ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑ-ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΕΣ-ΕΜΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ
από Λιλή Καραχάλιου
Στα χρόνια της Ενετοκρατίας παρεχόταν στους ευγενείς το δικαίωμα της λειτουργίας και κατοχής φαρμακείων και εργαστηρίων χρυσοχοΐας, το δικαίωμα αυτό στα χρόνια της Αγγλοκρατίας το απέφευγαν οι ίδιοι για το αμιγές της ταξικής τους καθαρότητας.
Επί Αγγλοκρατίας, επίσης, οι επαγγελματοβιοτέχνες εξακολούθησαν να συγκροτούν συντεχνίες και αποτελούν τη συνέχεια των civili (=αστών) της Ενετοκρατίας. Όπως συνήθως συμβαίνει στη μικροαστική τάξη, διάδοχοι στα επαγγέλματα είναι οι γιοι που στην αρχή είχαν μία μέτρια εκπαίδευση, αλλά αργότερα, δεν είναι λίγοι αυτοί, οι οποίοι με τη μετάβαση τους σε ξένα πανεπιστήμια και την απόκτηση τίτλων σπουδών, επιδιώκουν να έλθουν το ίδιο κοινωνικό επίπεδο με αυτό των αστών του χρήματος και της γαιοκτημοσύνης, μέσω της αποκτηθείσας μόρφωσής τους.[1]
Μάλιστα έχουν αποκτήσει και ταξική, αλλά και εθνική συνείδηση, μέσω των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και την έμμεση παρότρυνση της ευρωπαϊκής αποδέσμευσης του 1848. Έτσι οι απόγονοι των μικροαστών, επιστρέφοντας στην Κέρκυρα και τα άλλα νησιά, πλαισιώνουν το Ριζοσπαστικό κόμμα και θεωρούν τον ξένο δυνάστη ως αίτιο της κοινωνικοπολιτικής υποβάθμισης του επτανησιακού λαού.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Χυτήρης Γεράσιμος, Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα, Εταιρ.Κερκυρ. Σπουδών, Κέρκυρα, 1988, σελ. 9-11.
Ιδίως κατά την πρώτη φάση του, όταν το Ριζοσπαστικό Κόμμα έχει ηγέτες του Κεφαλλονίτες, τα ιδανικά αυτά εκφράζονται από το σύνθημα «Ένωσις και δημοκρατική ισότης». Όμως οι εξορίες και οι διώξεις των επαναστατών και η ανάλγητη πάταξη κάθε φιλελεύθερης φωνής για κοινωνική αλλαγή, επέφεραν τη μετάθεση των λύσεων των κοινωνικών προβλημάτων στη μετά την Ένωση με την Ελλάδα εποχή και διατήρησαν ως μόνο σύνθημα την Ένωση με αυτήν.
Στην Κέρκυρα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπάρχουν δώδεκα δικηγόροι και είκοσι δικολάβοι. Από παλιότερα με έναν κανονισμό του Γενικού Προνοητού `Adrea Dona της 5ης Ιουνίου 1769 είχε θεσπιστεί οι συμβολαιογράφοι για την εξοχή να είναι σταθερά 32, δύο για κάθε προάστιο (borgo) της πόλης, δηλαδή Γαρίτσα, Μαντούκι, Ποταμό και δεκαέξι για όλη την πόλη, συνολικά 54.
Με απόφαση του νέου κανονισμού που έγινε στις 27 Αυγούστου 1808 από τη Γερουσία, ορίζεται ότι η διοίκηση θα κανονίσει τον αριθμόν τους σε κάθε νησί ανάλογα με τις ανάγκες. «Γι’αυτό, στη γνωστή τους αγαθότητα, ας προστεθεί και αρκετή εργατικότητα μια και αυτοί είναι οι φύλακες των συμφωνιών των πολιτών και οι πράξεις τους είναι η έκφραση των ανθρωπίνων θελήσεων.»[1]
Στα 1864 η Κέρκυρα έχει αναλογία πληθυσμού 125 άτομα ανά ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο και το 65% αυτού του πληθυσμού είναι αγρότες οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με την παραγωγή αγροτικών προϊόντων για οικογενειακή κατανάλωση και επιβίωση. Οι αγροδοσίες από πλευράς Προστασίας στους προνομιούχους αστούς και γαιοκτήμονες μειώνουν ακόμη περισσότερο το εισόδημα των ακτημόνων και των μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι αναγκάζονται να πληρώνουν εδαφονόμιο στους πλουσίους και στα μοναστήρια, το εισόδημα των οποίων στη συνέχεια χρησιμοποιείται από την Προστασία για τη λειτουργία των σχολείων.
Η Προστασία, όπως αναφέρθηκε, δεν άφησε περιθώρια ανάπτυξης των Επτανήσων και η επαγγελματική και εμπορική δραστηριοποίηση του λαού των πόλεων ήταν μαραγκοί, χτίστες, αργαστηριάρηδες (παντοπώλες), χάβροι (σιδεράδες), αλιείς, εργάτες στις αλυκές, γεωργοί και λίγοι κτηνοτρόφοι για την εξασφάλιση κτηνοτροφικών προϊόντων και κρέατος για οικιακή, κυρίως, χρήση. Συχνή ήταν η προσφυγή των γεωργών στη Βουλή και την Γερουσία με αναφορές για λήψη φιλάνθρωπων μέτρων από μέρους του κράτους. Πολλές φορές το κράτος αντί για μισθούς έδινε ημερομίσθιο σε είδος, κυρίως ποσότητα αραβόσιτου.[2]
Η πόλη παρείχε τη δυνατότητα ενασχόλησης στους περιστασιακούς ανεπάγγελτους χειρώνακτες (plemba canaglia= σκυλολόι) που αποτελούσε το κατώτερο κοινωνικό στρώμα. Λίγο πιο ευδιάκριτη ήταν η βαθμίδα των τεχνιτών, επαγγελματιών, βιοτεχνών (populari), οι οποίοι παλαιότερα στα χρόνια των Βενετών ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες που απαρτίζονταν από μαθητευόμενους, εργάτες και μάστορες. Είχαν δε δικά τους λάβαρα (σκόλες) δικό τους ταμείο αρωγής των μελών τους, έτσι όπως ήταν συνηθισμένο και στα χρόνια της ακμής του Βυζαντίου.[1]
Όπως παραδίδει ο Στυλ.Βλασόπουλος, ακόμη από τις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει και λειτουργεί ένα εργοστάσιο αγγειοπλαστικής στη Γαρίτσα. Διέθετε εννιά καμίνια, όπου απασχολούνταν τέσσερα με πέντε άτομα στο καθένα, με αμοιβή πενήντα παράδες. Παρήγαν 80.000 κομμάτια μεγάλα και μικρά το χρόνο, από τα οποία τα πιο ταπεινά τα βάφουν με βαφή ή βερνίκι το λεγόμενο tipolo terra specchio και τα πιο ακριβά με terra di Vicenza και κασσίτερο, που τους έδινε ένα ανοιχτό χρώμα.
Στην Κέρκυρα εισάγονταν κάθε χρόνο 8.000 βόδια και 500 μοσχάρια από την Ήπειρο και η σφαγή τους, καθώς και η επεξεργασία των δερμάτων τους γίνονταν στο προάστιο Μαντούκι. Λειτουργούσαν, γύρω στα 1812, δέκα εργαστήρια βυρσοδεψίας που απασχολούσε καθένα απ’αυτά από τέσσερεις εργάτες, αλλά η δουλειά τους δεν ήταν συνεχής και έτσι αναγκάζονταν να κάνουν παράλληλα και άλλες εργασίες για να ανταπεξέρχονται οικονομικά.
Τα δέρματα τα κατεργάζονταν με αλάτι, ασβέστη και κατεργασμένη βελανιδιά και ήταν πολύ επιβαρυντικά για το περιβάλλον και την καθαριότητα της πόλης, έστω και αν λειτουργούσαν μακρύτερα από το κέντρο της. Τα παραγόμενα δέρματα χρησιμοποιούνταν κατά το 1/3 για την κατασκευή υποδημάτων για τους πλουσίους και τα κατώτερα ποιοτικά για να γίνονται τσαρούχια για τους χωρικούς και τη φτωχολογιά της πόλης.[2]
Επίσης το προάστιο Μαντούκι,ήταν κατ’ εξοχήν περιοχή ψαράδων και φτωχών μεροκαματιάρηδων, γνωστών για το χιούμορ τους και το μεσογειακό τους ταπεραμέντο.[3]
Στη Γαρίτσα υπήρχαν, γύρω στα 1812, πέντε μεγάλες βάρκες με κατάστρωμα, οι λεγόμενες λατίνες, που μετέφεραν περισσότερα από 80 μόδια σιτάρι η καθεμία. Επίσης υπήρχαν άλλες έξι μικρότερες που χωρούσαν 40-50 μόδια. Στο Μαντούκι υπήρχε όλη κι όλη μία μεγάλη βάρκα με κατάστρωμα και άλλες
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Χυτήρης Γεράσιμος, Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα, Εταιρ.Κερκυρ. Σπουδών, Κέρκυρα, 1988, σελ. 11
[2] Στ.Βλασσόπουλος, όπως και ανωτέρω, σελ.92-93.
[3] Αθηνά Δούντση, Κέρκυρα, το νησί των χρωμάτων, εκδ. Τοπίο, Αθήνα 1996, σελ 33-100.
[1] Βλασσόπουλος Σ.Στατιστικαί-Ιστορικαί περί Κερκύρας Ειδήσεις, Κερκ. Χρονικά, τόμος ΧΧΙ, μεταφ. Αθ. Τσίτσας, Κέρκυρα, 1977 σελ.75-98.
[2] Χυτήρης, όπως ανωτέρω, σελ.13-15.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
είκοσι, δίχως αυτό, με χωρητικότητα 80 μοδιών. Αυτήν την εποχή ναυπηγήθηκε και ένα καράβι κερκυραϊκό με το όνομα «Πρωτογέννητος».[1]
Δεν παρατηρείται αστυφιλία από τους φτωχούς κατοίκους των χωριών της Κέρκυρας οι οποίοι σπάνια θα μετακινηθούν για υπόθεσή τους σ’ αυτήν και μόνο λίγοι πλούσιοι κάποιων χωριών θα δηλώνουν ως τόπο μόνιμης κατοικίας την πόλη της Κέρκυρας, εξακολουθώντας, όμως, να διατηρούν στα χωριά τους την κτηματική τους περιουσία και τα εξ αυτής έσοδά τους.
Η δε ύπαιθρος αντιμετωπίζοντας έντονα οικονομικά προβλήματα έχει δημιουργήσει μία ταξική συνείδηση η οποία εκφράζεται με τη δύναμή της να αγκαλιάσει και να αφομοιώσει όλους τους διωγμένους πρόσφυγες από άλλες περιοχές(Στρατιδιώτες τ’ Αναυπλιού[2] της Μονεμβασιάς, Αλβανούς(Αρβανίτες), Χειμαριώτες, Σουλιώτες και Παργινούς).
Η Αγγλική Προστασία στα Ιόνια Νησιά από το 1815 επέβαλε τη διάθεση όλων των πόρων των προερχόμενων από τις προσόδους των νησιών για την κάλυψη των εξόδων της. Έτσι η κακοδιαχείριση, η κατασπατάληση αυτών των χρημάτων σε ανοικοδόμηση παλατιών και ανώφελων φρουριακών τειχισμάτων, αλλά και στην πολυτελέστατη διαβίωση των αξιωματούχων και φίλων του καθεστώτος, επέβαλλαν μία καθήλωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Την κατάσταση επέτεινε η επιβολή εξαγωγικών δασμών στα βασικότερα προϊόντα της Κέρκυρας, όπως ήταν η σταφίδα και το ελαιόλαδο με 19,50%, τα έκανε τελείως αποτρεπτικά στις αγορές, αντίθετα με τα αγγλικά βιομηχανικά προϊόντα που πλήρωναν μόνον 7% φόρο εισαγωγής. Γεγονός, βέβαια, που το επισημαίνουν οι Ιόνιοι βουλευτές και αποτελεί από την 9η Βουλή και στη συνέχεια, μόνιμη διαμαρτυρία προς την Προστασία.
Οι θέσεις των Σωκράτη Κουρή και Στέφανου Παδοβά, στελεχών του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, για την επιβολή δασμών στα εισαγόμενα είδη πολυτελείας που διατυπώθηκαν στη Βουλή με σχετικές τους ομιλίες, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «Σκοπός της Προστασίας εν Επτανήσω ήταν η στρατιωτική κατοχή και η εξασφάλισις των εμπορικών συμφερόντων της Μ.Βρεττανίας.»Στις υπηρεσίες και των δύο αυτών δικηγόρων, ιδίως του Σωκράτη Κουρή, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή της Νότιας Κέρκυρας(Λευκίμμη),
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Βλασόπουλος Σ.Στατιστικαί-Ιστορικαί περί Κερκύρας Ειδήσεις, Κερκ. Χρονικά, τόμος ΧΧΙ, μεταφ. Αθ. Τσίτσας, Κέρκυρα, 1977 σελ.98.
[2] H βενετική Διοίκηση είχε τοποθετήσει ιππείς stradioti από την περιοχή του Ναυπλίου στο οχυρό της Κασσιώπης. Κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα οι φρουρές των οχυρών αποτελούνταν από μικτές ελληνο-αρβανίτικες μονάδες stradioti . corfuhistoryforum.blogspot.com
καταφεύγουν πολλές γυναίκες της Νότιας Κέρκυρας, καταγράφοντας σχετικές εξουσιοδοτικές πράξεις για δικαστική τους εκπροσώπηση. Αργότερα ο Σ. Κουρής έγινε εισαγγελέας στη Ζάκυνθο.[1]
Η διακίνηση προϊόντων από το λιμάνι της Κέρκυρας από έκθεση του Αρμοστή Young, το έτος 1856
Αρμοστης John Young
και οι βλέψεις της Προστασίας για την ανοικοδόμηση και λειτουργία αποθηκών για τράνζιτο στο τελωνείο της Κέρκυρας, έδωσαν στην Αγγλική Προστασία προβάδισμα στη διακίνηση προϊόντων από την Αλβανία και προς αυτήν, σε βάρος των Ενετικών συμφερόντων.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Χυτήρης Γεράσιμος, Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα, Εταιρ.Κερκυρ. Σπουδών, Κέρκυρα, 1988, σελ.22-23, 28.
Η Επτάνησος Πολιτεία είχε προσφέρει σε πλοία κατασκευασμένα στα Επτάνησα 400 σημαίες και τα πλοία αυτά έχαιραν μεγάλης υπολήψεως στο ναυτικό κόσμο της Μεσογείου. Αντίθετα, επί Αγγλοκρατίας, δεν είχαν εμπορικά πλοία και μόνο βάρκες και πλοιάρια διακινούνταν στο εσωτερικό και μετέφεραν πέτρα, ξυλεία και δημητριακά από την απέναντι ακτή της Αλβανίας, τη Λιά και τη Σαγιάδα της Ηπείρου.
Αρκετοί ναύτες εγκατέλειψαν το επάγγελμά τους και μόνο από τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζει πάλι η αύξηση του εμπορίου, γεγονός που η Αγγλική Προστασία σκέφτηκε να εκμεταλλευθεί και να κρατήσει μόνο τη νήσο Κέρκυρα, ως συμφέρουσα για τα αποικιοκρατικά της σχέδια.
Άρχισε να ακμάζει το λαθρεμπόριο με την εξής μορφή: στο λιμάνι της Κέρκυρας κατέπλεαν πλοία που οι πλοίαρχοί τους δεν ήθελαν να καταβάλλουν κανένα δασμό ή δεν μπορούσαν. Οπότε λίγοι εύρωστοι οικονομικά έμποροι, δύο με τρεις συνολικά, αναλαμβάνουν να μονοπωλούν την αγορά και τη διάθεση των αγαθών γιατί οι δασμοί πληρώνονταν μετά την εκφόρτωση.
Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Η Ένωση των εμπόρων της Κέρκυρας ανοίγει στα 1838 την «Κερκυραϊκή Εμπορική Λέσχη» για τις επαγγελματικές και ψυχαγωγικές τους εκδηλώσεις και η Αρμοστεία παραχωρεί και γήπεδο δίπλα στον καθολικό ναό της Ανουντσιάτας με σκοπό την ανοικοδόμηση Χρηματιστηρίου. Στα 1852 η «Επίσημη Εφημερίδα»[1] δημοσίευσε τα ονόματα όλων των εμπόρων της Κέρκυρας.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] «Επίσημη Εφημερίδα» Νο 23, σελ. 14
Τους διακρίνουμε σε δύο τάξεις: στην Α΄τάξη ανήκουν 40 έμποροι οι οποίοι υποχρεούνται να πληρώσουν εισφορά 8 τάλιρων ετησίως και 5 ταλ. σε έκτακτες περιπτώσεις. Η Β΄τάξη αποτελείται από 73 άτομα με εισφορά 3 τάλιρων και 2 ταλ. σε έκτακτες περιπτώσεις, αντίστοιχα. Αναφέρονται και 20 άτομα ως μεσίτες. Τους εμπόρους τους αποκαλούσαν και επώνυμους εισαγωγείς.
Την 27/12/1850 οι Ιωάννης Κεφαλάς και Γεράσιμος Ιγγλέσης λαμβάνουν από τη Γερουσία άδεια για την ίδρυση ασφαλιστικής Εταιρείας υπό των επωνυμία «Α.Ε. Επτάνησος». Ο τόκος των παρακαταθηκών της προσδιορίστηκε σε 4% και γίνεται δεκτή όχι για λιγότερο από εξάμηνο διάστημα. Η δε προεξόφληση δανείων γίνεται με τόκο όχι λιγότερο από 6% και ούτε περισσότερο από 7%. Στην ελεύθερη αγορά ο τόκος ανέρχεται σε 10%, ενώ η Ιονική Τράπεζα που με ευνοϊκούς της Προστασίας νόμους ιδρύθηκε στην Αγγλία, δανείζει την Κυβέρνηση με τόκο 6% και σε κάποιες περιπτώσεις και με 7%.
Προάγγελος της Ιονικής ήταν η αποκληθείσα «Εξοικονομευτική» η οποία τέθηκε υπό την εύνοια της Προστασίας γύρω στα 1835 με πράξη της 5ης Βουλής η οποία θα είχε ως βασικούς της πελάτες τεχνίτες, εργάτες και γεωργούς με το σκεπτικό ότι μπορούσε να φανεί ωφέλιμη «στους φιλόπονους πτωχούς». Μάλιστα, με την δημοσίευση στην «Επίσημη Εφημερίδα» Νο. 340/1837 της απόφασης της Προστασίας, ανακηρύχθηκε σε Εθνική Τράπεζα με δανειοδοτικό και ταμιευτικό προορισμό.
Έγιναν προσπάθειες να ιδρυθεί και Αγροτική Τράπεζα («Επίσημη Εφημερίδα» Νο.514/1861) επί της 10ης Βουλής με σκοπό να παρασχεθούν δάνεια με χαμηλό επιτόκιο 3,5%, αλλά σε κάθε νέα τέτοια προσπάθεια αντιδρούσε η Ιονική Τράπεζα.
Ακόμη το εμπόριο του σίτου ήταν κρατικό μονοπώλιο και αυτό ανέβασε την τιμή του στο διπλάσιο της αξίας του. Και όπως ήταν φυσικό, ο απλός λαός δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράζει αυτό το αγαθό. Την ίδια στιγμή οι πλούσιοι συναγωνίζονταν στην κατανάλωση ειδών πολυτελείας, όπως ήταν ρούχα, καπέλα, μεταξωτά μεσοφόρια, μουσελίνες, σκαρπίνια και ραβδάκια ή σαμπάνιες και λουκάνικα Αγκόνας.
Γράφει ο Αρμοστής Στορξ σε αναφορά του: «ο Ιόνιος χωρικός δεν είναι προνοητικός. Αντί να εξισώνει τα εισοδήματά του με συνεχή απασχόληση, σπαταλάει σε οκνηρία τα κέρδη της ευήμερης χρονιάς και βρίσκει αυτόν απροετοίμαστο, όταν η σοδειά είναι λιγότερο ευνοϊκή». Ενώ ένας Ελβετός καθηγητής, ο Αλμπέρ Μουσόν (1805-1890), όταν επισκέφτηκε την Κέρκυρα στα 1858, αναφέρει ότι το λιμάνι της εξυπηρετεί όλα τα πλοία που διαπλέουν τη Μεσόγειο και κινούνται προς και από την Αδριατική.