Ιστορία
Η μετανάστευση από το Λυκούρσι στην Κέρκυρα
Το Λυκούρσι ή Λυκούριζα στα Βλάχικα αποτελεί ένα άγνωστο μέρος της ιστορίας της Ελληνικής επανάστασης κατά των Τούρκων. Οι Αρβανιτόβλαχοι κάτοικοι του Λυκουρσίου το 1878 επαναστάτησαν κατά του Τούρκικου ζυγού με σθένος και κατατροπώθηκαν από τον πολυάριθμο Τούρκικο στρατό.
Το Λυκούρσι καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοι του διασκορπίζονται, οι μεν ελληνόφωνες οικογένειες μεταφέρονται και εγκαθίστανται στην Θεσπρωτία στον σημερινό Μεσοπόταμο, οι δε βλαχόφωνες οικογένειες μεταφέρονται και εγκαθίστανται οι περισσότερες στην γειτονική Κέρκυρα στη περιοχή της Γαρίτσας (οικ.Μπάσιου, Σκούπερα, Γκέγκα, Νάνη, Κολέμπα, Δεμίρη, Μπουντάση, Νάτσα, Σιούζου, Νίτσα, Κούρου κ.α.) και λίγες οικογένειες επέστρεψαν ρακένδυτες στο Κεφαλόβρυσο. Οι επαναστάτες καπεταναίοι Βλάχοι οδηγήθηκαν στο κάστρο των Ιωαννίνων αλυσοδεμένοι όπου και θανατώθηκαν.
Κατά τα τέλη του 1877 διεξήχθησαν επαφές εκπροσώπων ελληνικών εθνικών εταιρειών με διάφορους Αλβανούς στρατιωτικούς και οπλαρχηγούς με σκοπό την διεξαγωγή κοινού απελευθερωτικού αγώνα. Οι κυριότερες διαπραγματεύσεις που έγιναν στην Κέρκυρα (αποδείχτηκαν άκαρπες)Ένας από τους πυρήνες των επαναστατών συγκεντρώθηκε το 1878 στο κάστρο του Λυκουρσίου, 2 χλμ έξω από την πόλη των Αγίων Σαράντα, που τότε δεν ήταν τίποτα άλλα από ένα λιμάνι, πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Χαονίας Αγχιασμός. Στους επαναστάτες του Λυκουρσίου που προέρχονταν κυρίως από τη Χειμάρρα το Βούρκο και άλλες περιοχές της Ηπείρου, είχε ενταχθεί και τάγμα εθελοντών από την Κέρκυρα, στην πλειοψηφία τους Ηπειρώτες που είχαν δραπετεύσει στην Κέρκυρα για να γλυτώσουν τις διώξεις των Οθωμανών.
Και οι δύο ελληνικοί στρατοί επανενώθηκαν και τοποθετήθηκαν στο κάστρο του Λυκούρσι, το οποίο οι αλβανικές δυνάμεις θα πολιορκούσαν. Οι ελληνικές δυνάμεις σχεδίαζαν αρχικά μια απόδραση από τη θάλασσα, ωστόσο το σχέδιο αυτό ναυάγησε όταν ένα οθωμανικό πολεμικό πλοίο άρχισε να περιπολεί τα νερά γύρω από το κανάλι της Κέρκυρας. Στις 28 Φεβρουαρίου 1878, οι Αλβανοί ηγήθηκαν μιας τελευταίας επίθεσης, διασπώντας την άμυνα του κάστρου του Λεκούρσι και προκαλώντας βαριές απώλειες στις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες υποχώρησαν στις ακτές του Λεκούρσι και απέπλευσαν.
Τα πλήρη διαδραματισμένα της εποχής περιγράφονται από την Κερκυραϊκή εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ»
Το 1878, μετά τη συμμετοχή τους στο τότε επαναστατικό κίνημα, ένας σημαντικός αριθμός Αρβανιτόβλαχων κατέφυγε στην Κέρκυρα, αλλά και τη Λευκάδα, τόσο από το ίδιο το Κεφαλόβρυσο ή Μετζιτιέ όσο και από το χειμαδιό που είχαν στο Λυκούρσι των Αγίων Σαράντα. Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, στη σημερινή συνοικία της Γαρίτσας. Το 1889 ο G. Weigand αναφέρει πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Γαρίτσας αριθμούσαν γύρω στις 2.000 ψυχές. Αν και εκ των πραγμάτων στην Κέρκυρα έπαψαν να είναι νομαδοκτηνοτρόφοι και πολύ γρήγορα απώλεσαν τη βλάχικη γλώσσα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κέρκυρας διατήρησαν τη μνήμη της βλάχικης καταγωγής τους όπως και το διαφορετικό ενδυματολογικό τους τύπο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η φορεσιά της Γαρίτσας πήρε το όνομά της από το ομώνυμο προάστιο της Κέρκυρας, τη Γαρίτσα. Κυριότερος οικισμός ήταν η Γαρίτσα που κατά την παράδοση εκεί πήρε την ονομασία αυτή από την οικογένεια Γκορίτσα. Όμως παρά το γεγονός αυτό, δεν αποτελεί κερκυραϊκή φορεσιά αλλά προέρχεται από την περιοχή της Ηπείρου[1] και εμφανίστηκε στη Γαρίτσα όταν μετανάστευσαν στην Κέρκυρα κάτοικοι από το Λυκούρσι, ένα χωριό κοντά στους Αγίους Σαράντα.
Η φορεσιά αποτελείται από το πουκάμισο, τα μανίκια, τη τραχηλιά και το σιγκούνι. Το πουκάμισο διαθέτει χρωματιστά κεντήματα στον ποδόγυρο. Το σιγκούνι είναι μάλλινο ύφασμα κεντημένο με κορδόνι και είναι μακρύ μέχρι τα γόνατα και αμάνικο. Πάνω από το σιγκούνι φορούσαν το πισιλί ή πεσελί, από ίδιο ύφασμα με κεντήματα και στη συνέχεια ένα μικρό γιλέκι χωρίς μανίκια. Στη φορεσιά υπάρχουν ακόμη μια κόκκινη υφαντή ζώνη που δένει με πόρπη, το λεγόμενο τσουπράκι και μια κόκκινη υφαντή ποδιά με πολύχρωμα κεντήματα. Στα πόδια φορούσαν τα τσουράπια που είναι πλεκτές μάλλινες κάλτσες και για υποδήματα χρησιμοποιούσαν τσαρούχια με μαύρες φούντες.[1]
Στο κεφάλι τοποθετούσαν το τσουπάρι, ένα κόκκινο φέσι [1] που έχει μπροστά ραμμένη κορώνα. Γύρω από αυτό τυλίγουν τα μαλλιά και πίσω πέφτει η τσιτσερώνια, ένα κόκκινο μακρύ μεταξωτό μαντήλι. Τέλος, δένουν ένα μαύρο μαντήλι που συγκρατεί τον κεφαλόδεσμο.
Όσον αφορά το στολισμό της φορεσιάς της Γαρίτσας, αυτός ήταν πλούσιος και περιλάμβανε διάφορων ειδών ασημικά. Στο στήθος τοποθετούνταν διπλά αλυσιδωτά κοσμήματα (τα κιουστέκια). Παρόμοιες αλυσίδες τοποθετούνταν και στη μέση ενώ τη διακόσμηση του στήθους συμπλήρωναν οι πόρπες.[1]
Η Ήπειρος ήταν μέρος μιας επανάσταση του 1878 στην σειράς ελληνικών εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Η αποτυχία του κινήματος οφείλεται κυρίως στη απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να υποστηρίξει ενεργά την επανάσταση
Αρ. XIX. ΤΙΤΛΟΣ. Πράξη του Κοινοβουλίου που θεσπίζει τον Ποινικό Νόμο για τα Εγκλήματα της Πειρατείας στα Ιόνια Νησιά.
Μέχρι και την επανάσταση για την ανεξαρτησίααπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δημιουργία τουελληνικού κράτους, κύριοι πρωταγωνιστές δεν είναι τα ευρωπαϊκά βασίλεια, αλλά οι πειρατές και οι κουρσάροι. Έλληνες, Βενετοί, Οθωμανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, καιΒέρβεροι κάνουν ρεσάλτα σε εμπορικά πλοία, ενώ σπέρνουν τον τρόμο στις ακτές. Δουλεύουν για τον εαυτό τουςή για κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, λεηλατώντας ό,τι βρουν στο διάβα τους από την Μπαρμπαριά ως τις Κυκλάδες, αρπάζοντας ανθρώπους για σκλάβους.
Το πρόβλημα των πειρατών διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό που ώθησε ακόμα και την κοινότητα της Κέρκυρας να διαμαρτυρηθεί στη Βενετία υποβάλλοντας αντίστοιχη αίτηση παραπόνων. Οι Κερκυραίοι ανέφεραν ότι Οθωμανοί πειρατές δρούσανε στα στενά της Κέρκυρας και έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Αιχμαλώτιζαν και λήστευαν τα καράβια τους με ευκολία επειδή δεν υπήρχε καμία βενετική γαλέρα να τους υπερασπιστεί. Τόνιζαν επιπλέον ότι έπρεπε να ενισχυθεί η χερσαία αμυντική γραμμή στην ύπαιθρο ιδιαίτερα κατά την περίοδο της συγκομιδής γιατί τότε κορυφώνονταν οι ληστρικές αποβάσεις των πειρατών
Ποινικός Νόμο για τα Εγκλήματα της Πειρατείας στα Ιόνια Νησιά.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ. Η πειρατεία, αυτό το κακόβουλο επάγγελμα, το οποίο ορισμένοι άδικοι άνθρωποι στην ιδιαίτερη εξουσία τους ασπάζονται για να θηρεύουν αθώους εμπόρους, είτε στην Ανοιχτή Θάλασσα, είτε λιμάνια, στόλους, κανάλια και αλλού, ήταν πάντα η διαρκής ανησυχία σε όλες τις εποχές, και από όλες τις κυβερνήσεις, να χρησιμοποιούν τα ισχυρότερα μέσα για την επιβολή της.
«Άνθρωποι στην ιδιαίτερη εξουσία τους ασπάζονται ..»Εμφανέστατα φαίνεται ότι οι πειρατές είχαν στήριξη από άτομα της Εξουσίας
Αυτή η κυβέρνηση έχει ως κύριο στόχο να απαγορεύσει αυτούς τους κοινούς εχθρούς, αφού χωρίς την ελευθερία των θαλασσών που τις περιβάλλουν, δεν θα μπορούσαν να έχουν ασφαλείς διαδρομές μέσω των οποίων επικοινωνούν μεταξύ τους. Και είναι ιδιαίτερα αφοσιωμένη στην προστασία από κινδύνους των ναυτικών αυτών των νησιών που έχουν αφιερωθεί στη ναυσιπλοΐα, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους. Συνεπώς, με στόχο τη διατήρηση της ακίνδυνης εμπορικής και ναυσιπλοΐας αυτών των Πολιτειών, θεσπίζεται με το παρόν, με την εξουσία της Αυτού Υψηλότητας του Προέδρου και της Εξοχότατης Γερουσίας, με τη συμβουλή και τη σύμφωνη γνώμη της Ευγενέστατης Λαϊκής Συνέλευσης των Ηνωμένων Πολιτειών των Νήσων σε αυτή τη Δεύτερη Συνάντηση του Δεύτερου Κοινοβουλίου, και με την έγκριση της Αυτού Εξοχότητας του Ύπατου Αρμοστή του ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ Προστάτη, καθιερώνεται και διατάσσεται ως εξής:
Άρθρο 1. Όσοι από τους Ιόνιους υπηκόους, χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή με κατάχρηση αυτής, με οπλισμένα πλοία ή βάρκες, ή στην ανοιχτή θάλασσα ή σε λιμάνια, λιμάνια, κανάλια ή στις ακτές, επιτίθενται σε άλλο πλοίο οποιουδήποτε έθνους χρησιμοποιώντας όπλα, απειλές, ξυλοδαρμό ή τραυματισμό ανθρώπων, πεπεισμένοι ότι το κάνουν, θα πρέπει να υποστούν την ποινή των εσχάτων βασανιστηρίων.
Οι επιθέσεις των πειρατών δεν γίνονταν μόνο σε πλοία στη θάλασσα αλλά «…βάρκες, ή στην ανοιχτή θάλασσα ή σε λιμάνια, λιμάνια, κανάλια ή στις ακτές, επιτίθενται σε άλλο πλοίο οποιουδήποτε έθνους χρησιμοποιώντας όπλα, απειλές, ξυλοδαρμό ή τραυματισμό ανθρώπων, πεπεισμένοι ότι το κάνουν, θα πρέπει να υποστούν την ποινή των εσχάτων βασανιστηρίων.»
Επιπλέον, όλη η περιουσία τους θα δημευθεί προς όφελος του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός από το νόμιμο μερίδιο των παιδιών τους, την αφαίρεση των προικών και τυχόν χρέη που ενδέχεται να γνωστοποιηθούν.
Άρθρο 2. Ομοίως, όλοι οι ξένοι που, χωρίς νόμιμη άδεια ή με κατάχρηση αυτής, ενώ ταξιδεύουν στις θάλασσες με πλοία ή οπλισμένες λέμβους, ή στην ανοιχτή θάλασσα, ή σε λιμάνια, τέρματα, κανάλια ή στις ακτές, επιτίθενται σε πλοία χρησιμοποιώντας βία ή απειλούν ή συχνά οδηγούν ανθρώπους, συλλαμβάνονται και πείθονται ότι είναι και εχθροί και εχθροί, τιμωρούνται με την απόλυτη ποινή.
«Οι αλλοδαποί που καταλαμβάνουν ή λεηλατούν πλοία αγκυροβολημένα, ενώ τα πληρώματά τους βρίσκονται στην ξηρά ή έχουν αποσπαστεί με άλλο τρόπο, θα υπόκεινται επίσης στην ίδια ποινή. »
Άρθρο 3. Όσοι παρέχουν οποιαδήποτε βοήθεια στους ίδιους τους Πειρατές, είτε με τα πλοία τους, είτε δανείζοντας οικειοθελώς τις βάρκες τους, είτε εγκαταλείποντάς τες σε απομακρυσμένα μέρη όπου είναι συνηθισμένοι σε συχνούς
ληστές που θα μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν, είτε προμηθεύοντάς τους με όπλα και πυρομαχικά, είτε προμηθεύοντάς τους με προμήθειες, είτε παρέχοντάς τους καταφύγιο, είτε αλληλογραφώντας μαζί τους, είτε λαμβάνοντας ειδοποιήσεις από αυτούς, είτε ανακοινώνοντας σε αυτούς νέα, και τέλος, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τους βοηθούν, θα υπόκεινται επίσης στην ίδια ποινή.
Κερκυραίοι καραβοκύρηδες που έδρασαν ως κουρσάροι και πειρατές ήταν οι Χριστόφορος Κοντόκαλης, Στυλιανός Χαλικιόπουλος, Γεώργιος Κοκκίνης, Πέτρος Μπούας, Φιομάχος και ο Πέτρος Λάντζας
Άρθρο 4. Εάν ένας Πλοίαρχος ή Πλοίαρχος ενός Πλοίου, ή οποιοσδήποτε ναύτης, πουλήσει το ίδιο το Πλοίο σε Πειρατές τους οποίους έχει αναγνωρίσει ως τέτοιους, ή εάν σχεδιάσει ή υποκινήσει οποιαδήποτε εξέγερση μεταξύ του πληρώματος, θα θεωρείται Πειρατής και θα τιμωρείται όπως παραπάνω.
H ανταρσία θεωρείτο πειρατεία
Άρθρο 5. Κανένας Ιόνιος υπήκοος δεν θα επιτρέπεται να αγοράζει αγαθά από τέτοιους Πειρατές (εκτός αν γνωστοποιήσει ότι δεν γνώριζε ότι ήταν Πειρατές) είτε ιδιωτικά είτε δημόσια, ούτε στα Νησιά ούτε οπουδήποτε αλλού, με την ποινή όχι μόνο της δήμευσης όλων των αντικειμένων και αγαθών που αγοράστηκαν, αλλά και της φυλάκισης τριών ετών.
Αναφέρεται φυλάκιση. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αγγλική αρμοστεία με απόφασή της ανέλαβε την οικοδόμηση των φυλακών Κερκύρας με σκοπό την αυστηρή απομόνωση. Οι φυλακές αυτές κατασκευάσθηκαν κατά τη διετία 1831-1832
Άρθρο 6. Απαγορεύεται στους Ιόνιους υπηκόους καθώς και στους ξένους να πουλούν, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά στα Νησιά, οποιαδήποτε περιουσία ή αγαθά που γνωρίζουν ότι έχουν λεηλατηθεί από παράνομους πειρατές, με την ποινή της αφαίρεσης όλης αυτής της περιουσίας και αγαθών από αυτούς για επιστροφή στους ιδιοκτήτες που τα ανακτούν, και τιμωρούνται με φυλάκιση τριών ετών.
Η διάθεση των κλοπιμαίων
Άρθρο 7. Όσοι ανακτήσουν τα λάφυρα από την εξουσία των Πειρατών θα λάβουν, ως ανταμοιβή για την εργασία τους και τον κίνδυνο της ζωής τους, το ένα τρίτο των πραγμάτων που ανακτήθηκαν από αυτούς, ενώ τα άλλα δύο τρίτα θα παραμείνουν ως ιδιοκτήτες, αλλά υπό τους ακόλουθους όρους. μεταξύ άλλων. Ότι εντός το πολύ είκοσι τεσσάρων ωρών, από την άφιξή τους σε οποιοδήποτε λιμάνι, πρέπει να εμφανιστούν ενώπιον της αρμόδιας αρχής του τόπου, υποβάλλοντας ακριβή και λεπτομερή δήλωση (των ενεργειών που ελήφθησαν για την ανάκτηση της κλεμμένης περιουσίας), απαριθμώντας όλους τους μάρτυρες που ήταν παρόντες στο συμβάν ή που θα μπορούσαν διαφορετικά να το γνωρίζουν. α.* Ότι στον τόπο όπου γίνεται η προαναφερθείσα δήλωση πρέπει να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή την εξέταση των ορισθέντων μαρτύρων τους· αυτοί πρέπει να είναι ορκισμένοι, οι οποίοι έχουν εξεταστεί εκ των προτέρων· οι μάρτυρες αυτοί, ωστόσο, μπορούν να επαναληφθούν κατόπιν αιτήματος του Δημοσίου ή των ενδιαφερομένων μερών, προκειμένου να διαπιστωθεί η αλήθεια. 3.» Εάν η διαταχθείσα αναφορά δεν κατατεθεί ή εάν το αναφερόμενο γεγονός αντικρουστεί, όχι μόνο θα χάσουν το δικαίωμα να απαιτήσουν το ένα τρίτο της ανακτημένης περιουσίας, αλλά θα θεωρηθούν ένοχοι συνωμοσίας με τους Πειρατές ή απόπειρας απάτης εναντίον όσων ληστεύτηκαν και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε ποινή φυλάκισης τριών έως έξι ετών, η οποία ποινή αυξάνεται ανάλογα με τις περισσότερο ή λιγότερο επιβαρυντικές περιστάσεις.
Άρθρο 8. Δεδομένου ότι μερικές φορές είναι δύσκολο για τους ιδιοκτήτες να αποδείξουν αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από μάρτυρες ή από έγγραφα της περιουσίας τους, έχουν την εξουσιοδότηση να την αποδείξουν ακόμα και με τον δικό τους όρκο, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι παρέχουν κάποια έγκυρη ένδειξη.
Άρθρο 9. Σε περίπτωση ναυαγίου, οι πειρατές δεν θα απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα που παρέχουν οι νόμοι στα θύματα ναυαγών, αλλά όλα που μπορούν να ανακτηθούν θα ανήκουν στους ιδιοκτήτες που τα διεκδικούν.
Άρθρο 10. Δεδομένου ότι η κλεμμένη περιουσία παραμένει πάντα δικαιωματικά ιδιοκτησία των λεηλατημένων, θα έχουν το δικαίωμα να την ανακτήσουν εντός ενός έτους, το οποίο θα αρχίσει να υπολογίζεται από την ημέρα της καταγγελίας ή από την ημέρα της ανάκτησης σε περίπτωση ναυαγίου ή από την ημέρα κατά την οποία ανακαλύφθηκε η δόλια πώληση ή αγορά όπως παραπάνω. Μόλις λήξει η προαναφερθείσα περίοδος χωρίς να ζητηθούν, θα ωφελήσουν το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, τα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να κατασχεθούν θα διατεθούν πριν από το τέλος του έτους εάν απειλούν να υποβαθμιστούν. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πρέπει να διατηρούνται στην αρχική τους κατάσταση μέχρι τότε.
Άρθρο 11. Τα πλοία που κατασχέθηκαν από πειρατές θα ανήκουν σε εκείνους που μπόρεσαν να τα συλλάβουν, και όσοι ληστεύτηκαν και λεηλατήθηκαν θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση για τα ίδια τα πλοία.
Άρθρο 12. Όσοι, αν και δεν έχουν συνηθίσει να είναι πειρατές, αλλά εισέρχονται κρυφά στα πλοία και κάνουν επιδρομές στις ακτές τους, πιστεύοντας ότι βρίσκονται υπό τον δικό τους έλεγχο, θα καταδικάζονται σε δέκα χρόνια φυλάκισης, εκτός εάν χρησιμοποιήσουν βία ή απειλές ή δεν προσβάλουν το άτομο, οπότε θα καταδικαστούν στην απόλυτη ποινή.
Άρθρο 13. Όλοι όσοι μπορεί να γνωρίζουν το χαρακτηριστικό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν κατηγορούνται από το Υπουργείο Οικονομικών, πρέπει να εξεταστούν και να ακουστούν ως μάρτυρες, και οι καταθέσεις τους θα αξιολογηθούν, όταν οι περιστάσεις που αναφέρουν, είτε από τους ίδιους, είτε με άλλο τρόπο αποδειχθούν αληθείς. Άρθρο 14. Το παρόν έγγραφο θα τυπωθεί στα ελληνικά και στα ιταλικά, θα δημοσιευτεί και θα αποσταλεί σε όλα τα νησιά, στις αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεσή τους.
Κέρκυρα 19 Μαρτίου 1825.
Οι Κερκυραϊκές εφημερίδες τον 18ο και 20 αιώνα
Ως εφημερίδα χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε έντυπη περιοδική έκδοση της οποίας η περιεχόμενη ύλη αφορά κατά πλειονότητα ειδησεογραφία τρεχόντων γεγονότων της περιόδου στην οποία εκδίδεται (ημερήσια, εβδομαδιαία κ.λπ.).
Από όταν η Αγγλική Προστασία έδωσε μια σχετική ελευθερία στην δημοσιογραφία άρχισαν προς το τέλος του 18ου αιώνα να εκδίδονται στην Κέρκυρα οι πρώτες Ελληνόγλωσσες εφημερίδες με ποικιλία θεμάτων και μορφών. Κύριος συντελεστής ήταν πάντα ο εκδότης. Η σάτιρα ήταν μια μορφή που προτιμάτο καθ’ ότι ήταν πιο ευκολοδιάβαστη από τον απαίδευτο λαό. Οι εκδότες ήταν αυτοί που έδιδαν την καθοδήγηση προς τα πού ήθελαν να οδηγήσουν την εφημερίδα τους. Αυτό που καθόριζε τον δρόμο της εφημερίδας εξαρτιόνταν από πολλούς παράγοντες οι οποίοι πολλές φορές ήταν και χρηματοδότες για το άνοιγμα μιας νέας εφημερίδας. Κύριοι παράγοντες χορηγίας ήταν οι πολιτικοί, οι φιλόδοξοι, οι εργοστασιάρχες με σκοπό την ανάπτυξη των προϊόντων τους σε σχέση με τον ανταγωνισμό, οι ναυτιλιακές εταιρίες και οι ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν στα στρώματα της επικρατούσας τάξης. Ποιοι κέρδιζαν από τα χρήματα των χορηγιών (εξαγορών); Μα φυσικά οι εκδότες.
Οι εκδότες κανόνιζαν το εργατικό προσωπικό που ασχολείτο με την έκδοση, αυτοί επέλεγαν τους δημοσιογράφους που θα χρησιμοποιούσαν. Οι δημοσιογράφοι δεν έπρεπε να είναι ελεύθεροι σε αντικειμενική δημοσιογραφία αλλά τα άρθρα τους πρέπει να στηρίζουν τον εκδότη και τις ιδέες του. Πολλοί δημοσιογράφοι, ελάχιστα αμειβόμενοι, έχασαν τις δουλειές τους προσπαθώντας να πάρουν πιο αντικειμενικές θέσεις.
Ένα παράδειγμα. Εκτός από βουλευτής Κερκύρας 1833-1895 ο Πολυχρόνης Κωνσταντάς ήταν και συντάκτης των παρακάτω εφηµερίδων: «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΙΣ», η οποία πρωτοεκδόθηκε το Νοέµβριο του 1870 και εκδιδόταν µέχρι το 1874, «ΕΡΓΑΤΑΙ» που κυκλοφόρησε µεταξύ του 1881 και 1882 και «ΛΑΟΣ» που πρωτοεκδόθηκε το 1891 .
Οι εφημερίδες, όπως ήταν φυσικό είχαν και μεταξύ τους οξύ ανταγωνισμό. Άρθρα της μιας επικρίνονταν από την άλλη, εξυπηρετώντας πάντα, η καθεμιά, τα δικά της συμφέροντα. Δημοσιογράφοι εξαγοράζονται από ανταγωνιστές και μεταπηδούσαν από μια εφημερίδα σε άλλη.
Είναι προφανές ότι η εξάπλωση του τύπου, που έφερνε ειδήσεις αλλά μπορούσε και να διαμορφώσει και να επηρεάσει την κρίση των αναγνωστών του, θα αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από τις αρχές Ετσι
οι πρώτες ενδείξεις λογοκρισίας εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες εφημερίδες
Παραθέτουμε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας το ΚΕΝΤΡΙ όπου φαίνονται με μια προσεκτική ματιά όσα περιγράψαμε μέχρι τώρα.
Το Κεντρί, ας μάθη ο κόσμος Ην λεπτό και πουντερό Όπου πέση κάμνει τρύπα Και δεν έχει διορθωμό
Αν η μέλισσα τσιμπίση Δεν είναι τραύμα δυνατό Τι με λίγο λινοκόκκι Απερνάει το κακό
Αν ην΄όμως η κεντρίνα Πόνος τότε ειν’ φλογερός Και αν ο φούλτακας αυξήση Πρέπει ν’ έλθη ιατρός
Αλλά των καλαμαράδων Το κεντρί είναι τρομερό Κι’ όστις θέλει να το βγάλη Δεν θα ν’εύρη γιατρικό
Σκοπό έχει να πληγώση Το Κ ε ν τ ρ ί πολύ βαρειά, Όσους το καταφρονέσουν Μεσ’ την μύτη και στα’ αυτιά
Κι’ αν αυτοί δεν κατορθώσουν Να αλλάξη ο σκοπός Θέλει ιδούν ότι θα γίνη Του διαβόλου ο χορός.
|
‘Οσοι όμως θέλουν ρίψη Σ’ το Κεντρί βλέμμα σκληρόν Θα τους κάμη να πετάξουν Ζωντανοί στον Ουρανό
Ο καιρός θέλει το δείξη Κι’ ο λαός θέλει ειπή « πόσας πράξεις αδικίας Εκρατούσεν η σιωπή»
Όστις φέρεται με δόλον, ‘Οστις ειν’ υποκριτής Αδικίας είναι τέκνον, Κι’ όχι φίλος της τιμής.
Το κακόν όστις το κάμνει, Και το κάμνει με σκοπόν «κάμης λάβης μη στενάξης» Θείον είναι το ρητόν0
Το καθένα συμβουλεύω Γρήγορα να διορθωθή Μην ιδή να ξημερώση Κακή ¨μέρα και ψυχρή
Δια τούτο όποιος θέλει Να ξεφύγη το Κεντρί, Ή να γίνη καπουτζίνος Ή να πάη να πνιγή! |
Είναι τεράστιος ο αριθμός των εφημερίδων που εκδόθηκαν στην εξεταζόμενη χρονική περίοδο για ένα νησί του μεγέθους της Κέρκυρας.
Η έκδοση ίσως ήταν εύκολη το πρόβλημα ήταν η χρονική διάρκεια της εφημερίδας .Δεν ήταν εύκολο η συντήρησης των. Αυτό εξαρτιόνταν από τα έσοδά της. Εάν δεν χρηματοδοτείτο από κάποια πηγή τότε η πώληση των φύλλων της ήταν πολύ δύσκολη. Λίγοι από τους κατοίκους της Κέρκυρας ενδιαφέρονταν για το τι γράφουν οι εφημερίδες, για το λόγο αυτόν πολλές εκδίδονταν σαν σατυρικά φύλλα . Τα έσοδά τους όπως είπαμε προέρχονταν από χορηγίες και από διαφημίσεις που σιγά-σιγά άρχισαν να εφαρμόζονται , υπό την μορφή δημοσιευμάτων στη αρχή και στην συνέχεια απέκτησαν και εικονική παρουσία.
Αρμοστής Τζον Γιανγκ (John Young)
Αρμοστής Τζον Γιανγκ (John Young)
Ήλθε στην Κέρκυρα 13 Aπριλίου1855- και αποχώρησε 25 Ιανουαρίου1859
Ιδού οι σκέψεις των Κερκυραίων για τον Αρμοστή Γιανγκ
Μεταξύ άλλων ο Γιανκ έκανε πρόταση να παραχωρηθούν πέντε νησιά του Ιονίου στην Ελλάδα και να διατηρήσει η Αγγλία την Κέρκυρα και τους Παξούς ως αποικιακή κτήση, ισχυριζόμενος ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν επιθυμούσαν να χωριστούν από την Αγγλία. Όταν το έγγραφο αυτό έγινε γνωστό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Σαν ξαφνικός κεραυνός που σέρνεται πάνω από τα κεφάλια των Ιονίων , η αιφνίδια εμφάνισης του καταχθόνιου σχεδίου που κατατάραξε τα νησιά. Έκπληκτος και εμβρόντητος έμεινε καθένας κατ’ αρχάς , αλλά ταχέως εξεδήλωσε την γενική αγανάκτηση και ακολούθησε γενικός προφανής παροξυσμός. Η βουλή μάλιστα εξέδωσε πρακτικό διακηρύττοντας ότι η μόνη θέλησή τους ήταν να σταματήσει η αγγλική προστασία και να ενωθεί η Επτάνησος με την ελεύθερη Ελλάδα καθώς επίσης ο κάθε αντιπρόσωπος της βουλής είναι έτοιμος να το υπογράψει ‘όχι απλώς διά της μελάνης αλλά δι’ αυτού του αίματός του’.
Η νοοτροπία Γιανκ δημιούργησε πολλές αντιπαραθέσεις
Κατά την πρωία της 9 Αύγουστου 1858 προσορμίζουν·
εις τον λιμένα της Κέρκυρας τρία μεγάλα οθωμανικά πολεμικά πλοία, μεταφέροντα στρατεύματα του Σουλτάνου εις τις
παράλιες της απέναντι Ηπείρου,
σε γνώσει της Αρμοστείας Εν ριπή οφθαλμού ό
άρτος εξέλειπε από την αγορά. Οι δραστηριότεροι της αγοράς μεταπράτες είχαν μεταφέρει όλον τον άρτο εντός
λέμβων, εις διπλάσια τιμήν τον πωλήσεων εις τα
τουρκικά πλοία. Παραπονείται, μεγαλοφώνως και κατακραυγάζει ό λαός κατά της αιφνίδιας ελλείψεως του άρτου. Τότε
δε, επιταγή του αγορανόμου εξάγεται εκ των λέμβων, έτεινες ευρίσκοντο εντός των περιφραγμάτων τού υγειονομείου και του
τελωνείου και ήσαν προσδεμένες εισέτι, όλος ό άρτος και
εκτίθεται εις την αγορά: εις δε τους 'Οθωμανούς προσφέρεται γαλέτα όση θέλουν. Οι αρτοποιοί εν τούτοις κατασκευάζουν ευθύς άρτο, ως πλείστον αδύνατο Οι τούρκοι
αναχωρούσαν εκ Κερκύρας προμηθευμένοι αφθόνως όσων είχαν ανάγκην, και κατ’ ουδενός παραπονούμενοι ό εν Κέρκυρα Οθωμανός πρόξενος ουδέν παράπονο παρουσιάζει ή
οθωμανική κυβέρνηση περί του γεγονότος ουδέν ουδέποτε
αναφέρει· ιδού ή πρώτη αιτία διχόνοιας , αρμοστή και γερουσίας η οποία τοσούτον είχε ταράξει.
Το επεισόδιο τις 11ης Αυγούστου 1858 κατά την λιτανεία του Αγ. Σπυρίδωνος
Πέντε επαρχιακοί Σύμβουλοι Κερκύρας, στερηθέντες με επιταγή της Γερουσίας της θέσεως, ην κατά τας επισήμους θρησκευτικές λιτανείας πάντοτε κατείχαν, και εις την οποία φρονούν ότι είχαν δικαίωμα, κατά την 11-23 Αύγουστου 1838 τελευταίοι και ως ιδιωτεύοντας πολίτες ακολούθουν επισήμως του λειψάνου του ‘Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεία, ήτις κατ’έτος εν τη ημέρα εκείνη τελείται εις Κέρκυρα. Ενώ ή λιτανεία ίστατο υπό τα ανάκτορα των αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, οι πέντε εκείνοι αναχώρησαν σιωπηλώς και ήσυχα. Απεχώρησαν της λιτανείας δυσαρεστηθέντες διότι είδαν τινές εις τον εξώστη του παλατιού, όπου ο αρμοστής και άλλοι άγγλοι ευρίσκοντο, λίαν πρόχειρα ενδεδυμένους· μη ανεχόμενοι να βλέπουν ιστάμενο υπό τούς πόδας θνητών το ιερόν λείψανο, το όποιον επισήμως εν λιτανεία περιφέρετε· μη υποφέροντες ν’ ηχούσαν οι προσαγόμενες δεήσεις προς τον Ύψιστο κατά την στιγμήν εκείνην υπέρ ανθρώπων, ούτινος ούτε την γλώσσα εννοούν διά της όποιας αι δεήσεις γένοιτο, ούτε εις την αγιότητα του λειψάνου πίστευαν. Καταφθάνουν οι επαρχιακοί σύμβουλοι εν τη εκκλησία την λιτανεία και λαμβάνουν μέρος εις τας και εκεί τελούμενες δεήσεις υπέρ της προστάτιδας ανάσσης, τού εν Επτανήσω αντιπροσώπου αυτής και της ιονίου κυβερνήσεως. Μετά απαγόρευση ολίγων ήμερων, τη συναίνεση του αρμοστού και της Γερουσίας, δι’ αρχιεπισκοπικής διαταγής ορίζετε όπως μη ίστανται εις το έξης αι θρησκευτικές λιτανείες υπό τα ανάκτορα , αι δε επίσημοι δεήσεις γίνονται μόνον εν τη εκκλησία ιδού ή κατά της αυτής Μεγαλειότητας της προστάτιδας Ανάσσης γινομένη ύβρις, ην ή λίαν ζηλωτή γερουσία ήθελε να ίδει εκδικουμένη.
‘Ο ‘Υπουργός της Κυβέρνησης γράφων προς τον αρμοστή επί των απαίσιων εκείνων διενέξεων, βεβαίου εν πρώτοις περί τηςαυτού βαθειάς προσοχής και τού εγκαρδίου ενδιαφέροντος υπέρ των διασήμων εκείνων νήσων, εν ες ήμεγάλη Βρεττανία προστατεύει την ελευθερία και την ανεξαρτησία φυλής, ης οι πρόγονοι προήγαγαν τας τέχνας0ι οποίες πολίτευσαν τα έθνη.
Ο Γιανκ είχε να αντιμετωπίσει και τις αντιπαραθέσεις των δύο αντίθετων πολιτικών ρευμάτων που είχαν ήδη δημιουργηθεί. Όπως ήταν φυσικό, η αγγλική επέμβαση στα πράγματα της Ιονίου Κοινοπολιτείας είχε δημιουργήσει δυο αντίπαλες παρατάξεις. Από τη μία υπήρχαν οι αριστοκράτες αγγλόφιλοι τους οποίους η αντιπολίτευση έδωσε το χαρακτηριστικό όνομα ‘οι Καταχθόνιοι’ και από την άλλη οι άνθρωποι που θεωρούσε τους Άγγλους καταπιεστές και ονομαζόταν κόμμα των Ριζοσπαστών με κύριο σκοπό την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Ο «κόμπος είχε φτάσει στο χτένι». Η Έλληνες της Επτανήσου ζητούσαν άμεσα την Ένωση με την Ελλάδα η οποία δεν άργησε να έλθει.
- Το επεισόδιο τις 11ης Αυγούστου 1858 κατά την λιτανεία του Αγ. Σπυρίδωνος
Oι Σουλιώτες στην Κέρκυρα
Δημοσιεύτηκαν. ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ)’Επιμέλεια: ’Αγγέλου Ν. Παπακώστα*
Διάφοροι ιστοριοδίφες είχαν σαν στόχο ζωής την εύρεση αδημοσίευτων κειμένων και να τα δώσουν στους μεταγενέστερους για να μείνουν στην αληθινή ιστορική μνήμη. Τα έργα όμως αυτά τα περισσότερα έμειναν ανέκδοτα ή και σάπιζαν μέσα σε υγρά και ανήλια υπόγεια. Δεν θα ξέραμε τίποτε ακόμα και για τα απομνημονεύματα πού δίνομε τώρα στη δημοσιότητα. Και αν για καλή μας τύχη δεν βρισκόταν ό Βλαχογιάννης, ή καταστροφή των περισσοτέρων θα ήταν οριστική.
Σουλιώτης στην Κέρκυρα με χαρακτηριστική ενδυμασία. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Louis Dupre
Του όλου αυτού δημοσιεύματος θα ασχοληθούμε με τα συμβάντα στην Κέρκυρα.
Ποιος όμως ήταν ό γέρο Σουλιώτης, δηλ. ό αφηγητής και ποιος ό Κερκυραίος λόγιος και θαυμαστής του πού διέσωσε όσα κατά καιρούς άκουσε ή εκμαίευσε από τα χείλη του ; Από τον τίτλο δεν πληροφορούμεθα παρά την ηλικία και την καταγωγή τουαφηγητή. Στα απομνημονεύματά του όμως συναντά ο προσεκτικός αναγνώστης και διάφορα στοιχεία, πού ή συσχέτιση των λύνει πολλές απορίες και αφήνει να διαφανή μαζί με το όνομα και ή άλλη ηρωική δράση τόσο του αφηγητή όσο και άλλων συγγενικών προσώπων Από την φράση π.χ. «προσέχθηκε γύλων ό μπάρμπα Σπύρος» γίνεται γνωστό το προσωπικό όνομα τού γέρο Σουλιώτη· ’Από τη φράση πάλι «σηκώνεται ό Τζίπης, ό αδελφός τού πάππου μου» αποκαλύπτεται και το επώνυμό του.
Σπύρος Τζίπης, ό Δήμος (Δημήτρης), αδελφός του.
'Όταν οι Σουλιώτες βρέθηκαν στην αναπόδραστη ανάγκη να φύγουν από τοΣούλι και να περάσουν οι περισσότεροι στα Επτάνησα, ό Δημήτρης(Δήμος) μαζί με άλλους δικούς του πήγε στην Κέρκυρα κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα, οπού έκαμε ότι μπορούσε για να ζήση την οικογένεια του Ο Σπύρος Τζίπης γεννήθηκε στο Σούλι το 1797, όπως αναφέρει ό ίδιος και πέθανε στην Κέρκυρα στα 1882.Τα τραγικά γεγονότα της εποχής αυτής, πού δεν είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη του τα έμαθε στην Κέρκυρα από διηγήσεις γερόντων. Εκεί άκουσε ότι κινδύνευσε και ό ίδιος, μία φορά όταν έπεσε κοντά του μία βόμβα, πού αν δεν προλάβαινε να την αρπάξει και την πετάξει ή νόνα του, θα τον είχε διαλύσει και μία όταν σε κάποια γενική έφοδο όπως είπαμε ξεχάστηκε από τον πατέρα του έξω από τα τείχη.Η οικογένεια τού Σπύρου κατέφυγε, όπως είδαμε, στην Κέρκυρα μαζί με άλλες συγγενικές οικογένειες (Λάμπρου, Ζήκου, Νικολού) κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια ό Σπύρος, βόσκοντας πρόβατα, παίζοντας φλογέρα και περνώντας τη μέρα στα δάση και τα βουνά. Στην περίοδο της πολιορκίας τού Άλή (1820-22), έφυγε κι αυτός στο Σούλι και πήρε ενεργό μέρος μαζί με τον πατέρα του και άλλους συγγενείς στον επικό εκείνον Αγώνα.’Όταν οι Σουλιώτες βρέθηκαν στην αναπόδραστη ανάγκη να φύγουν πάλι από το Σούλι (τέλη Αύγ. 1822) έφυγε και ο γέρο Σουλιώτης για το Φανάρι και από κει με καΐκι για την Κεφαλονιά,(στο Λαζαρέτο), οπού έμεινε από τον τρύγο ως τα Χριστούγεννα τού (1822).Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι στοίχοι τού Μαρκορά πού είναι γραμμένοι στα 1878 και αφιερώνονται στην Ελένη Δούσμανη.
Ποιος όμως ήταν ό τόσο ευγενής πατριώτης και λόγιος Κερκυραίος πού προτιμούσε να συντροφεύει ένα γέρο Σουλιώτη αγωνιστή και κουμπάρο του και ν’ αποθησαυρίζει και καταγράφει χωρίς αποσιωπήσεις όσα κατά καιρούς εκμαίευε, καλά και κακά από το στόμα του ; Ό ίδιος δεν αφήνει να διαρρεύσουν στα απομνημονεύματα του παρά ελάχιστα στοιχεία για τον εαυτό του. ’Αποσιωπά και τ’ όνομα και το επίθετο και ότι άλλο θα μπορούσε να φώτιση τη ζωή του. Δεν ήτο όμως τυχαίος και ασήμαντος. Ό γέρο Σουλιώτης τον αποκαλούσε σοφό, γιατί τού έδινε πάντοτε ικανοποιητικές απαντήσεις και τού έλυνε απορίες για φυσικά φαινόμενα, άλλα και για τα εθνικά ζητήματα πού τόσον τον ενδιέφεραν πάντοτε. Αν και απέρριπτε τον τίτλο τού σοφού και εξηγεί γιατί δεν μπορούσε να λέγεται σοφός, (ενώ ήτο σοφότερος από πολλούς άλλους). ’Από τυχαία περίσταση είχε εγκαταλείψει τις μελέτες του, πού από τη νεαρά ηλικία καλλιεργούσε με προθυμία, και αφοσιώθηκε στην κουραστική, άλλα διδακτική ανάγνωση σπουδαίων σελίδων της κοινωνικής οικογενειακής βίβλου και αφού ο καιρός εκείνος παρήλθε, άρα δε μπορούσε να γένει, σοφός στα 1840 είχε αναθέσει την επιστασία τού κτήματός του στον γέρο Σουλιώτη. Αυτά όμως απεικονίζουν τον χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντα τού κουμπάρου, δεν μάς αποκαλύπτουν και όνομά του. Αναγράφετε στο πρώτο τετράδιο το οποίο δεν είναι γνωστό, γιατί έχει χαθεί. Και δεν έχει χαθεί μόνον το πρώτο τετράδιο, έχουν χαθεί όλα. Στο αντίγραφο πού είχε σωθεί με τη φροντίδα Βλαχογιάννη, και από το όποιο γίνεται και ή παρούσα έκδοση δεν αναγράφεται όνομα.
Σε μία πρόχειρη όμως με μολύβι αναγραφή τού ίδιου ό τίτλος ’Απομνημονεύματα γέροντος Σουλιώτη» συμπληρώνεται υπό «Δούσμανη».’Αποκαλύπτεται λοιπόν και το όνομα, άλλα όχι ολόκληρο. Έτσι γίνεται γνωστό ότι το αρχικό χειρόγραφο γράφηκε από κάποιο μέλος της ιστορικής όσο και αρχαίας Κερκυραϊκής οικογένειας Δούσμανη, πού διασταυρώνεται με την οικογένεια του Κομ. Ντ. Λευκοκοίλου (1804 - 1890). Χωρίς αμφιβολία κάποιο από τα παιδιά του, πιθανώς ο Κομ Ιώ. Δούσμανης πρέπει να είναι ο Δούσμανης πού έγραψε τα απομνημόνευμα τα τού γέροντος Σουλιώτη Στο Γαστούρι εξακολουθεί με ακατάβλητη δραστηριότητα. Τα έργα του Σουλιώτη και τις τόσο χρήσιμες για δηλ τη χώρα τέχνες, πού ασκούσε με μεγάλη πάντοτε επιτυχία (βελονοθεραπεία πασχόντων, πρακτική ιατρική, και πρακτική κτηνιατρική). Από τα 1840 ανέλαβε και την επιστασία ενός μεγάλου κτήματος. Αύτη έγινε αφορμή να συνδεθεί στενότερα με το νοικοκύρη του, πού έγινε και κουμπάρος του και αφηγητής των αναμνήσεων του. ’Ολίγον καιρόν μετά την προσάρτησαν της Επτανήσου εις το Βασίλειο της Ελλάδος όταν, πρώτη φοράν ο βασιλεύς Γεώργιος ήρθε στην Κέρκυρα και ό τόπος ολόκληρος μετ’ ενθουσιασμού, μετ’ ακραιφνούς πατριωτισμού και παραδειγματικής αυταπαρνήσεως εόρταζε το μέγα εκείνο εθνικό συμβάν, ό γέρο Σουλιώτης πήγε κι αυτός εις την πόλη για να δει με τα μάτια του τον βασιλιά μας. Την ήμερα εκείνην επί της πλατείας παιάνιζαν η στρατιωτική και ή της πόλεως εγχώριος μουσική. ’Άπειρον πλήθος κάλυπτε αυτήν. Το θέαμα ήτο λαμπρό. Αι οικία άπασα ήσαν ανθοστόλιστες και σημαιοστόλιστες. Την εσπέρα μεγάλη φωταψία αγένωτο, και ωραία πυροτεχνήματα κάηκαν εις ένδειξη χαράς και πλήρους αγαλλίασης. Ότι όμως πλέον παντός άλλου λάμπρυνε την εορτή εκείνην ήτο ο ζωηρός ενθουσιασμός, όστις υφαίνετε ζωγραφισμένος εις τα σώματα τού απείρου εκείνου πλήθους. Κατά τας στιγμές εκείνος ο γέρο Σουλιώτης κατόρθωσε να πλησίαση τον υπασπιστή τού βασιλέως, τον παιδί τού Νότη Μπότσαρη, τού καπετάνιου, του Νότη εκείνου τον όποιον γέροντα, γνώρισε ο γέρο Σουλιώτης, όταν επρόκειτο, κατά τας ένδοξους ημέρας των αγώνων των θυσιών, των μαρτυρίων, αποφασιστικών μαχών εις Μπουγάτσα εναντίον των Τούρκων. — Θυμάσαι αφέντη, του είπε μεταξύ των άλλων. Θυμάσαι την μάχητης Μπουγάτσας... Εκεί λαβώθηκα και εγώ. — Ναι, απήντησαν ο Μπότσαρης, ενθυμούμαι. Τόποι εγκαταστάσεως των Σουλιωτών (Κέρκυρα, Μαντούκι, Γαρίτσα, Τρίκλινο, Καστανιά, Μπενίτσες, Γουβιά, Γαστούρι, κ.λπ.) 'Η Κέρκυρα εδέχθη τούς ήρωας εκείνους με ανοικτές αγκάλες και μετ’ άκρατου ενθουσιασμού και αφανή προς αυτούς φιλοξενία από της πρώτης στιγμής της αφίξεως των, γνωρίζουσα δε τα παρ’ αυτών τελεσθέντα θαύματα, τα υπεράνθρωπα κατορθώματα, τας μεγάλες θυσίας ας υπέρ πίστεως και πατρίδος υπέστησαν, θαύμαζαν αυτούς, ως όντα υπερφυή.Όπως είδαμε ο γέρο Σουλιώτης έφυγε με τούς δικούς του για την Κέρκυρα κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα, που έκανε ότι μπορούσε αγόραζε αγελάδες, πωλούσε το γάλα και το βούτυρο στη χώρα ή πάχτωνε τον καρπό από τα ελαιόδεντρα και αφού σιγά καλυτέρευσε ή κατάσταση του άρχισε να αγοράζει και κτήματα και με την συνεχή εργασία και οικονομία επέτυχε αύξηση σημαντική για την περιουσία, αφού εθεωρείτο πλούσιος. Έμαθε και τέχνες πολλές· γνώριζε να θεραπεύει με βότανα, πού αφθονούσαν στο νησί, πολλές σοβαρές αρρώστιες· εξουδετέρωνε ακόμα με βότανα και δηλητηριάσεις τα φίδια τα φαρμακερά. Και δεν θεράπευε μόνον ανθρώπους άλλα και ζώα πού έφερναν γι’ αυτόν τον σκοπό χωρικοί απ’ όλο το νησί. Και ήταν τόσο μεγάλη ή φήμη πού είχε αποκτήσει και ως πρακτικός κτηνίατρος. Από τα 1840 ανέλαβε και την επιστασία ενός μεγάλου κτήματος. Αύτηέγινε αφορμή να συνδεθεί στενότερα με το νοικοκύρη του, πού έγινε και κουμπάρος του και αφηγητής των αναμνήσεων του. Σ’ αυτήν οφείλονται τ’ απομνημονεύματα πού δίνομε στη δημοσιότητα. Δούσμανης (Ιώ.) 0 αφηγητής και το χειρόγραφό του.Ποιος όμως ήταν ό τόσο ευγενής πατριώτης και λόγιος Κερκυραίος πού αντί να παρασύρεται, αφού είχε τη δυνατότητα, σε άλλες περισσότερο ευχάριστες απασχολήσεις και διασκεδάσεις, προτιμούσε να συντροφεύει ένα γέρο Σουλιώτη αγωνιστή και κουμπάρο του και ν’ αποθησαυρίζει και καταγραφή χωρίς αποσιωπήσεις όσα κατά καιρούς εκμαίευε, καλά και κακά από το στόμα του ; Ό ’ίδιος δεν αφήνει να διαρρεύσουν στα απομνημονεύματα του παρά ελάχιστα στοιχεία για τον εαυτό του.Στο αντίγραφο ληφθέν με τη φροντίδα Βλαχογιάννη, από το όποιο γίνεται και ή παρούσα έκδοση δεν αναγράφεται όνομα. Σε μία πρόχειρη όμως με μολύβι αναγραφή τού ίδιου ό τίτλος «’Απομνημονεύματα γέροντος Σουλιώτη» συμπληρώνεται υπό «Δούσμανη».’Αποκαλύπτεται λοιπόν και το όνομα, άλλα όχι ολόκληρο. Έτσι γίνεται γνωστό ότι το αρχικό χειρόγραφο γράφηκε από κάποιο μέλος της ιστορικής όσο και αρχαίαςΚερκυραϊκής οικογένειας Δουσμανη Οι πρόσφυγες στην Κέρκυρα άμα τις αποβάσεις αυτών, κατασκήνωσαν εν τη ύπαιθρο. Μετ’ ολίγας ημέρας διασκορπίστηκαν εις τα προάστια, εις τας παρακείμενες κώμες. Μόνον ολίγοι εξ αυτών, οι απορότεροι παρέμειναν εις την πόλη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Μαντούκι, Γαρίτσαν, Τρίκλινον, εις τα κανάλια των όποιων εν έτι από την στιγμήν εκείνην ίσως διατηρεί το όνομα «Κανάλι Αρβανίτικο». "Άλλοι κατοίκησαν εις την Καστανιά, εις Μπενίτσες, εις τα Γουβιά. 'Η οικογένεια τού Σπύρου μετά των οικογενειών των θείων αυτού Λάμπρου, και Νικολού αποκατεστάθησαν έκτοτε εις Γαστούρι, εις τα Παχάτικά. Ούτω, πάντες επιτυχόν να εύρεση κατοικιών εις τα πλησιέστερα μέρη της πόλεως, Είχαν οι δυστυχείς Σουλιώτες χρήματα τίνα, πολύτιμα είδη, σκεύη, τα όπλα αυτών, πλην πρόνοων έκαστος εγκαίρως περί τού μέλλοντος ουδέν βέβαιον έχοντες επί τού οποίου να βασίσει τας περί μέλλοντος ελπίδας των, απεδόθησαν αμέσως εις οιανδήποτε ευρόν πρόχειρο έντιμων εργασιών. Ούτω πολλοί εξ αυτών ασχολήθηκαν εις την κτηνοτροφία γενόμενοι ποιμένες, είδος ζωής όπερ μάλλον αρμόζουσα εις την ατίθασο της έξης αυτών και διά της εν τη πόλη Κέρκυρα πωλήσεως τού γάλακτος, τού βουτύρου, τού τυρού, ορίζοντα τα προς το ζην αναγκαία. 'Έτεροι μίσθωσαν αγρούς και καλλιεργούν την γη, έτεροι απεδόθησαν εις τέχνες τινός τού τέκτονος, του ξυλουργού, τού βαρελοποιού, τού τσαρουχά. Οι εργατικοί, έκτοτε αποφάσισαν να ωφεληθούν εκ της εργασίας αυτών γενόμενοι συγχρόνως χρήσιμοι πολίτες εις τον τόπον, εν ω έτυχαν αδελφικού άσυλου. Αλ’ επειδή όντος τού αυτού ποιμνίου όλα τα πρόβατα δεν ευρίσκονται τού αυτού ποιού, ούτω και μεταξύ αυτών ερέθισαν ευάριθμοι τίνες οι οποίοι παρ’ εκτραφέντες εκ της ευθείας οδού, ’ίσα ίσα συνέπεια της ζωής την όποιον αι περιστάσεις είχαν υποχρεώσει αυτούς να διάγουν εις λίαν ανωμάλους, και μη δυνάμενοι να πορίζονται έντιμος τα προς το ζην, τιμίως και διά τού ιδρώτας τού προσώπου, έδωσαν κατόπιν αιτίας παραπόνων,πράγμα το οποίον επίκρανα τας ψυχής των αγαθών συμπατριωτών αυτών, ούτινες διά παραδειγματικής και ανεπίληπτου διαγωγής ήθελαν να δείξουν, ότι ήσαν άξιοι της αγάπης της φιλοξενούσης νέας πατρίδος, καίπερ περιπεσόντες εις την μεγαλύτερων των δυστυχιών. Καθ’ όλων την εβδομάδα καταγίνονται αόκνως εις τας διαφόρους αυτών εργασίας, την Κυριακή δε και κατά τας αλλάς εορτές, ενδεδυμένοι με τας γραφικότητας αυτών ενδυμασίας, μετά την λειτουργιά ανήρχοντο εκ τού χωρίου εις τας κατοικίας των, συναθροίζονται, τότε οι γείτονες όλοι μαζί εκάθησαν διπλοπόδι, σχηματίζοντες κύκλων δεκαπέντε - είκοσι ατόμων καπνίζοντες και ακροάζονται των γεροντότερων τας περιγραφές, τας διηγήσεις των ανδραγαθημάτων των πατέρων, και των επισημότερων συμβάντων της πατρίδας. Τραγουδούσαν ενίοτε, και τα άσματα αυτών, πάντοτε εις το αυτό θέμα περιστρέφοντα. Ούτω οι δυστυχείς διασκεδάζον. 'Η μουσική έχει την δύναμιν να τέρπει τας καρδίας των ευθυμούντων, ου μόνον, αλλά και να επέχει βάλσαμο παρηγοριάς εις τας ψυχές των ανθρώπων που κατατρύχονται παρά των μεγαλυτέρων πικριών και βασάνων. Αι γυναίκες συναθροίζονται και αύται, εις απόσταση τίνα εκ των ανδρών ή πλησίον των κατοικιών, συνομιλούν και καταγίνονται εις ραψίματα, εις κεντήματα, έργα εις τα όποια δεν αδύνατο να απασχολούνται κατά τας εργασίμους ημέρας. Η ενασχόλησης αύτη διά τας γυναίκας και ιδίως το «μπάλωμα» χρησιμεύει ου μόνον διά τας ανάγκης της οικογένειας, αλλά και ως διασκέδασης, μη αποφέρουσα ουδέν κάματο, εις γυναίκας εθισμένες εις τας κοπιωδέστερους βάναυσους εργασίας. Τα παιδιά διηρημένα εις διαφόρους ομίλους, έπαιζαν, έτρεχαν, επαγάγουν, ορίζον, γελώντας, ελεύθερα δε και άνευ φροντίδων περί παρελθόντος και μέλλοντος, εύθυμα και χαροποιά, διέρχονται τον καιρόν. Ό Σπύρος ήτο τριών περίπου ετών όταν έφτασαν εν Κέρκυρα. Ό καιρός άρχετε και όταν έγινε μεγαλύτερος ηλικίας, ό πατήρ του, ίνα απασχολεί αυτόν εις έργον τι του έδωσαν μίαν αίγα, δύο ερίφια και πρόβατα τίνα. Ούτω άρχισε το στάδιο με τον ποιμενικών βίον και πολύ ευχαριστημένος. Μίαν ημερών καθ’ ην βοσκών τα ζώα του ό Σπύρος πορεύετε εις τον Πλάτανο Γαστουρίου διά να τα ποτίσει, βαστώντας δεδομένων την αίγα με σχοινί, δύο ερίφια έτρεχαν εμπρός προς τον πλάτανο εκείνον, καθότι γνωρίζον τον καθημερινό δρόμο, πηδώντας, έπεσαν εντός του ύδατος. 'Η αιξ με μητρικόν βλέμμα παρακολουθεί προσεκτικά και τας ελάχιστες κινήσεις των εριφίων, άμα εννόησαν ότι έπεσαν εις το ύδωρ, άρχισε να βρυχάται σπαρακτικός. Εφώναζαν τα ερίφια, εφώναζε ή αιξ, εφώναζαν ό μικρός βοσκός. Έσπευσαν προς τον πλάτανο πρώτα γυναίκες. Στη μονή της Πλατυτέρας, στο δυτικό κλίτος του νάρθηκα σώζεται και ο τάφος του ξακουστού από τους πολέμους κατά του Αλή Πασά, Φώτη Τζαβέλα που πέθανε φαρμακωμένος από τους ανθρώπους του Αλή στα 1809. Ό αδελφός τού Φώτη Ζυγούρης Τζαβέλλας, πού σκοτώθηκε στη μάχη της Καλλιακούδας κοντά στο Καρπενήσι, λίγες ήμερες ύστερα από το θάνατο τού Μάρκου Μπότσαρη, είχε τρία παιδιά, από τα όποια ένα είχε βαφτίσει ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα (στο 1810), παιδί τού Φώτη Τζαβέλλα ήταν ο περίφημος Κίτσος Τζαβέλλας