ, από την πόλη της Κέρκυρας. Την ιδέα και την πρωτοβουλία την είχε ο Νίκος Πακτίτης όπου την περίοδο εκείνη συγκέντρωνε ιστορικά στοιχεία και λαογραφικό υλικό, με σκοπό την ίδρυση ενός λαογραφικού μουσείου. Η ιδέα αυτή υλοποιήθηκε στα πλαίσια της συγκρότησης ενός Σωματείου το 1978, με την ονομασία Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Μέσης Κέρκυρας. Η προσπάθεια για να συγκροτηθεί ένα Ιστορικολαογραφικό Μουσείο δεν ήταν εύκολη υπόθεση καθώς η συλλογή αντικειμένων λαογραφικού περιεχομένου υπήρξε χρονοβόρα και ορισμένες φορές πολυδάπανη.[2]Μεγάλο μέρος των αντικειμένων που εκτίθενται στο Μουσείο, συνετάχθησαν από τον ίδιο τον Νίκο Πακτίτη πηγαίνοντας σε πολλά χωριά της υπαίθρου, όπου απλόχερα οι κάτοικοι του δώριζαν παλαιά αντικείμενα τα οποία οι ίδιοι θεωρούσαν ότι δεν είχαν καμία χρηστική αξία και ορισμένες φορές περιγελούσαν τον κ. Πακτίτη και τον θεωρούσαν “τρελό”, από την στιγμή που σύμφωνα με τα λεγόμενα τους «συνέλεγε σκουπίδια».Ο κ. Δημήτριος Καππάδοχος, φιλόλογος-ιστορικός, Καθηγητής Ιστορίας Δικαίου στην Νομική Σχολή Αθηνών, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας και είπε χαρακτηριστικά: «Ο Νίκος Πακτίτης αποτέλεσε την “ψυχή” του Σωματείου καθώς ο ίδιος αφιερώθηκε στην βασική επιδίωξη του Σωματείου που ήταν η ίδρυση ενός Λαογραφικού Μουσείου, που αποτελεί “Κόσμημα” για την Κέρκυρα. Αρχικά για την ίδρυση του Μουσείου χρηματοδότηση δεν υπήρχε, για αυτό και το έργο παρουσίασε μια μικρή καθυστέρηση. Ο καθένας από τα ιδρυτικά μέλη αλλά και από συνδρομητές του Σωματείου, είχαν προσφέρει ένα μικρό χρηματικό πόσο. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μια χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου ο Νίκος κατόρθωσε να αγοράσει το κτίριο για να στεγασθεί το Μουσείο στο χωριό Σιναράδες. Όσον αφορά την συλλογή λαογραφικών αντικειμένων, ο ίδιος έκανε πολλά ταξίδια στο Βόρειο Συγκρότημα όπου συνέλεξε την Παπυρέλλα, όπου στεγάζεται σήμερα στο Μουσείο. Οι άνθρωποι στο ύπαιθρο πρόσφεραν απλόχερα την βοήθεια τους προσφέροντας ότι παλαιό αντικείμενο υπήρχε, καθώς η επαρχία δεν είχε μολυνθεί από το τουριστικό και υλιστικό πνεύμα. Ορισμένα αντικείμενα βέβαια όπως για παράδειγμα τα κεντήματα, τις ποδιές, τα παραχωρούσαν έναντι ενός ορισμένου χρηματικού ποσού. Ο Νίκος ήταν η “ψυχή” του Σωματείου. Ότι έκανε, το έκανε επειδή το ζούσε, δεν το έκανε επιφανειακά. Ήταν διατεθειμένος να ταξιδέψει και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Κέρκυρας για να βρει κάτι για το Μουσείο του».[1] · Από προφορική συνέντευξη του κ. Δημητρίου Καππαδόχου. Ιούλιος 2011. Όσον αφορά την στέγαση του Μουσείου, αρχικά στεγάζονταν στο ισόγειο μιας μονώροφης κατοικίας που βρίσκονταν σε κεντρικό σημείο τουχωριού, αλλά δεν εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό της ανάγκες του Μουσείου, καθώς δεν ήταν ευρύχωρο και παραδοσιακό. Οι συνθήκες γίνονται πιο ευνοϊκές όταν με μικρές χρηματοδοτήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού και με έσοδα του Σωματείου, με το 4758/18-3-85 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογραφείου Μέσης, αγοράστηκε ένα παραδοσιακό διώροφο σπίτι, στην τοποθεσία «Αϊ-Γιάννης» Σιναράδων, όπου έπειτα από μια σειρά πολλών επισκευών στεγάζει μέχρι και σήμερα το Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας.[1] [1] Από Αγοραπωλητήριο Συμβόλαιο υπ’ αριθμόν 4758/18-3-85, Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας.
τοποθετηθεί τα ανάλογα έπιπλα και σκεύη πήλινα, είδη πορσελάνης, χαλκωματένια, σιδερένια, εμαγιέ, ξύλινα και πέτρινα. Η συλλογή αυτή είναι αρκετά πλούσια, με σκεύη μαγειρικής, κανάτες, λεκάνες, φωτιστικά κ.α.[1] Εικόνα IX Το Σμερνοκόφινο. Εικόνα XI Παραδοσιακός Χειρόμυλος. Εικόνα X Παραδοσιακή Στρογγυλή Ζυγαριά. Εικόνα XIV Παραδοσιακή Κατσαρόλα. Εικόνα XVIII Ανέμη. Εικόνα XIX Ο Παραδοσιακός Αργαλειός. Εικόνα XXI Κλαδευτήρι. Εικόνα XX Σβάρνα. Εικόνα XVI Μαντήλι Λεχώνας. Αριστερά από την είσοδο του πρώτου ορόφου είναι η πόρτα που οδηγεί με εσωτερική σκάλα στο δεύτερο όροφο. Εκεί υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο υπάρχει η βιβλιοθήκη, το αρχείο παλιών εγγράφων σε κάδρα, πίνακες και φάκελους και επιπλέον ορισμένες μικρές συλλογές από κλειδιά και κλειδαριές. Ανεβαίνοντας δυο σκαλιά, υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα όπου υπάρχουν οι εξής λαογραφικές ενότητες: Κερκυραϊκές φορεσιές-χοροί και μουσικά όργανα, Γεωργικά εργαλεία, Χειρόμυλος και μουντζούρι, Φωτιστικά, Μέτρα-Σταθμά-Ζυγαριές, Εργαστήρι τσαγκαρικής, Κερκυραϊκά κεραμικά, Αλιευτική Συλλογή, Παιδική Γωνιά και Εργαλεία οικοτεχνίας και μαστορικής. Εικόνα XII Παιδική Πάνινη Κούκλα. Εικόνα XIII Αλογάκι.
Ιδιαίτερη εντύπωση από την αλιευτική συλλογή προξενεί η παπυρέλα, μια σχεδία από χόρτο, επηρεασμένη στην κατασκευή από τα αιγυπτιακά παπυρόπλοια. Οι παραπάνω συλλογές, εκτός από τα βιβλία και τα έγγραφα, σχηματίζουν πάνω από 200 είδη καταγραμμένα σε ειδικά βιβλία με αλφαβητική σειρά. Από αυτά τα δυο τρίτα σχεδόν προέρχονται από δωρεές ιδιωτών και εκκλησιών και τα υπόλοιπα έχουν αγοραστεί.[1]Οι περισσότεροι δωρητές κατάγονται από το χωριό Σιναράδες και από τα χωρία της Μέσης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: Αύγουστος Σορδίνας ιδρυτικό μέλος του Σωματείου και Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, η Θεοδώρα Λιντοβόη και η Μαρία Βασιλάκη από το χωρίο Σιναράδες, ο Ανδριώτης Ιωάννης από τον Άγιο Ματθαίο και πολλοί άλλοι. [2] Ολόκληρο το Μουσείο με την κατοικία που παρουσιάζεται στον πρώτο όροφο, με τις συλλογές του και το Ιστορικολαογραφικό Αρχείο, αντικατοπτρίζει την κεντρική περιοχή της υπαίθρου Κέρκυρας, η οποία είχε την ονομασία Μέση.Η περιοχή αυτή ήταν η πιο μεγάλη εδαφικά και πληθυσμιακά καθώς περιελάμβανε τους νοτιοδυτικούς πρόποδες του βουνού Παντοκράτορα και έφθανε μέχρι την λίμνη Κορισσίων. Οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια ελιάς, πατάτας, καλαμποκιού, σιταριού και λιναριού. Παράλληλα ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία, όπου ήταν ευρέως διαδεδομένη στο λιβάδι του Ρόπα. Η απασχόληση με την θάλασσα ήταν πολλή περιορισμένη. Με εξαίρεση τον αλιευτικό όρμο των Μπενιτσών στα ανατολικά, στα δυτικά η διαμόρφωση της παραλίας δεν ευνοούσε το ψάρεμα.
Εδώ, οι κάτοικοι χτυπούσαν τα ψάρια λαθραία με δυναμίτη και διέθεταν ψάθινες σχεδίες(παπυρέλες), που ψάρευαν στα ρηχά. Αισθητή είναι επίσης και ιδιαιτερότητα της ντόπιας αρχιτεκτονικής με τα χαρακτηριστικά πορτόνια με ανάγλυφα μάρμαρα και όμορφα σχέδια στην κλείδα. Τα τελευταία χρόνια όμως, έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στην εικόνα που παρουσιάζουν τα χωριά της περιοχής και στις ασχολίες των κατοίκων τους, εξαιτίας της ανάπτυξης του τουρισμού, όπου αποκέντρωσε τους κατοίκους από τα χωριά στις αστικές περιοχές με αποτέλεσμα η οικιστική, η πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση να γίνουν έρμαια του χρόνου.[1] Σκοπός επομένως της δημιουργίας του Ιστορικολαογραφικού Μουσείου είναι η συγκέντρωση, διαφύλαξη και προβολή των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής, αποβλέποντας στη διαφώτιση του λαού, προκειμένου να διαφυλάξει τα στοιχεία εκείνα του πολιτισμού του που δεν κλείνονται μέσα σε ένα Μουσείο. Τέτοια είναι τα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα του τόπου, τα ήθη και τα έθιμα, οι γιορτές και τα τραγούδια. Επιπλέον, το Μουσείο λειτουργώντας ως ένα αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο, υποβοηθά την έρευνα και την μελέτη του λαϊκού πολιτισμού της Κέρκυρας, κεντρίζοντας ταυτόχρονα το ενδιαφέρον κυρίως των νέων ατόμων για την δημιουργία καινούργιων συνθέσεων στα κεραμικά, τα κεντήματα, το πλεκτό, την ζωγραφική κ.α. Από τους νέους ερευνητές μάλιστα της περιοχής που επισκέφτηκαν το Μουσείο, αρκετοί έχουν μελετήσει τα εκθέματα και σε επόμενες επισκέψεις τους είχαν φέρει σκεύη, παλαιές εκδόσεις, λέξεις ιδιωματικές, παλιές φωτογραφίες και τραγούδια. Συγκεκριμένα, ένας φοιτητής από τον Άγιο Προκόπιο παρέδωσε ιστοριοδιφική μελέτη για το χωριό του και του απονεμήθηκε από το Σωματείο τιμητικά συμβολικό χρηματικό βραβείο. Μια νεαρή δασκάλα από τον Κάτω Γαρούνα παρέδωσε μια εύγλωττη περιγραφή της παραδοσιακής φορεσιάς του χωριού της. Μια ομάδα φοιτητών από τους Σιναράδες κατέγραψε τα πορτόνια και τις κατωγόπορτες του χωριού τους.[1] Το Μουσείο έχουν επισκεφτεί πολλοί Κερκυραίοι, οι αρχές του Νησιού, σχολεία, καθηγητές του Ιονίου Πανεπιστημίου, τουρίστες από άλλα μέρη της Ελλάδας και το εξωτερικό, καθώς και ειδικοί επιστήμονες(λαογράφοι, ερευνητές και αρχαιολόγοι). Μεταξύ των επισκεπτών υπήρξαν και καθηγητές Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών πανεπιστημίων. Διαβάζοντας το βιβλίο επισκεπτών του Μουσείου, συνειδητοποίησα ότι αποτέλεσε και αποτελεί ένα χώρο πνευματικής ηδονής, οδηγώντας τον επισκέπτη σ’ ένα ταξίδι σε μια εποχή, όπου τα ήθη και έθιμα της Παλαιάς Κέρκυρας συνεχίζουν και αναβιώνουν με άσβεστη ζωντάνια.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται: «Η αγάπη μου για τον γενέθλιο τόπο του και τον λαό του ώθησε τον Νίκο Πακτίτη στην αξιέπαινη ίδρυση του Μουσείου. Αν ο κάθε δάσκαλος του κάθε χωριού είχε αισθανθεί τον ίδιο έμπρακτο ζήλο του συναδέλφου του, ο παραχωρημένος λαϊκός πολιτισμός της Κέρκυρας θα ήταν πανταχού παρών. Νίκο, σου σφίγγω το χέρι», Γεράσιμος Χυτήρης, 23/07/1991.[1] «Τα θερμά μου συγχαρητήρια για την προσπάθεια κάποιου ανθρώπου που αγαπά, αγωνίζεται και θυσιάζεται να σώσει και να διατηρήσει, ότι είναι δυνατό και αντιπροσωπευτικό από την Παραδοσιακή Ιστορική κληρονομιά της Κέρκυρας. Υπογράφοντας, υπόσχομαι πως θα έχει την στήριξή μου σε ότι χρειάζεται», Ρούλα Μαυρίδου-Μικάλεφ, 13/08/1991. «Η πόρτα του Μουσείου… μια πόρτα του χρόνου που σε μεταφέρει αναμφισβήτητα, πολλά χρόνια πίσω! Αν και τι άλλο, ενδιαφέρον για το παιδί της πόλης, τον κάθε ‘πρωτευουσιάνο’, να γνωρίζει την παράδοση. Ο αέρας στο Μουσείο μυρίζει Ελλάδα, μυρίζει Κέρκυρα, αποπνέει πολιτισμό. Όλα τα σημεία αυτά που μαρτυρούν τις στιγμές της καθημερινής ζωής των σπουδαίων γεγονότων όπως ο γάμος. Η κρεβατοκάμαρα, αυτή η απλή αλλά αγνή κουζίνα, τα άλλα δωμάτια, δεν αποτελούν απλώς το εσωτερικό, το περιεχόμενο τεσσάρων τοίχων. Κάθε μέρα εδώ αποτελεί σύμπλεγμα παράδοσης και ιστορίας. Σίγουρα, θέλει αρκετό καιρό και ακόμα περισσότερη σκέψη για να καταλάβεις τι σημασία είχαν αυτά που είδες! Αμέσως όμως καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να είσαι Κερκυραίος ή ακόμη γενικότερα να είσαι Έλληνας! Κάπου εδώ, θα ήθελα να σταματήσω, αλλά αυτό δεν γίνεται δίχως να εκφράσω έναν μεγάλο θαυμασμό για τον κύριο Νίκο Πακτίτη, ο οποίος αποτελεί άξιο πατέρα του κτίσματος, του Μουσείο μυρίζει Ελλάδα, μυρίζει Κέρκυρα, αποπνέει πολιτισμό. Όλα τα σημεία αυτά που μαρτυρούν τις στιγμές της καθημερινής ζωής των σπουδαίων γεγονότων όπως ο γάμος. Η κρεβατοκάμαρα, αυτή η απλή αλλά αγνή κουζίνα, τα άλλα δωμάτια, δεν αποτελούν απλώς το εσωτερικό, το περιεχόμενο τεσσάρων τοίχων. Κάθε μέρα εδώ αποτελεί σύμπλεγμα παράδοσης και ιστορίας. Σίγουρα, θέλει αρκετό καιρό και ακόμα περισσότερη σκέψη για να καταλάβεις τι σημασία είχαν αυτά που είδες! Αμέσως όμως καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να είσαι Κερκυραίος ή ακόμη γενικότερα να είσαι Έλληνας! Κάπου εδώ, θα ήθελα να σταματήσω, αλλά αυτό δεν γίνεται δίχως να εκφράσω έναν μεγάλο θαυμασμό για τον κύριο Νίκο Πακτίτη, ο οποίος αποτελεί άξιο πατέρα του κτίσματος, του δημιουργήματος! Και μόνο η σκέψη ότι η προσπάθεια αυτή θα εμπλουτιστεί και συνεχιστεί, αποπνέει ευχαρίστηση! Νίκο, σε ευχαριστώ για τις εντυπώσεις που μου χάρισες! Με εκτίμηση, Στράτος Γεωργακαράμος 12/07/1992. Εικόνα IVΟικογένεια Κερκυραίων Χωρικών. Από Προσωπικό Αρχείο.
Αργότερα το αγόρασαν από το Ελληνικό Δημόσιο και σε αυτό εργαζόταν μέχρι το 1988, ο Ευάγγελος Αποστολίδης, ένας από τους καλύτερους παραδοσιακούς κεραμιστές της εποχής. [1] Ο Νίκος Πακτίτης κατοικώντας στην Γαρίτσα από το 1973, γνώρισε το μεγάλο αυτό κεραμίστα και επισκέπτονταν συχνά το αγγειοπλαστείο του, και συγκεντρώνοντας πληροφορίες από αυτόν και από άλλους κατοίκους της Γαρίτσας που είχαν εργαστεί σε αγγειοπλαστεία, αποφάσισε ο ίδιος να ασχοληθεί με την έρευνα γύρω από την εντόπια κεραμική. Εξάλλου, όπως και ο ίδιος τόνισε «Η συστηματική έρευνά μου στην μεγάλη αποθήκη της Η΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων με βοήθησε ώστε να φθάσω σε όσο τον δυνατόν πιο σωστά συμπεράσματα σχετικά με την βυζαντινή και νεότερη κεραμική».[2] Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες του, προς τις Γενικές Αρχές του Νησιού για να στεγασθεί το Μουσείο Κεραμικής στο άνωθεν κτίριο που μόλις αναφέραμε απέβησαν άκαρπες. Η συλλογή κεραμικών και αρχείων που είχε συλλέξει για το σκοπό αυτό στεγάζονταν μέχρι να δοθεί μια λύση στο σπίτι του κ. Νίκου Πακτίτη στους Σιναράδες στην περιοχή Καμαρίτικα. Το όνειρο “στεγάστηκε”, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής, το 1998 δέκα χρόνια αργότερα στο Νέο Φρούριο, έπειτα από συμφωνία που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του Δήμου Κερκυραίων με εκπρόσωπο των τέως Δήμαρχο Χρύσανθο Σαρλή και τον Πρόεδρο της Ιστορικολαογραφικής EταρειαςΚέρκυρας, Νίκο Πακτίτη.· Παραχωρώντας ο Δήμος Κερκυραίων τρεις αίθουσες από το κτίριο των Αγγλικών Στρατώνων στο Νέο Φρούριο, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Μουσείου της 16 Αυγούστου το 1999[1] Αρχείο Εξερχόμενων Εγγράφων. Τεχνική Έκθεση-Πρόταση. Για την δημιουργία Μουσείου Κερκυραϊκής Κεραμικής. Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. [2] Βιβή Τρύφωνα, Μουσείο Κεραμικής στο Νέο Φρούριο. Εφημερίδα, Η καθημερινή, Τετάρτη 18 Αυγούστου 1999. Ο τέως δήμαρχος Κερκυραίων Χρύσανθος Σαρλής, στην ομιλία του κατά την διάρκεια της τελετής των εγκαινίων όπως αυτή αναφέρεται στην εφημερίδα Καθημερινή, που κυκλοφόρησε την Τετάρτη 18 Αυγούστου το 1999 σε άρθρο της δημοσιογράφου Βιβής Τρύφωνα, είπε χαρακτηριστικά: «Η αποδοχή της πρότασης για την στέγαση της συλλογής στο Νέο Φρούριο, εντάσσεται στην προσπάθεια που κάνει ο Δήμος για την ανάδειξη του Νέου Φρουρίου και την προσέλκυση των επισκεπτών σε αυτό το μνημείο. Εδώ και πέντε χρόνια, κάνουμε προσπάθεια να ανοίξουμε την κεντρική πύλη του Νέου Φρουρίου, προκειμένου να αξιοποιηθεί καλύτερα το μνημείο, αλλά προσκρούουμε σε δυσκολίες που οφείλονται στο γεγονός ότι υπάρχει παραχώρηση του Φρουρίου στο Αρχηγείο του Ναυτικού, για την στέγαση του Ναυτικού Σταθμού. Οι προσπάθειες δεν εγκαταλείφτηκαν, αντίθετα υπάρχει πρόθεση να κατασκευαστεί μηχανοκίνητη άνοδος στο μνημείο ώστε να γίνει προσιτό ακόμη και στους μη δυνάμενους και τους πλέον ηλικιωμένους». [1] Η συλλογή του Μουσείου Κεραμικής περιλαμβάνει 180 τεμάχια αγγειοπλαστικής και οικοδομικής Κεραμικής, χρονολογούμενα από το 17οο έως το 1853. Εκτός αυτών υπάρχουν, τριάντα φωτογραφίες κεραμικών Νεολιθικής μέχρι Βυζαντινής εποχής από το Αρχαιολογικό Μουσείο και την αποθήκη του που αναδεικνύουν την εξέλιξη της Κερκυραϊκής Κεραμικής. Δύο σκαριφήματα από Γαρίτσα και Μαντούκι, όπου σημειώνονται τα άλλοτε λειτουργούντα αγγειοπλαστεία. Έγγραφα σχετικά με την παραγωγή και εμπορία των κεραμικών από το 1545 έως το 1853.Τα αγγειοπλαστεία, στην εποχή της ανάπτυξή τους, κατασκεύαζαν πλήθος αγγείων, που κάλυπταν όλο το φάσμα των καθημερινών αναγκών. Αυτά ήταν κανάτες νερού και κρασιού, πιάτα, μικρές πιατέλες και μεγάλες, για την αποξήρανση της ντομάτας, λεκάνες διαφόρων μεγεθών, κατσαρόλες μικρές χωρίς χέρια, σουπιέρες, φρουτιέρες. Ακόμη, κυλινδρικά δοχεία με σκέπασμα σε διάφορα μεγέθη, για ελιές, τυρί, ντομάτα, αλάτι, ζάχαρη και καφέ. Μικρά πιθάρια για λάδι και για νερό, γνωστά ως καπατσόνια.Ξέστες(μεγάλα δοχεία για λάδι) και μπότηδες(δοχεία νερού), λιβανιστήρια μέχρι και κολυμβήθρες. Η ίδρυση του, αποτέλεσε σημαντικό πολιτιστικό επίτευγμα για την Πόλη της Κέρκυρας καθώς είναι το δεύτερο μουσείο Νεότερης Κεραμικής που υπάρχει στην Ελλάδα μετά την Αθήνα. Η συλλογή εμπλουτίστηκε και με άλλα αγγεία, με πήλινα παιχνίδια και με παλαιά έγγραφα, ώστε να είναι ένα πλήρες Μουσείο με την βιβλιοθήκη του.[1] Το Μουσείο έχουν επισκεφθεί σχολεία, φοιτητές του Ιονίου Πανεπιστημίου αλλά και πολλοί ερευνητές από όλη την Ελλάδα. Για την ενημέρωση και την διαφήμιση του Νέου Φρουρίου και του Μουσείου Κεραμικής, ο Νίκος Πακτίτης συνέγραψε το βιβλίο «Η Κερκυραϊκή Παραδοσιακή Κεραμική και το Μουσείο της» από τις εκδόσεις της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας το 2003. Εικόνα V Γυναίκες από χωριό της Μέσης Κέρκυρας. Από Αρχείο Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας. Επίλογος-Συμπεράσματα. Κάνοντας ένα ταξίδι στο παρελθόν, είδαμε την ίδρυση και την δράση ενός Σωματείου όπου εδώ και 33 χρόνια στο νησί της Κέρκυρας προσπαθεί να προστατεύσει και να διαδώσει τον Λαϊκό της Πολιτισμό, με ακλόνητη ζωντάνια. Παρόλα αυτά όμως δεν παύει να αντιμετωπίζει και προβλήματα οικονομικής κυρίως φύσεως. Η Οικονομική Κρίση, η οποία μαστίζει στις μέρες μας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και την λειτουργία των δυο Μουσείων του Σωματείου. Δηλαδή, του Ιστορικολαογραφικού Μουσείου στους Σιναράδες και του Μουσείου Κεραμικής στο Νέο Φρούριο. Με βάση τα πρακτικά της Γενικής Συνελεύσεως του Σωματείου που πραγματοποιήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου το 2011, υπάρχουν πολλά ακανθώδη και δισεπίλυτα προβλήματα που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη των Μουσείων. Αρχικά στο Ιστορικολαογραφικό Μουσείο Μέσης Κέρκυρας στους Σιναράδες, τα έσοδα του Μουσείου προέρχονταν αποκλειστικά από τα εισιτήρια των επισκεπτών κατά την διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Χρηματοδότηση δεν υπάρχει ούτε από τους τοπικούς φορείς ή τους ιδιώτες, ούτε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Τα έσοδα επομένως είναι πενιχρά καθώς λόγω της μείωσης του Τουρισμού στο Νησί τα τελευταία χρόνια, τα συμβεβλημένα τουριστικά γραφεία, που έρχονταν με γκρουπ 200 περίπου ατόμων, ακύρωσαν την εκδρομή στο Νότιο Συγκρότημα της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα η κίνηση του Μουσείου να μειωθεί γύρω στο 80%.[1]Επομένως, τα έξοδα για την συντήρηση του κτιρίου και των συλλογών, δεν συμβαδίζουν με τα έσοδα του Μουσείου, το οποίο χρήζει άμεσων επισκευών. Εν συνεχεία, το Μουσείο Κεραμικής στο Νέο Φρούριο, τα τελευταία τρία χρόνια παραμένει κλειστό καθώς δεν υπάρχει χρηματοδότηση, αφενός για τον μισθό και τα ένσημα του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για το άνοιγμα του Μουσείου, αφετέρου λόγω της αψιμαχίας που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του Δήμου Κέρκυρας και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ο μεν Δήμος Κέρκυρας, θεωρεί ότι το Μουσείο πρέπει να παραμείνει στο Νέο Φρούριο όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα, ενώ η δε Αρχαιολογική Υπηρεσία, θεωρεί ότι έπεται η στέγαση του, στο Παλαιό Φρούριο, όπου υπάρχουν εκθέματα ανάλογου περιεχομένου. Η έλλειψη συνεργασίας και ομαδικού πνεύματος έχει θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τα εκθέματα, καθώς οι συνθήκες θερμοκρασίας και το επίπεδο της υγρασίας δεν θεωρείται κατάλληλο για την έκθεση των κεραμικών και ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει η ανάλογη φροντίδα και συντήρηση, εφόσον παραμένει κλειστό. Πολλά εκθέματα έχουν φθαρεί και έγγραφα έχουν καταστραφεί. Τα Μουσεία κεντρίζουν το ενδιαφέρον των τουριστών και σκιαγραφούν το ανώτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο ενός τόπου. Προβάλλεται ο πολιτισμός μας και αυξάνεται ο αριθμός των ξένων επισκεπτών, Ελλήνων και αλλοδαπών. Παρόλο που η περίοδος την οποία διανύουμε είναι δυσχερή, χρειάζεται άμεση δραστηριοποίηση και αφύπνιση όχι μόνο από τα μέλη του Σωματείου, αλλά και από την τοπική κοινωνία της Κέρκυρας, ώστε να συνεχίσει να υπάρχει η Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας και τα Μουσεία της που με τόσο αγώνα, κόπο και θυσίες ο κ. Νίκος Πακτίτης και τα ιδρυτικά μέλη είχαν συστήσει. Στην πολιτιστική μας ταυτότητα στηριζόμαστε για να οικοδομήσουμε την δυναμική του παρόντος και του μέλλοντος. Η παράδοση δεν λειτουργεί ως αντικείμενο κακόγουστης αναπαραγωγής προτύπων αλλά και εσωτερική ανάγκη. Ευχαριστίες. Κλείνοντας την εργασία μου, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους Καθηγητές του Τμήματος Ιστορίας, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο που μου έδωσαν την δυνατότητα να συνεργαστώ με την Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, ερχόμενη για πρώτη φορά σε επαφή με την έρευνα και την γνωριμία με ανθρώπους του πνεύματος και της καλαισθησίας. Εν συνεχεία, θα ήθελα να αναφερθώ στα άτομα που απλόχερα και χωρίς ενδοιασμούς μου εξέφρασαν μέσω προφορικών συνεντεύξεων την εμπειρία τους που προσκόμισαν μέσα από την δράση και την δραστηριότητα του Σωματείου. Ιδιαίτερα: Τον Νίκο Πακτίτη, ο αγαπητός Δάσκαλος της Κέρκυρας, ο οποίος με την ερευνητική του δραστηριότητα και τον πολυπράγμονα χαρακτήρα του, προκάλεσε τον θαυμασμό και την αγάπη Κερκυραίων και μη. Την κ. Αναστασία Δαβιδοπούλου, γραμματέας της Ιστορικολαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας, η οποία με καθοδήγησε και με στήριξε για την συγγραφή της συγκεκριμένης έρευνας, διευκολύνοντας την πρόσβασή μου στα αρχεία και την βιβλιοθήκη του Σωματείου. Τον κ. Δημήτριο Καππάδοχο, καθηγητή Νομικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος με βοήθησε ιδιαίτερα παραχωρώντας μου βιβλία και έγγραφα σχετικά με την δράση του Σωματείου. Τον κ. Μιχάλη Πακτίτη, εκπαιδευτικό και πρώην μέλος του διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, δίνοντας μου με την ζωντάνια και την συγκίνηση του ‘παλιού μαθητή’, την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του αγαπημένου του Δασκάλου Νίκου Πακτίτη. Τέλος, τους κατοίκους του χωριού Σιναράδων, οι οποίοι απλόχερα μου πρόσφεραν την βοήθεια τους και συγκεκριμένα: Θεοδώρα(Λόλα) Γραμμένου, Σπύρος Βασιλάκης, Ευγενία Βασιλάκη, Ελένη(Νίτσα) Γραμμένου και Όλγα Δουκάκη. Βιβλιογραφία. Από Αρχείο Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας.
Από Εφημερίδες και Περιοδικά
Έργα συγγραφέων Βαρβούνης Μ.Γ, Συμβολή στη μεθοδολογία της επιτόπιας λαογραφικής έρευνας, εκ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1994 Δημητρίου Χρ. Καπαδόχου, Αφιέρωμα στην Ιστορία της Κέρκυρας, Ημερολόγιο του 2002. Αθήνα, 2001. Δρ Ιωάννης Φυκάρης, Τοπική Ιστορία: Σημασία, Δυνατότητες και Προοπτικές, Κατερίνη 2003. Κυριακίδου- Νέστορος Α, Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Δ΄ Έκδοση, 1997. Κυριακίδου- Νέστορος Α, Λαογραφία: Η Ουσία και η Μέθοδος, στο Λαογραφικά Μελετήματα, εκ. Ολκός, 1975. Νίκος Πακτίτης, Κέρκυρα η Νύφη του Ιονίου, Κέρκυρα 1960. Νίκος Πακτίτης, Η Κερκυραϊκή Παραδοσιακή Κεραμική και το Μουσείο της. Ιστορικολαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας, Κέρκυρα 2003. Χαράλαμπος Τσέκερης, Εισαγωγή στην Κοινωνική Έρευνα ΙΙ, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειον Πανεπιστήμιον, Αθήνα 2008.
Laburthe – Torla, Warnier, Εθνολογία – Ανθρωπολογία, εκδόσεις Κριτική, Α΄ έκδοση 1993, Αθήνα, 2003.
|