Παρακολουθώντας τους οίκους δημοπρασιών ανά τον κόσμο παρουσιάζονται κατά καιρούς υπέροχα μπαστούνια κατασκευασμένα στην Κέρκυρα τα οποία πωλούνται σε υψηλές τιμές. Ερευνώντας το θέμα συνάντησα ένα άρθρο στο βιβλίο «The Ionian Islands: Aspects of their History and Culture Edited by Anthony Hirst and Patrick Sammon» το οποίο περιέχει μεταξύ άλλων και το άρθρο «ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΕΛΙΑ-ΞΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΝΟΟΥ ΑΝΤΑΜ ΣΜΙΘ». Στηριζόμενος στο άρθρο αυτό δημοσιεύω το ακόλουθο σημείωμα για ένα θέμα παντελώς άγνωστο.
Παρακολουθώντας τους οίκους δημοπρασιών ανά τον κόσμο παρουσιάζονται κατά καιρούς υπέροχα μπαστούνια κατασκευασμένα στην Κέρκυρα τα οποία πωλούνται σε υψηλές τιμές. Ερευνώντας το θέμα συνάντησα ένα άρθρο στο βιβλίο «The Ionian Islands: Aspects of their History and Culture Edited by Anthony Hirst and Patrick Sammon» το οποίο περιέχει μεταξύ άλλων και το άρθρο «ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ: ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΕΛΙΑ-ΞΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΗΠΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΝΟΟΥ ΑΝΤΑΜ ΣΜΙΘ». Στηριζόμενος στο άρθρο αυτό δημοσιεύω το ακόλουθο σημείωμα για ένα θέμα παντελώς άγνωστο.
Οι επισκέπτες της σημερινής Κέρκυρας είναι πιθανό να συναντήσουν πολλά καταστήματα που ειδικεύονται στα σουβενίρ από ξύλο ελιάς. Στις μέρες μας, παρά την παρουσία λίγων τεχνιτών ξυλουργών στο νησί, τα περισσότερα από τα προς πώληση κομμάτια στερούνται πραγματικής καλλιτεχνίας . Μάλλον έτσι ήταν πάντα κι αναμφίβολα μεγάλο μέρος της παραγωγής των προηγούμενων ετών ήταν επίσης αδιάφορο. Αλλά ανάμεσα στις παραγωγές των Κερκυραίων σκαλιστών ελαιοξύλου των περασμένων χρόνων υπάρχουν και κομμάτια εξαιρετικής τέχνης που παράγονται με προσοχή στη λεπτομέρεια που δεν συναντά κανείς πια. Ανάμεσα σε τέτοια έργα ξεχωρίζουν μια ομάδα μπαστουνιών, το καθένα φτιαγμένο από ένα μόνο κομμάτι ξύλου ελιάς, με σκαλιστές λαβές διακοσμημένες με μια ασυνήθιστα ευρεία επιλογή μοτίβων. Η κερκυραϊκή παραγωγή αυτών των σκαλιστών ραβδιών, ή «μπαστουνιών» —οι λέξεις είναι σχεδόν συνώνυμες— φαίνεται ότι κορυφώθηκε πριν από περίπου έναν αιώνα και τώρα έχει σταματήσει εντελώς. Αυτά τα μπαστούνια, τα καλύτερα από τα οποία αναμφισβήτητα αξίζει να εξεταστούν μαζί με τα καλύτερα ελληνικά γλυπτά «λαϊκής τέχνης», αποτελούν το θέμα αυτής της μελέτης. Πιθανώς λόγω των συσχετισμών τους με τα «σουβενίρ», δεν γίνεται καμία αναφορά για τα μπαστούνια της Κέρκυρας σε διάφορες έρευνες που έχουν γίνει κι έχουν εκδοθεί για την ελληνική λαϊκή τέχνη. Η ομορφιά και η καλαισθησία τους, ήταν η αφορμή, τα καλύτερα κομμάτια που κατασκευάστηκαν, να αποκτηθούν κυρίως από ξένους ταξιδιώτες κι έτσι έφυγαν από την Ελλάδα. Ωστόσο, το τι συνιστά «λαϊκή τέχνη» είναι εμφανώς δύσκολο να προσδιοριστεί. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις γνωστές διακοσμημένες και κομψά καμπυλωτές ξύλινες λαβές ελληνικών μπαστουνιών των κτηνοτρόφων που παράγονται την ίδια περίοδο (γνωστές ως γκλίτσες στα ελληνικά), οι οποίες πλέον βρίσκουν θέση σε πολλές συλλογές ελληνικής λαϊκής τέχνης. Παράλληλα με την καλλιτεχνική τους αξία, η συμβολή των μπαστουνιών στον πολιτισμό της Κέρκυρας υποδηλώνει ότι η έλλειψη προσοχής που τους είχε δοθεί στο παρελθόν είναι μια παράλειψη που αξίζει να διορθωθεί. Κατασκευάζονταν από ξύλο ελιάς, μπορεί να έφεραν επιγραφή με το όνομα του νησιού και σκαλίστηκαν στα τέλη του δέκατου ένατου ή στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η σειρά ΚΕΡΚΥΡΑ είναι εξαιρετική, τόσο για την τέχνη της όσο και για την ασυνήθιστη ποικιλομορφία των σχεδίων που συναντώνται. Είναι σημαντικό να πούμε κάτι για τη θέση των μπαστουνιών στην κοινωνία πριν από έναν αιώνα. Σήμερα, τα μπαστούνια χρησιμοποιούνται, κυρίως, μόνο από ανάγκη ή για μια ιδιαίτερα έντονη βόλτα στην εξοχή, αλλά πριν από έναν αιώνα ή περισσότερο ήταν πανταχού παρόντα. Καθ' όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα και μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίο η μόδα για τα μπαστούνια άρχισε να παρακμάζει, το ραβδί θεωρούνταν απαραίτητο εξάρτημα για τον καλοντυμένο άνδρα και, συχνά, τη γυναίκα.
17-1 Λαβή κεφαλής αλόγου.
«Στο Σέντραλ Παρκ κάθε ευχάριστο απόγευμα, εννέα στους δέκα άνδρες κρατούν ένα μπαστούνι», έλεγε η εφημερίδα τον Μάιο του 1890. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά από τα μπαστούνια της Κέρκυρας που βρέθηκαν σήμερα, εμφανίζουν εκτεταμένα σημάδια χρήσης, γεγονός που δείχνει ότι από καιρό παρείχαν καλή παρέα στους ιδιοκτήτες τους. Πάντα φτιαγμένα από ένα μόνο κομμάτι ξύλου ελιάς, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τους είναι ίσως η εξαιρετική ποικιλία των σκαλιστών σχεδίων λαβής που εμφανίζουν. Ωστόσο, συναντάται συχνότερα ένας τύπος ιδιαίτερα, με στυλιζαρισμένη λαβή κεφαλής αλόγου (Εικ. 17-1). Τα κεφάλια των αλόγων έχουν συνήθως μάλλον περίπλοκα σκαλισμένα χαλινάρια και διάφορα άλλα εξαρτήματα, μαζί με μια προσεκτικά σκαλισμένη, χτενισμένη χαίτη. Πολύ συχνά έχουν επίσης το στυλιζαρισμένο πρόσωπο ενός άνδρα, που συνήθως έχει μουστάκι ή γένια, και βρίσκεται στο πίσω μέρος του άξονα του ραβδιού (Εικ. 17-2).
Ένα τυπικό πρόσωπο στην κορυφή του κορμού ανάγλυφο και συχνά προεξέχον από το στέλεχος του ραβδιού, φέρουν αξιοσημείωτη ομοιότητα με τα αποτροπαϊκά λαξευμένα πέτρινα κεφάλια, γνωστά ως μουριόνια (γαργκούλια), που βρίσκονται να διακοσμούν τις προσόψεις δημόσιων κτιρίων και ιδιωτικών αρχοντικών σε όλη την Κέρκυρα και τα οποία ήταν σχεδιασμένα να διώχνουν το κακό μάτι.
Η ποικιλία των μεγεθών, των μορφών και η ποιότητα της λάξευσης που συναντάμε σε τέτοια μπαστούνια από κεφαλή αλόγου είναι σημαντική. Τα μπαστούνια ποικίλλουν από τα ογκώδη έως τα πολύ λεπτά, με καταγεγραμμένα βάρη που κυμαίνονται από λιγότερο από 100 g έως 750 g. Τα μπαστούνια φέρουν συχνά, αλλά όχι πάντα, επιγραφή Κέρκυρα, σε ελληνική γραφή, ή πολύ πιο σπάνια ΚΕΡΚΥΡΑ. Η σκαλιστή επιγραφή βρίσκεται συνήθως σε ένα απλά σκαλισμένο ορθογώνιο περίγραμμα στο το πίσω μέρος του άξονα. Ένα άλλο σχέδιο που συναντάται συχνά για τις λαβές των ραβδιών της Κέρκυρας διαθέτει τέσσερα, τρία ή περιστασιακά δύο πρόσωπα, που συνήθως χωρίζονται από στυλιζαρισμένους φοίνικες. Το σκάλισμα μπορεί συχνά να είναι εξαιρετικής τεχνοτροπίας (Εικ. 17-4), αλλά μπορεί επίσης να είναι μάλλον απλό (Εικ. 17-5).
Εικ.17-4 Εικ. 17-5
Περίεργο αλλά σε κάποιες από τις φιγούρες που είναι σκαλισμένες στα μπαστούνια, παρουσιάζονται αφρικάνικα πρόσωπα. Μια άλλη καλή σειρά είναι αναγνωρίσιμη από το ότι έχει ένα σχέδιο με ελικοειδές σχήμα στο ραβδί, σε αντίθεση με τους λείους άξονες που συναντώνται πιο συχνά (Εικ. 17-6).
Εικ. 17-6
Οι λαβές αυτής της σειράς είναι σκαλισμένες σε μια ποικιλία σχεδίων, όπως κεφαλές αλόγων, μπάλες στο χέρι και, όπως φαίνεται στο Σχ. 17-6, στυλιζαρισμένες οπλές αλόγων. Πολλά από αυτά διαθέτουν το οικόσημο της δυναστείας Glücksburg (της οικογένειας που βασίλεψε στην Ελλάδα από το 1863 έως το 1924 και στη συνέχεια ξανά από το 1935 έως το 1973), στο πίσω μέρος του άξονα, όπως στο Σχ. 17 -6. Αυτό το οικόσημο έχει βρεθεί μέχρι στιγμής μόνο στα σχετικά σπάνια μπαστούνια που έχουν ελικοειδές σχήμα.
Εικ.17-9 Εικ.17-10
17-9. Ένα χέρι που κρατά ελαφρά ένα ανθρώπινο κεφάλι. Εικ. 17-10. Το μοτίβο μπάλα-σε-χέρι.
Τα μοτίβα με σφαίρα και οπλές αλόγου για τις λαβές που περιγράφονται παραπάνω, βρίσκονται επίσης σε μπαστούνια με τους τυπικούς, λείους άξονες, και στην πραγματικότητα βρίσκονται με λαβές που σχηματίζονται από σκαλίσματα που βασίζονται σε μια τεράστια ποικιλία στυλ. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλές παραλλαγές στο μοτίβο των χεριών ή των νυχιών που κρατούν μπάλες (ή κεφάλια).
Ένα άλλο σύνολο από μπαστούνια διαθέτει λαβές από σκαλισμένες γενειοφόρες όψεις που φορούν το φέσι, με τη συχνά εξαιρετικά επιμήκη γενειάδα να σχηματίζει το άκρο της λαβής του ραβδιού (Εικ. 17-11). Σε αυτά τα μπαστούνια, η επιγραφή ΚΕΡΚΥΡΑ τείνει να είναι σκαλισμένη στο μπροστινό μέρος στο φέσι.
Εικ. 17-11
Ενα μοτίβο που συναντάμε περιστασιακά είναι το λεγόμενο «σημάδι του σύκου»(φάσκελο), στο οποίο ο αντίχειρας τοποθετείται μεταξύ του δείκτη και του μεσαίου δακτύλου, και αυτό βρίσκεται και από μόνο του (Εικ. 17-12). ή σε συνδυασμό με σκαλιστή εικόνα προσώπου (Εικ. 17-13). Αυτό το φάσκελο έχει πολλές σημασίες παγκοσμίως και στην Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως άσεμνη χειρονομία όσο και με σκοπό να αποκρούσει το κακό μάτι.
Υπάρχουν επίσης πολλά ραβδιά της Κέρκυρας για τα οποία ο σχεδιασμός των λαβών, ακολουθώντας τις καλύτερες παραδόσεις της «λαϊκής τέχνης», φαίνεται να πηγάζει από οποιαδήποτε ιδέα που προτείνει το συγκεκριμένο κομμάτι ξύλου στον χαράκτη, όπως αυτό που φαίνεται.
Παρά τις διαφοροποιήσεις στο στυλ και τις διαφορές στη χειροτεχνία, η χρήση ξύλου ελιάς και ορισμένα άλλα στοιχεία καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό πολλών μπαστουνιών ως προερχόμενων από κερκυραϊκά εργαστήρια, ακόμη και χωρίς την επιγραφή ΚΕΡΚΥΡΑ. Τα μπαστούνια της Κέρκυρας φαίνεται να μην εκπροσωπούνται σε μουσεία ελληνικής λαϊκής τέχνης, γι αυτό κι έχει πολύ ενδιαφέρον να σημειωθεί η συμπερίληψή τους σε αυτά.
Όταν τίθεται το ερώτημα: ποιος τα έφτιαξε; Υπάρχουν, δυστυχώς, σχετικά λίγα καταγεγραμμένα στοιχεία. Η κλίμακα παραγωγής, το στιλιστικό εύρος και η διαφοροποίηση στο επίπεδο δεξιοτεχνίας που συναντάται, μας δείχνει το ότι πολλοί ξυλουργοί ή ξυλουργικά εργαστήρια παρήγαγαν αυτά τα ραβδιά. Εκτός από τα περίπλοκα σκαλισμένα με ελικοειδές σχήμα που περιγράφηκαν παραπάνω, σχεδόν κάθε μπαστούνι της Κέρκυρας έχει έναν προσεκτικά λειασμένο, ίσιο άξονα που απαιτούσε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας για την παραγωγή του. Αν και τα μοναδικά πληθωρικά ελαιόδεντρα της Κέρκυρας παρέχουν πολλούς βλαστούς για να γίνουν μπαστούνια, η διαδικασία μετατροπής αυτών των βλαστών σε μπαστούνια είναι μια εργασία έμπειρων ανθρώπων που απαιτεί πολύ χρόνο για να κατακτηθεί, αλλά δεν είναι γνωστό εάν αυτό ασκήθηκε ανεξάρτητα από τα διάφορα εργαστήρια ή εάν ορισμένα από αυτά προμήθευαν με ισιωμένα στελέχη διάφορους ξυλογλύπτες. Ένας οδηγός για την Κέρκυρα του 1902 απαριθμεί τέσσερις επιχειρήσεις που ασχολούνται με «τοπικά μπαστούνια» Καλογεράς Ν , Κουλούρης Δ., Μαρτίνης Σ., Μπούας I.
που βρίσκονταν στην οδό Νικηφόρου Θεοτόκη, την κύρια αρτηρία από το παλιό λιμάνι προς το κέντρο της πόλης.
Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη μεταξύ των Ελλήνων εμπόρων αντικών είναι ότι παλαιότερα, αντικείμενα από ξύλο ελιάς, κατασκευάζονταν από τους κρατούμενους των φυλακών Κέρκυρας. Αν και δεν αναφέρονται απευθείας στην Κέρκυρα, οι αφηγήσεις ταξιδιωτών των αρχών του εικοστού αιώνα περιέχουν περιγραφές κρατουμένων που προσφέρουν τα δικά τους, σκαλισμένα στο χέρι ξύλινα προϊόντα προς πώληση σε διάφορα καταστήματα.
Όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν αυτά τα μπαστούνια, υπάρχει ένα μικρό αλλά αυξανόμενο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων. Πέντε παραδείγματα μπαστουνιών Κέρκυρας που φέρουν στοιχεία για την ημερομηνία κατασκευής είναι μέχρι στιγμής γνωστά. Σε μία μόνο περίπτωση ο χαράκτης έχει προσθέσει ημερομηνία, 1896, μετά τη λέξη ΚΕΡΚΥΡΑ στην επιγραφή.
Σε άλλα τρία έχουν τυπωθεί ή σκαλιστεί ημερομηνίες, πιθανώς από τους νέους ιδιοκτήτες τους: το ένα φέρει μονόγραμμα και την ημερομηνία 1900 πάνω από αυτό, και δύο άλλα την επιγραφή «Κέρκυρα 1918» όμορφα σκαλισμένη στον άξονα του μπαστουνιού. Επίσης σε μια περίπτωση χρησιμοποιείται η γαλλική γραφή, «Corfou». Ένα άλλο, σε γερμανική συλλογή, έχει ένα ασημένιο κολάρο με σήμα κατατεθέν το 1906, το οποίο υποδηλώνει ότι το ραβδί αγοράστηκε εκείνη τη χρονιά ή νωρίτερα.
Τα λίγα χρονολογημένα παραδείγματα που έχουν βρεθεί μέχρι τώρα, δίνουν την εντύπωση μιας μάλλον στενής χρονικής περιόδου (1896–1918), αλλά αυτό πιθανότατα αντανακλά στο γεγονός ότι μόνο έξι από τα 500 περίπου μπαστούνια που ερευνήθηκαν έχουν φέρει οποιαδήποτε ένδειξη ημερομηνίας. Παρά τη σχετική έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο και την ημερομηνία κατασκευής τους, είναι σαφές από την ασυνήθιστη ποικιλία, κομψότητα και εφευρετικότητα του στυλ τους ότι αξίζει να αναγνωριστούν ως παραδείγματα ελληνικής ξυλουργικής του δέκατου ένατου και των πρώτων ετών του εικοστού αιώνα.
Επιπλέον, η εκτεταμένη διανομή αυτών των ξεχασμένων πλέον μπαστουνιών στους επισκέπτες της Κέρκυρας υποδηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό κομμάτι του υλικού πολιτισμού του νησιού. Αυτά τα όμορφα διαμορφωμένα κλαδιά ελιάς θα εξελίσσονταν, σε πολλές περιπτώσεις, σε έμπιστους φίλους του ανθρώπου . Όπως και τα γραπτά αρχεία, τα μπαστούνια έχουν κάτι να πουν για την ίδια την Κέρκυρα, καθώς και το αποτύπωμα που άφησε το νησί στους υπεράριθμους επισκέπτες άλλων χωρών.