Προσηλυτισμός και θρησκευτική πίστη στην Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα
Κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας στην Κέρκυρα, όπως και σε άλλες περιοχές, κυρίως την Κρήτη, ο ορθόδοξος πληθυσμός γνώρισε περιόδους ειρηνικής συνύπαρξης με τους καθολικούς κατακτητές, αλλά και περιόδους αντιθέσεων και συγκρούσεων. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις αυτές κορυφώθηκαν, κυρίως κατά τον 15ο και 16ο αι, εξαιτίας των επεμβάσεων των εκπροσώπων της Λατινικής Εκκλησίας στα θρησκευτικά θέματα του νησιού και δημιουργώντας σοβαρές διενέξεις κι έριδες ανάμεσα στους πιστούς των δύο δογμάτων.
Η Κέρκυρα που ζει υπό την προστασία της Βενετίας αποτελείται από ένα συνονθύλευμα ντόπιων πληθυσμών, Έλληνες, Λατίνοι, Εβραίοι και Τούρκοι. Η πόλη, στα τέλη του 17ου και 18ου αιώνα ήταν μια συνοριακή πόλη, χωρισμένη και συνδεδεμένη με την παρακείμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όντας το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του Ενετικού Ναυτικού Κράτους μετά την απώλεια της Ενετικής Κρήτης, καθώς κι ένας κόμβος διέλευσης στην εμπορική διαδρομή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βενετία, η πόλη χαρακτηρίστηκε ως μια πρώιμη σύγχρονη «ζώνη επαφής», καθώς φιλοξένησε θρησκευτικά και ποικιλόμορφα έθνη. Ένας πληθυσμός που ζούσε εκεί, και η τύχη τους έφερε να συναντηθούν, να συγκρούονται και να μαλώνουν.
Α)Χριστιανοί που ακολουθούν τις ορθόδοξες ή τις λατινικές τελετές.
Β)Δύο διακριτές και ανταγωνιστικές εβραϊκές κοινότητες, η μία ελληνικής καταγωγής και η άλλη ιταλικής και ιβηρικής καταγωγής οι ονομαζόμενοι αντίστοιχα Ρωμανιώτες και Σεφαραδίτες Εβραίοι, που εκδιώχτηκαν από την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Γ)Οθωμανοί μουσουλμάνοι ή προσήλυτοι από το Ισλάμ στο Χριστιανισμό, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον δούλοι ή υπηρέτες σε τοπικά νοικοκυριά.
Σε αυτό το ανθρώπινο μωσαϊκό η Καθολική και η Ορθόδοξη θρησκεία οδηγήθηκαν σε έναν αγώνα προσηλυτισμού. Στόχος κύρια ήταν να βαπτιστούν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τους κανόνες τους, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι. Υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για την Ορθόδοξη εκκλησία καθότι μέρος των αρχείων της Λατινικής Εκκλησίας κάηκε κατά τον βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβριο του 1943 .
Οι προσηλυτισμένοι στον Καθολικισμό έπρεπε να περάσουν από διάφορα στάδια, όπως αυτά ήταν διαμορφούμενα σύμφωνα με τα πρότυπα των Βενετών. Τόσο για τους (κυρίως ντόπιους) Εβραίους όσο και για τους (κυρίως μετανάστες) Μουσουλμάνους το να γίνουν καθολικοί στη Βενετία του δέκατου έβδομου αιώνα συνεπαγόταν μια παρατεταμένη διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού και εισαγωγής σε νέες σχέσεις πατρωνίας και συγγένειας. Οι μακριές διαδρομές αυτών των προσηλυτισμένων μετά τη βάπτιση και τη συνεχιζόμενη σχέση τους παρακολουθούνταν από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, την Pia Casa dei Catecumeni (Ιερός Οίκος των Κατηχουμένων). Η Pia Casa έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση διακριτών μορφών φιλανθρωπίας και επιτήρησης που συγκέντρωναν τις εταιρικές πνευματικές και πολιτικές αξιώσεις των Βενετσιάνικων ελίτ. Παράλληλα προάγονταν επίσης τα ατομικά και οικογενειακά τους συμφέροντα υφαίνοντας πυκνά δίκτυα προστασίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι η Βενετία, ως θαλάσσια αυτοκρατορία οργάνωσε τους μη χριστιανούς κατηχούμενους σε ελεγμένους πολίτες της επικράτειας της.(1)
Όσον αφορά την Ορθοδοξία οι κατηχούμενοι ήταν μια τάξη ανθρώπων, οι οποίοι προετοιμάζονταν για το άγιο Βάπτισμα και οι οποίοι όχι μόνον διδάσκονταν για τον Θεό, αλλά συγχρόνως, με ανάλογη αγωγή, προσπαθούσαν να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη, δηλαδή να θεραπεύσουν την ψυχή τους. Μάθαιναν, δηλαδή, τι είναι αμαρτία και πώς μπορούν να απαλλαγούν από αυτήν για να ενωθούν με τον Χριστό. Οι Κατηχούμενοι που πλησίαζε ο χρόνος να βαπτισθούν, ονομάζονταν φωτιζόμενοι, γιατί μετά από λίγο καιρό θα ελάμβαναν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τον φωτισμό του Θεού. (Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ).
Δεν ήταν δυνατόν η κατήχηση στην Ανατολή να οργανωθεί σε πιο ισχυρές βάσεις κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό.
Οι βαπτίσεις που έγιναν στις διάφορες ελληνικές εκκλησίες του νησιού θα έπρεπε να αναφερθούν από τους ιερείς στη γραμματεία του Μεγάλου Πρωτόπαπα. Οι αναφορές αυτές βρίσκονται στα ιστορικά αρχεία της Κέρκυρας. Οι ευρεσιτεχνίες για τη συλλογή ελεημοσύνης που χορηγούνταν σε προσήλυτους, οι εξετάσεις του γάμου που πραγματοποιούνταν όταν ένα μέλος του ζευγαριού ήταν αλλοδαπός και τα μητρώα γάμων και διαζυγίων παρέχουν ποικίλες εικόνες στη ζωή των προσήλυτων. Όταν, για παράδειγμα, το 1738 μια Οθωμανίδα μουσουλμάνα από την πόλη των Τρικάλων ήρθε να προσηλυτιστεί στην Κέρκυρα, η γραμματεία του Μεγάλου Πρωτόπαπα προσέλαβε έναν αξιωματικό «[…] ίνα κοστιτούίρη αυτήν εις τα της γεννήσεως, ζωής και θρησκείας αυτής» (… προκειμένου να την εξετάσουν ως προς τη γενέτειρά της, τη ζωή και τη θρησκεία της.(2)
Στα Επτάνησα εγκαταστάθηκε Λατινικό ιερατείο κι επιβλήθηκε ο φόρος Δεκάτη για τη συντήρηση του λατινικού κλήρου. Σε ότι αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα οι Βενετοί δεν θεωρούσαν την υπεράσπιση της πίστης σημαντικότερη από την προστασία του εμπορίου και των κερδών τους. Έτσι δεν υποκύπτουν στις πιέσεις του Πάπα για αυστηρότερη θρησκευτική πολιτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθούσαν μεροληπτική πολιτική , είτε εξαιτίας διπλωματικών ή πολιτικών λόγων.
Το 1387 οι Κερκυραίοι έδωσαν όρκο πίστης στους Βενετούς συνάπτοντας συμφωνία σε χρυσόβουλο , βάση του οποίου εξασφάλιζαν φοροαπαλλαγές και σεβασμό των παλαιών συνηθειών τους , ενώ στις επιφανείς οικογένειες απονεμήθηκαν γαίες.
Η γλωσσική αφομοίωση μαζί με τον προσηλυτισμό υπήρξε μεγάλος κίνδυνος για την επιβολή του Καθολικισμού. Οι Βενετοί είχαν σαφή διαχωρισμό πολιτείας – εκκλησίας και απαγόρευαν στην εκκλησία να εμπλέκεται στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους .
Αυτό ήταν πολύ αντίθετο προς τη βούληση του Παπικού καθεστώτος κι έφερε κατά καιρούς μεγάλες διενέξεις. Οι προσπάθειες προσηλυτισμού από τη Βενετία, γινόντουσαν περισσότερο για λόγους που είχαν να κάνουν με τα γενικότερα διπλωματικά παιχνίδια. Όμως μετά την άλωση του 1453, τα βενετικά εδάφη γίνονται το καταφύγιο πολλών Ελλήνων που τα προτιμούσαν ως κύρια σύνδεση με την δυτική Ευρώπη.(3)
Το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν έντονο καθόσον η επιβίωση ήταν κανόνας και παράλληλα ήταν επιβεβλημένη η συμβίωση και των δύο δογμάτων.
Η αλλαξοπιστία μεμονωμένων ανθρώπων επιβάλλονταν από κοινωνικές συνθήκες. Η Οικογένεια, η γειτονιά, η εργασία, οι σεξουαλικές σχέσεις αποδεικνύεται ότι ήταν οι γενεσιουργικές αιτίες αλλαγής της πίστης. Τόσο οι χριστιανικές όσο και οι μουσουλμανικές πηγές κάθε είδους και από διάφορες χρονικές περιόδους δείχνουν πως οι παράγοντες αλλαξοπιστίας ήταν συνήθως τα οικογενειακά και κοινωνικά δίκτυα.
Γεγονός αναπόφευκτο οι μικτοί γάμοι ήταν από πάντα ένα από τ’ «αγκάθια» που δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις των δυο δογμάτων. Η οικογένεια που, από πάντα, ήταν κύτταρο όχι μονάχα της πολιτικής κοινότητας αλλά και της θρησκευτικής, ήταν αντικείμενο της επιρροής και του ελέγχου της ιεραρχίας, αφού πολλές εκδηλώσεις της οικογενειακής ζωής ήταν ταυτόχρονα κοινωνικές και θρησκευτικές (αρραβώνες, γάμοι, βαπτίσεις, κηδείες, κλπ) (4). Η ορθόδοξη εκκλησία, χρησιμοποιούσε πάντοτε τους μεικτούς γάμους ως μέσο προσηλυτισμού των πιστών άλλων δογμάτων.
Υπήρχαν επίσης οθωμανοί μουσουλμάνοι που βρέθηκαν είτε οικειοθελώς είτε ως αιχμάλωτοι ή σκλάβοι σε χριστιανικές χώρες κι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Οι αιχμάλωτοι και οι σκλάβοι προέρχονταν κατά κανόνα από τις επιδρομές των χριστιανών κουρσάρων στη Μεσόγειο κι από πολέμους. Όσοι είχαν δυνατότητα να εξαγοράσουν την ελευθερία τους παρέμεναν μουσουλμάνοι πολλοί, ωστόσο, γίνονταν χριστιανοί με την ελπίδα να βελτιώσουν τη μοίρα τους.(5)
Οι όροι του εκχριστιανισμού των μουσουλμάνων και στα δύο δογμάτα, ήταν διαφορετικοί.
Για τους μουσουλμάνους έχει επικρατήσει σε πολλές χώρες το εδάφιο του Κορανίου σύμφωνα με το οποίο « η ένωση ... με τις γυναίκες καλής καταγωγής που αποτελούν μέρος του λαού στο οποίο παραδόθηκε η Βίβλος πριν από μας, είναι επιτρεπτή». Το εδάφιο αυτό αναφέρεται μόνο στον άντρα μουσουλμάνο. Η γυναίκα μουσουλμάνα δεν μπορεί να παντρευτεί νόμιμα παρά μόνο με μουσουλμάνο. Σε αντίθετη περίπτωση ο γάμος είναι άκυρος. Εάν παρ' όλα αυτά πραγματοποιηθεί γάμος η γυναίκα τιμωρείται με 40 μαστιγώματα. Σημαντική διάταξη για τους μουσουλμάνους αποτελεί η απαγόρευση μεταβίβασης της κληρονομιάς στη σύζυγο διαφορετικής θρησκείας, καθώς και το ότι σε περίπτωση χωρισμού η μη-μουσουλμάνα γυναίκα μπορεί να κρατήσει τα παιδιά της μέχρι την ηλικία των 5 ετών και μετά την κηδεμονία τους την αναλαμβάνει ο πατέρας.(6)
Βέβαια ορισμένοι Ορθόδοξοι ναοί θα μετατραπούν σε Καθολικούς , ενώ η χειροτόνηση Ορθοδόξων ιερέων θα γίνεται κι από Καθολικούς ιερωμένους… 0 κόσμος της υπαίθρου αριθμούσε, γενικότερα, πολλούς ορθόδοξους ιερωμένους, με κοινωνικό κύρος στα χωριά και μεγάλη επιρροή στους κατοίκους. Επιπλέον, στην κοινωνία της ενδοχώρας συγκαταλέγονταν καθολικοί εφημέριοι (capellani), συχνά με προέλευση κι από το τοπικό καθολικό στοιχείο και ιερουργούσαν, συνήθως περιστασιακά, στους επίσης λιγοστούς λατινικούς ναούς. Μολονότι συνήθως απουσίαζαν οι επίσκοποι από την έδρα τους, αποτελούσαν σημαντικό οικονομικό παράγοντα στον αγροτικό χώρο, αφού συνέχιζαν να λαμβάνουν τις εκκλησιαστικές προσόδους πού προέρχονταν από την ενοικίαση των γαιών της επισκοπής σε πολυάριθμους χωρικούς, καλλιεργητές, τεχνίτες, ορθόδοξους κληρικούς.
Σημειωτέον στη ζωή των Ενετών αλλά και των Επτανησίων υπάρχει και ζει ένα έντονο θρησκευτικό περιβάλλον, αλλά αφού η κοινή και αρμονική συμβίωση ορθοδόξων και καθολικών είναι επιβεβλημένη, αναγκάζονται να συνυπάρξουν παραμερίζοντας τις θρησκευτικές τους διαφορές . Οι Έλληνες, αν δεν είχαν ιερέα στον τόπο τους, προσεύχονταν στις Καθολικές εκκλησίες, εξομολογούνταν στους πνευματικούς των και έπαιρναν απ’ αυτούς τη θεία μετάληψη. Από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι που θέλουν να παντρευτούν, να βαπτίσουν τα παιδιά τους κλπ. Που θα πάνε; Στους ναούς θα πάνε. Και εκεί θα βρουν Λατίνους παπάδες. Κι ο κόσμος ίσως αναγκάζονταν να εκλατινιστεί. Τι απλούστερο; Αλλά ο κόσμος στην εκκλησία πήγαινε με το ορθόδοξο ημερολόγιο. Όταν λ.χ. ήταν η εορτή του αγίου Φραγκίσκου, δεν πήγαιναν. Αλλά του αγίου Γεωργίου γέμιζε η εκκλησία. Τι να κάνουν οι παπάδες; Οπότε λειτουργούσαν. Οι ιερείς έψελναν λατινικά και οι πιστοί δεν καταλάβαιναν τίποτα. Συγκεκριμένα στα χρόνια της Ενετοκρατίας, στην Κέρκυρα και στα υπόλοιπα Επτάνησα επετράπη στους ορθόδοξους να μην ακολουθούν το γρηγοριανό ημερολόγιο αλλά το Ιουλιανό. Αργότερα, οι Καθολικοί (Λατίνοι) ζήτησαν να ακολουθούν και αυτοί το Ιουλιανό ημερολόγιο κατά τις κινητές και ακίνητες εορτές. Είναι γεγονός ότι υπάρχει ανοχή που χαρακτηρίζει τη στάση της Γαληνοτάτης απέναντι στην ορθόδοξη εκκλησία, λόγω κυρίως της τάσης της να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Πάπα. Ο Σπυρίδων Κ. Παπαγεωργίου (Ιστορία της Εκκλησίας της Κέρκυρας – Κέρκυρα 1920, σελ. 60) γράφει «είχαν συμβεί εν τω μεταξύ έκτροπα μεταξύ των ανατολικών και των λατίνων, εορταζόντων, των δευτέρων ενίοτε κατά σύμπτωσιν το Πάσχα εαυτών χαρμοσύνως, καθ’ ήν εβδομάδα οι ανατολικοί εόρταζον το Πάσχα του Σωτήρος πενθίμως»..Οι ποικίλες αυτές επιδράσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες των αμιγών Ορθοδόξων περιοχών και ιδίως στους αυστηρούς μοναχούς του Αγ. Όρους.
«Kάποιος αγιορείτης μοναχός στα μέσα του 16ου αιώνα συνέθεσε ένα κείμενο πολεμικής το οποίο στρεφόταν κατά των κερκυραίων συγχρόνων του. Το κείμενο φέρει τον τίτλο
«Τα σφάλματα και αιτιάματα των Κερκυραίων ήγουν Κορυφιατών δι’ ά αυτούς αποστρεφόμεθα» Ο συγγραφέας καταγράφει εκεί έντεκα «σφάλματα» που σχετίζονται με πρακτικές της τοπικής Ανατολικής Εκκλησίας. Τι ήταν όμως αυτό που τόσο πολύ ενόχλησε τον συγγραφέα; Κατ’ αρχήν ήταν οι θρησκευτικές τελετές που γίνονταν με τη συμμετοχή και των δύο Εκκλησιών, στα ελληνικά και τα λατινικά, σε όλη τη διάρκεια του έτους.Ο συγγραφέας αναφέρει τρεις:
α) τη συλλειτουργία στη μνήμη του αγίου Αρσενίου, τοπικού αγίου της Ανατολικής Εκκλησίας, που γινόταν σε ξεχωριστά αλτάρια μέσα στη λατινική μητρόπολη, στη διάρκεια της οποίας, όπως σημειώνει, «ο δε λαός, άμφω τα γένη, ίστανται αναμεμιγμένοι και εις τας δύο τραπέζας, συνευχόμενοι και συμψάλλοντες άμα»
β) την περιφορά του επιτάφιου το Πάσχα, τον οποίο κρατούσαν λατίνοι και ανατολικοί ιερείς ακολουθούμενοι από πιστούς και των δύο δογμάτων, «ένα ομού πάντες», σε μια λιτάνευση εντός της πόλης που ξεκινούσε από την λατινική μητρόπολη
γ) την κοινή λιτάνευση στην εορτή της Αγίας Δωρεάς (Corpus Domini),κατά την οποία τα δύο δόγματα «συμφορούν και συμψάλλουν άμα και γίνονται οι πάντες εν», και στην οποία ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει ο ανατολικός κλήρος ολόκληρου του νησιού, στοιχείο ενδεικτικό της σημασίας της τελετής.
Πέρα από τις κοινές τελετές, ο συγγραφέας καταγγέλλει τους δημόσιους πολυχρονισμούς που γίνονταν στις δεσποτικές εορτές τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Επιφανείων, όταν ο ανατολικός κλήρος απηύθυνε ευχές στους προκαθημένους της Λατινικής Εκκλησίας, τον πάπα και τον τοπικό αρχιεπίσκοπο.
Τέλος, στον κατάλογο των «σφαλμάτων» ο συγγραφέας προσθέτει τη σύναψη μεικτών γάμων και μεικτών συντεκνιών, αλλά και τη συμμετοχή ανατολικών ιερέων στις κηδείες Λατίνων όπου συμψάλλουν με τα ιερατικά τους άμφια– πρακτικές όλες πολύ διαδεδομένες.»(7)
Όμως δεν ήταν όλα ρόδινα. Οξύτητα στις σχέσεις Ορθοδόξων-Καθολικών συναντούμε συχνά στην βενετοκρατούμενη Επτάνησο, όπου ο Καθολικός κλήρος καταπιέζοντας την θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων προκαλούσε την αγανάκτησή τους.
Συχνά ο κλήρος αυτός ανάγκαζε τους Ορθοδόξους, τους αφοσιωμένους με πίστη στα πατροπαράδοτα, ν’ αναβαπτίζουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τους τύπους της Καθολικής «εκκλησίας» ή να τελούν το μυστήριο της θείας ευχαριστίας με «άζυμον άρτον», ή τούς παρενοχλούσε με διάφορους άλλους τρόπους. Είναι όμως αλήθεια, ότι ο φίλος των ελληνικών γραμμάτων και σπουδών πάπας Λέων ο 10ς όρισε όπως ο ορθόδοξος κλήρος και οι κάτοικοι ασκούν απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (18 Μαΐου 1521). Οι συνεχιζόμενες όμως καταπιέσεις του Καθολικού κλήρου αναγκάζουν τον πάπα Κλήμη 7ο (1523-1534) στις 20 Μαΐου 1526 και τον πάπα Παύλο 3ο (1534-1549) στις 8 Μαρτίου 1546 να επικυρώσουν με νέα θεσπίσματα τις διατάξεις του Λέοντα. Σύμφωνα με το τελευταίο έγγραφο, ο Παύλος 3ος αποφασίζει -ύστερα από εισήγηση του πρωτοπαπά Κερκύρας Λουίζου Ραρτούρου- να λειτουργούν ελεύθερα οι Έλληνες ιερείς, να θάβουν, να βαφτίζουν και να περιάγουν το σταυρό κατά τις δημόσιες τελετές. Οι Βενετοί επίσης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας "Siamo prima Veneziani e poi Cristiani", προσπαθούσαν να προστατεύσουν τούς Ορθοδόξους των κτήσεών τους από τις πιέσεις αυτές ή τουλάχιστον να τις μετριάζουν.(8)
Το 1542 αρχίζει να λειτουργεί η Ιερά Εξέταση. Από τον ίδιο χρόνο η Γαληνότατη οφείλει να υποβάλει υπό τον έλεγχο του δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης (Saint – Office) τους δικαστές αλλά και τα ιερά εξεταστήρια της Βενετίας τα οποία στις κτήσεις της επιτηρούσαν αρκετά χλιαρά τη θρησκευτική σκέψη.
Η Βενετία, κράτος παραδοσιακά καθολικό, αντιτάσσεται στην ασυδοσία που εκδηλώνεται κατά την άσκηση της παπικής δικαιοδοσίας και επιχειρεί ένα άνοιγμα προς τον καθόλου ευκαταφρόνητο πληθυσμό των ελληνορθόδοξων υπηκόων της (sudditi di rito greco), αναβαθμίζοντας έτσι το ρόλο τους κι εξασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, ένα πολύτιμο σύμμαχο τόσο απέναντι στον τουρκικό κίνδυνο, όσο και στη διαμάχη της με τον πάπα. Ο σύμβουλος της Γερουσίας μοναχός Paolo Sarpi (ειδικός στο εκκλησιαστικό δίκαιο ), προσωπικότητα διορατική, αντιλαμβάνεται αμέσως τη χρησιμότητα της ορθόδοξης εκκλησίας και των πιστών της προκειμένου την επίτευξη των στόχων της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της πατρίδας του. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο Sarpi θα φροντίσει ώστε να περιοριστούν οι παρανομίες της ρωμαϊκής εκκλησίας και των ιεροεξεταστών της που επιδίωκαν να εκδικάζουν υποθέσεις ελληνορθόδοξων Βενετών υπηκόων. Θα τονίσει μάλιστα ότι αυτοί ήταν υποκείμενοι στην εξουσία είτε των βενετικών πολιτικών αρχών, είτε του ορθόδοξου κλήρου και δεν ήταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία μιας αρχής (Αγία Έδρα και κατ ' επέκταση Ιερά Εξέταση) που δεν εξυπηρετούσε τα βενετικά συμφέροντα. Την άποψη του αυτή, θα την εφαρμόσει πιστά μέχρι το τέλος της θητείας του (1623), σε κάθε περίπτωση που θα του ζητηθεί να γνωμοδοτήσει για το ζήτημα αυτό, γεγονός που διαφαίνεται μέσα από τα συμβουλές του και ιδιαίτερα μέσα από τον κανονισμό που συνέταξε σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας και τις αρμοδιότητες της Ιεράς Εξέτασης στο βενετικό κράτος ("Sopra l officio dell' inquisizione"). Κατ ' αυτό τον τρόπο, θα διαχωρίσει την πολιτική της Γαληνότατης από τον απολυταρχισμό και το δικαιοδοτικό επεκτατισμό της καθολικής εκκλησίας και θα απαλλάξει τη Βενετία από τη δύσκολη θέση, στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας της προσκόλλησης της στο άρμα της curia romana κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Sarpi, οπαδός της διατήρησης της ανοχής απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες των Ελλήνων, των Εβραίων, των Γερμανών και των Αρμενίων που ήταν εγκατεστημένες στα βενετικά εδάφη, εισηγήθηκε την αναμόρφωση του θεσμού της Ιεράς Εξέτασης, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με τα βενετικά συμφέροντα. Έτσι, στα χρόνια του διασφαλίστηκαν τα κεκτημένα δικαιώματα των παραπάνω μειονοτήτων και περιορίστηκαν οι αρμοδιότητες της ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης σχετικά με την απαγόρευση των βιβλίων και την εκδίκαση υποθέσεων μη καθολικών υπηκόων. Καθορίστηκε επίσης η θέση του ιεροεξεταστή ως δικαστικού οργάνου, με αρμοδιότητα μόνο σε καθαρές περιπτώσεις αιρετικών δοξασιών, ενώ έγινε ουσιαστικότερη η επιτήρηση και η παρέμβαση των λαϊκών μελών του δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης. Οι δικαστικές διαδικασίες και η έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, ατόνησαν, παρόλο που δεν έπαψαν να υφίστανται και τέλος ελαττώθηκαν οι παραπομπές κατηγορουμένων στη Ρώμη. Ας επισημανθεί επίσης, ότι όλα αυτά έγιναν εφικτά χωρίς να θιγεί άμεσα η ισορροπία στις σχέσεις Βενετίας-Ρώμης που είχε επιτευχθεί κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι.(9)
Ο Λατινικός κλήρος, αν και είχε υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης, δεν κατόρθωσε να αλλοτριώσει τις ψυχές των ορθοδόξων, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στην Ανατολική Εκκλησία και το δόγμα της, με επίκεντρο το ιερό σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος, που μεταφέρθηκε στο νησί μαζί με το λείψανο της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας στα τέλη του 15ου αι. Ο Άγιος κατάφερνε να συνενώνει όλους τους πιστούς του νησιού, παρακάμπτοντας ακόμη και τις δογματικές διαφορές. Παρά τις λατρευτικές διαφορές των δύο δογμάτων, οι Βενετοί, για λόγους σκοπιμότητας, καθιέρωσαν μικτές τελετές με τη συμμετοχή λατινικού και ορθοδόξου κλήρου επ’ευκαιρία θρησκευτικών ή άλλων εορτών με πολιτικό περιεχόμενο.(10)
Η θέση του Πρωτόπαπα ήταν πολύ επικερδής αφού μπορούσε να εξασφαλίσει εργασία ή διορισμούς σε κάποια εκκλησιαστική -θέση σε ανθρώπους του περιβάλλοντος του. Επομένως ασκούσε εξουσία έχοντας τα μέσα εκείνα που ήταν αναγκαία σε μια κοινωνία, της όψιμης Βενετοκρατίας στα Επτάνησα. Η διαφθορά, οι περιπτώσεις χειροτονίας ή προαγωγής κληρικών και μοναχών σε εκκλησιαστικά αξιώματα, με οικονομικά ανταλλάγματα ,αλλά, και οι καταχρήσεις ήταν κοινή πρακτική. Αντίστοιχα και πλέον ισχυρή ήταν η θέση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου.
Ο προσηλυτισμός ως μεγέθυνση της επιρροής του Πρωτόπαπα στους πιστούς ήταν αυτοσκοπός. Τα εισοδήματά της εκλησίας προέρχονταν κυρίως από τα χρήματα που έπαιρναν από τους γάμους, τις βαπτίσεις και τις κηδείες, όμως η πιο αποδοτική δραστηριότητα ήταν ο αφορισμός ενδεικτικός της ευπιστίας και της αμάθειας των λα’ι’κών στρωμάτων. Για ασήμαντη αφορμή μπορούσε οποιοσδήποτε καταβάλλοντας στον ιερέα ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό να αφορίσει τον γείτονά του με τον οποίο είχε διαφορές. Ο προσβαλλόμενος μπορούσε να απαντήσει με ανάλογο τρόπο και υψηλό τίμημα επιδιώκοντας αντιαφορισμό. Η μαύρη αυτή τελετή γινόταν πιο επίσημη, αν με το ανάλογο αντίτιμο παρευρισκόταν και ο πρωτόπαπας. Γινόταν δημόσια, μπροστά στο δρόμο που ήταν το σπίτι του υποψήφιου για αφορισμό ή στη Δημόσια πλατεία. Πρωτοπαπάς και οι ιερείς που τον συνόδευαν, όλοι ντυμένοι στα μαύρα, βάδιζαν κρατώντας μαύρο κερί, έναν μεγάλο σταυρό και μια μαύρη σημαία. Ακολουθούσε η απαγγελία του αφορισμού συνοδεία σπασμωδικών κινήσεων του Πρωτοπαπά, ο οποίος με το πέρας της τελετής έφευγε τινάζοντας το ράσο του.Κάθε Χριστιανός που θα τολμούσε να επικοινωνήσει με οποιοδήποτε τρόπο με τον αφορισμένο, υπόκειται κι αυτός στον ίδιο αφορισμό. Η διαδικασία αυτή επέφερε δέος και πανικό, στοιχεία που εκμεταλλευόταν κατάλληλα η εκκλησία, προκειμένου να συντηρεί και να διαιωνίζει τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις του αμόρφωτου πλήθους. Η μέθοδος αυτή αξιοποιήθηκε και από τους Βενετούς, για να συνετίσουν απείθαρχους χωρικούς και έτσι είχαμε αφορισμούς ολόκληρων χωριών, προκειμένου οι υπήκοοι να συμμορφώνονται με τις διαταγές της διοίκησης (11)
Χρήματα έναντι προσευχών, ένα ιδιαίτερο σύστημα συναλλαγών που οδήγησε σε πλουτισμό ιερωμένους και εκκλησία. Όσοι είχαν την οικονομική ευχέρεια μπορούσαν να αγοράσουν μία θέση στον Παράδεισο, πληρώνοντας τους ιερωμένους για να προσεύχονται για τις δικές τους αμαρτίες.
Μέσα σ’ αυτό το σκοταδισμό και το πέπλο φόβου που είχαν δημιουργήσει οι πατέρες των εκκλησιών, οι επιλογές της ύπαρξης κάθε ατόμου ήταν πολύ περιορισμένες .Ένα πέπλο ανασφάλειας απλώνονταν παντού. Εχθροί που ήθελαν την στρατιωτική σου υποταγή, συμφέροντα που ήθελαν να σε υποτάξουν για την οικονομική τους κυριαρχία, εκκλησία που ήθελε να υπακούς τυφλά τους νόμους της απομυζώντας τις οικονομίες σου, σε οδηγούσαν μεταξύ των κακών στην επιλογή του προσηλυτισμού μήπως κι ακουμπήσεις κάπου και ελαφρυνθείς από όλα αυτά.
Οι προς προσηλυτισμό ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν πληροφορίες για την μέχρι τότε ζωή τους, γιατί αποφάσισαν να προχωρήσουν και να αλλάξουν το θρήσκευμα που μέχρι τότε είχαν, τις αμαρτίες που είχαν κάνει κ.λ.π. Έτσι δημιουργούνταν μικρές ιστορίες στα Κερκυραϊκά αρχεία των δογμάτων. Δηλαδή το κάθε άτομο αποκτούσε, κατά δική του δήλωση, μία ταυτότητα.
Το ερώτημα που τίθεται, είναι , εάν οι ομολογίες αυτές αφορούν μια φευγαλέα έννοια της ταυτότητας ή αποτελούν ιστορίες βασιζόμενες σε πραγματικά γεγονότα. Αυτές οι ζωντανές μικρο-μαρτυρίες ήταν ο τρόπος που επέλεξαν οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι, να παρουσιάσουν την ταυτότητά τους για να πετύχουν τον προσηλυτισμό τους. Η αλλαξοπιστία των γυναικών ,φαίνεται ότι ήταν σε σημαντικό βαθμό αλληλένδετη με ζητήματα γάμου. Σε κάθε περίπτωση, στα μάτια αυτών των γυναικών, ο χριστιανικός κόσμος στο νησί, φαινόταν να προσφέρει περισσότερες ή καλύτερες ευκαιρίες στο κερκυραϊκό πλαίσιο και ήταν ανοιχτές να εκμεταλλευτούν αυτές τις ευκαιρίες συμβάλλοντας έτσι, σε σημαντικό βαθμό στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας της Κέρκυρας.
Για να αντιληφθούμε την πραγματικότητα της εποχής του προσηλυτισμού διάφορων ανθρώπων σε θρησκευτικά δόγματα, πρέπει να παρουσιάσουμε την εικόνα των ανθρώπων της πόλης. Η εθνοτική καταγωγή και η κοινωνική θέση συνέθεταν και παρουσίαζαν ένα συναρπαστικό μωσαϊκό και διασταυρούμενες πραγματικότητες:
Ευγενείς με περούκες και ξίφη και πολιτειακοί που τους μιμούνται, βίαιοι κολλητοί που διέδιδαν το φόβο, νόθοι που εάν δεν αναγνωρίζονταν ζητιάνευαν στους δρόμους, επαίτες κυρίως από άλλες περιοχές, ανεξιχνίαστες εξαφανίσεις κ.λ.π.
Θα ήταν παράληψη εάν δεν αναφέρουμε ένα από τα γεγονότα που συντάραξαν την εποχή και στο οποίο αναπαριστάτε η εικόνα της πόλης την εποχή εκείνη. Στην τελευταία περίοδο της βενετοκρατίας, ένα ατυχές συμβάν έφερε τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών σε κρίσιμο σημείο.
Το δράμα εξελίχθηκε γύρω από την αλλαξοπιστία της Ραχήλ Βιβάντε.Η Ραχήλ εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι τις 17 Απριλίου 1776. Κατά την ομολογία της δεν ήθελε να παντρευτεί τον ξάδελφο της Μεναχέμ Βιβάντε. Εκμυστηρεύτηκε στον κομμωτή της Νικολέττο τον αναπτυσσόμενο έρωτα της με τον Σπυρίδωνα Βούλγαρη. Συγγενείς και φίλοι προσπαθούσαν να την αποτρέψουν κακοχαρακτηρίζοντας τον Βούλγαρη ως «Νεαρός τραμπούκος από την πόλη της Κέρκυρας» κι άλλα πολλά. Η Ραχήλ είχε κλείσει τα αυτιά της σ’ αυτές τις φήμες και ζήτησε από τον Νικολέτο, τον κομμωτή, να ενημερώσει τον Σπυρίδωνα ότι ήταν πρόθυμη να δραπετεύσει μαζί του και ότι θα το έκανε το συντομότερο δυνατό. Κανονίστηκε η απόδραση. Όταν ήρθε η συμφωνημένη νύχτα, η Ραχήλ δεν ξέφυγε μόνη της. Τη συνόδευαν δύο υπηρέτες της οικογένειας Βιβάντε, η νεαρή Εβραία Viola Dosmo, ορφανή που μεγάλωσε στο σπίτι της οικογένειας και ο Iseppo, ένας Ιταλός στρατιώτης που υπηρετούσε στο σπίτι του Vivante.Η Ραχήλ πήρε επίσης μαζί της μια αρκετά αξιοσέβαστη ποσότητα κοσμημάτων. Την επόμενη μέρα δόθηκε εντολή να την ψάξουν σε ολόκληρη την πόλη. Παράλληλα ο αξιωματικός Orobon και ο συνταγματάρχης Campo από την τοπική φρουρά, ενημερώθηκαν από τον Signor Zuanne Trivoli, έναν ευγενή που ανήκε σε αντίπαλο στρατόπεδο της οικογένειας των Bulgari, ότι η Rachel κρυβόταν στο σπίτι του ιερέα Pietro Tassi. Έξω από το σπίτι Βαρούχα που τελικά οδηγήθηκε η Ραχήλ για να προστατευτεί , συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου. Βγαίνοντας η κοπέλα για να πάει στην εκκλησία περιγράφει¨ «Μόλις έφυγα από εκείνο το σπίτι βρέθηκα περιτριγυρισμένη από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, που πιστεύω ότι ήταν όλοι οι κύριοι της χώρας, και πολλοί άλλοι Έλληνες». Ο πατέρας του Σπυρίδωνα, συνοδευόμενος από το πλήθος, οδήγησε τη νεαρή Ραχήλ μέσα από τους δρόμους της πόλης στην εκκλησία της Αντιβουνιώτισσας, όπου είχαν ήδη γίνει οι προετοιμασίες για τη βάπτισή της. Χιλιάδες άνθρωποι, σχεδόν όλοι Έλληνες, ήταν γύρω από την Εκκλησία καταλαμβάνοντας ολόκληρη τη μεγάλη σκάλα νιώθοντας μια τεράστια ζύμωση. Ο πατέρας του Σπυρίδωνα με την Ραχήλ έφθασαν στην εκκλησία και άρχισε η τελετή της βάπτισης, αλλά σύντομα διέκοψε ο συνταγματάρχης Κάμπο, ο οποίος είχε έρθει χτυπώντας τις κλειδωμένες πόρτες της εκκλησίας και φωνάζοντας ότι έφερε εντολές από τον Γενικό Προβλεπτή να σταματήσει την τελετή. Ο Αυγουστίνος Βαρούχας άνοιξε απροσδόκητα μια από τις πόρτες της εκκλησίας, αφήνοντας τον συνταγματάρχη Κάμπο να μπει. Ακολούθησαν βίαιες σκηνές: οι ιερείς έκλεισαν το κορίτσι στο ιερό, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Βούλγαρη επιτέθηκε στον Βαρούχα, του οποίου η περούκα πετάχτηκε από το κεφάλι του και ο συνταγματάρχης Κάμπο τελικά απωθήθηκε έξω από την εκκλησία. Η λειτουργία συνεχίστηκε και ο Τζιοβάνι Μπατίστα υποχρέωσε τον Βαρούχα να γίνει νονός της Ραχήλ κάτι που τελικά έγινε δίνοντάς της το όνομα Αικατερίνη. Μετά την ολοκλήρωση της βάπτισης, ο Σπυρίδων Βούλγαρης μπήκε στην εκκλησία αναγκάζοντας τους φρουρούς που είχε τοποθετήσει ο συνταγματάρχης Κάμπο να σταθούν έξω από τις πόρτες της εκκλησίας και ακολούθησε ο γάμος. Το επεισόδιο αυτό συνοδεύτηκε από σωρεία αντιεβραϊκών ενεργειών. Το πλήθος εκστόμιζε αντιϊουδαϊκά συνθήματα, γεμάτα θρησκευτικό φανατισμό, που δεν είχαν να κάνουν με το γεγονός αυτό καθεαυτό. Ο χριστιανικός όχλος ζητούσε η Εβραιοπούλα να γίνει Χριστιανή: …Εξήψεν η φωνή του εφημερίου του Αγίου Σπυρίδωνος, ως πατρός του μελλονύμφου, προσκαλέσαντος τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να λάβωσιν υπέρ πίστεως τα όπλα. Παράφρον δε τότε γενόμενον το πλήθος εκ της χαράς δι’ όσα υπερνίκησε, απήτησε να τελεσθώσι τα μυστήρια του βαπτίσματος πρώτον και αμέσως τα του γάμου … ήταν ο θρίαμβος του χριστιανισμού. Γύρω από το γεγονός πλάσθηκε ένας ολόκληρος λαϊκός μύθος, που διαδόθηκε σε έμμετρη μορφή και τραγουδήθηκε στις γειτονιές της Κέρκυρας μέχρι και την προπολεμική εποχή. Μία παραλλαγή του είναι η ακόλουθη:
Της κόρης του Βιβάντε
Ακούσατε τι εστάφθη κάτου στην Οβριακή
στο σπίτι του Βιβάντε του καλού μαρκάντε
τρομερού πραματευτή.
Πάει το κορσίντο ένα βράδυ βρίσκει τη Σάρη μοναχή
και τηνε τσιμπάει και τηνε γαργαλικάει
και στο στόμα γλυκά τηνε φιλεί.
Βγαίνει η μάνα της και κράζει
βρε χαζουλού Οβριακή.
Εκείνη δεν απολογιέται
κι ορθά κι ανάποδα κυλιέται
μ’ αυτόν τον κατεργάρη –μάνα-
μιαν να τηνε νατηνε στεφανωθεί.
Παίρνει μια σκάλα κι ανεβαίνει και τσακίζει το γυαλί,
βλέπει τη Σάρη την καημένη δειλιασμένη
στο κραβάτι σαν τραΐ.(12)
Οι ταραχές συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και στο τέλος η μακροχρόνια παραμονή της Κερκυραϊκής οικογένειας Βιβάντε έληξε με τη μετοίκησή της στη Βενετία.
Η Ραχήλ πάλεψε για το δικαίωμά της στην επιλογή, ανεξάρτητα αν αυτό την έκανε ευτυχισμένη ή όχι. Σίγουρα επρόκειτο για κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αφού το γεγονός ότι προερχόταν από τόσο εύπορη οικογένεια περιόριζε ακόμη περισσότερο την ελευθερία της. Όπως κι άλλες γυναίκες που επέλεξαν να βαπτιστούν, πριν και μετά από αυτήν, και να ορίσουν μόνες τους τη ζωή τους, ανεξάρτητα από τις επιταγές και τις επιλογές της οικογένειάς τους, έτσι και η Βιβάντε θα μπορούσε να έχει μια διαφορετική εξέλιξη σε μια άλλη κοινωνία. Προς το παρόν συγκαταλέγεται, κατά τη γνώμη μας, στις ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εβραϊκής κοινότητας. Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει. Γιατί η συγκεκριμένη βάπτιση είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο;
Από όλα τα προαναφερόμενα είναι εμφανές ότι το εκκλησιαστικό κατεστημένο και από τα δύο δόγματα θέλησε να σπάσει τις δεσμεύσεις που επέβαλαν οι Βενετοί και να επιτεθούν οι μεν στους δε. Σκοπός η επικράτηση επί του αμόρφωτου πλήθους προκειμένου να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη. Ως προστάτιδα δύναμη η Βενετία, κατάφερε με αρκετά δημοκρατικό τρόπο, να επιβληθεί και να κρατήσει τις διαφορές σε ισορροπία για να υπάρξει σχετική γαλήνη. Τίμησε τον τίτλο της «Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας»
- 1Daphne Lappa Variations on a Religious Theme Jews and Muslims From the Eastern Mediterranean Converting to Christianity, 17th & 18th Centuries European University Institute Department of History and Civilizatio
- 2Όπως πιο πάνω¨Daphne Lappa
- 3Κωνσταντίνος Λινάρδος Η Βενετοκρατία στον Ελλαδικό χώρο.
- 4Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣ Η Επίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο χώρο μετά το Σχίσμα . https://fdathanasiou.wordpress.com/
- 5λένη Γκαρά -Γιώργος Τζεδόπουλος Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Συγγραφή σελ.189
- 6Παπαϊωάννου, Μαρία (2006, Ιόνιο Πανεπιστήμιο), Οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών στην Κέρκυρα (1980-2000). Δίγλωσση οικογένεια και εκπαίδευση σελ.100
7.Δάφνη Λάππα 'Ma pure vi è questa strada di mezzo'. Χριστιανοί του ανατολικού δόγματος στην πόλη της βενετικής Κέρκυρας. Μια θρησκευτικότητα της μεθορίου (16ος-18ος αι.)
- 8Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ Επίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο χώρο μετά το Σχίσμα (3) https://fdathanasiou.wordpress.com/2
- 9ΕΛΛΗΝΟΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΗ (13ος-18ος αι.) Α' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Σ Eoa kai Esperia Vol. 3, 1997 ΣΤΑΘΗΣ ΜΠΙΡΤΑΧΑΣ ,ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΒΕΝΕΤΟΥΣ ΥΠΗΚΟΟΥΣ ΚΑΙ Ο PAOLO SARPI
- 10http://www.corfu.gr/Hellas/istoria.htm
- 11Maria Stylianou Η κοινωνία στο Ιόνιο κατά την όψιμη Βενετοκρατία https://www.academia.edu/35360019/%CE%97_
- 12Καραπιδάκης, «Για την εβραϊκή κοινότητα της Κέρκυρας»,σελ 152